Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994TJ0170

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1 Προσφυγή ακυρώσεως - Δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής - Νομικά πρόσωπα - Έννοια - Κτήση νομικής προσωπικότητας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή αναγνώριση από τα κοινοτικά όργανα ως ανεξάρτητης νομικής οντότητας

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 38 § 5, στοιχ. αα· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 5, στοιχ. αα)

    2 Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά - Κανονισμός θεσπίζων δασμό αντιντάμπινγκ - Eισάγουσα από τρίτη χώρα επιχείρηση που την αφορά η έρευνα και έχει συμμετάσχει σε αυτήν

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173, εδ. 4)

    3 Κοινή εμπορική πολιτική - Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Περιθώριο ντάμπινγκ - Προσδιορισμός της κανονικής αξίας - Εισαγωγές προελεύσεως χώρας μη έχουσας οικονομία της αγοράς - Προσδιορισμός των «ομοειδών προϋόντων» - Δειγματοληψία - Εξουσία εκτιμήσεως των οργάνων - Δικαστικός έλεγχος - Όρια

    (Κανονισμός 2423/88 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 5, 12 και 13)

    4 Κοινή εμπορική πολιτική - Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Καθορισμός των δασμών αντιντάμπινγκ - Θέσπιση ενιαίου δασμού για το σύνολο των εισαγωγών προελεύσεων χώρας μη έχουσας οικονομία της αγοράς - Είναι νόμιμο - Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός 2423/88 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 5, 9 §§ 13 και 14 και 13 § 3)

    5 Κοινή εμπορική πολιτική - Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Ορισμός δασμών αντιντάμπινγκ - Ατομική αντιμετώπιση των επιχειρήσεων που εισάγουν από χώρα μη έχουσα οικονομία της αγοράς - Προϋποθέσεις - Απόδειξη της ανεξαρτησίας των επιχειρήσεων έναντι του κράτους - Εξουσία εκτιμήσεως των οργάνων - Δικαστικός έλεγχος - Όρια

    (Κανονισμός 2423/88 του Συμβουλίου)

    6 Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Δικαιώματα άμυνας - Σεβασμός στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών - Αντιντάμπινγκ - Υποχρεώσεις των οργάνων για ικανοποίηση των αιτημάτων ενημερώσεων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων - Όρια

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 214· κανονισμός 2423/88 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 4, στοιχ. ββ, και 8 §§ 2 και 3)

    Περίληψη

    7 Το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται από μια οντότητα δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης εξαρτάται, πρώτον, από την ιδιότητα της εν λόγω οντότητας ως νομικού προσώπου. Στο πλαίσιο του κοινοτικού ενδίκου συστήματος, ένας προσφεύγων έχει την ιδιότητα του νομικού προσώπου εφόσον έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα δυνάμει του ισχύοντος κατά τον χρόνο της συστάσεως του νομικού προσώπου δικαίου ή εφόσον έχει αντιμετωπισθεί από τα κοινοτικά όργανα ως ανεξάρτητη νομική οντότητα.

    Το άρθρο 38, παράγραφος 5, στοιχείο αα, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο αα, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορίζουν συναφώς ότι τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου πρέπει να επισυνάπτουν στα δικόγραφά των προσφυγών τους τα καταστατικά τους ή πρόσφατο απόσπασμα του βιβλίου εμπορικών εταιριών ή κάθε άλλο στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξή τους ως νομικά πρόσωπα. Αποτελεί απόδειξη της νομικής υπάρξεως μιας οντότητας, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, αντίγραφο του εμπορικού μητρώου πιστοποιούν την εγγραφή της ως corporate legal person ανήκον στην Λαϋκή Δημοκρατία της Κίνας και διαθέτον νομική, σύμφωνα με το κινεζικό δίκαιο, προσωπικότητα.

    Εν πάση περιπτώσει, η ιδιότητα της ανεξάρτητης νομικής οντότητας ενός νομικού προσώπου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εφόσον αυτό αντιμετωπίστηκε ως τέτοιο από τα κοινοτικά όργανα κατά την προηγηθείσα της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως διοικητική διαδικασία.

    8 Καίτοι είναι αληθές ότι, εν όψει του κριτηρίου του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης, οι κανονισμοί που θεσπίζουν δασμούς αντιντάμπινγκ έχουν, πράγματι, λόγω της φύσεως και του περιεχομένου τους, κανονιστικό χαρακτήρα, εφόσον εφαρμόζονται γενικώς επί των ενδιαφερομένων επιχειρηματιών, δεν αποκλείεται, ωστόσο, να μπορούν οι διατάξεις τους να αφορούν ατομικώς ορισμένους επιχειρηματίες.

    Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι πράξεις με τις οποίες θεσπίζονται δασμοί αντιντάμπινγκ είναι δυνατόν να αφορούν άμεσα και ατομικά τις κατασκευαστικές και εξαγωγικές επιχειρήσεις που μπορούν να αποδείξουν ότι προσδιορίζονται ατομικώς στις πράξεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου ή τις αφορούν οι προκαταρκτικές έρευνες, και, γενικότερα, κάθε επιχειρηματία ο οποίος μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη ορισμένων ιδιοτήτων που προσιδιάζουν σ' αυτόν και οι οποίες τoν εξατομικεύουν, εν όψει του επίμαχου μέτρου, σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον επιχειρηματία.

    Εξάλλου, η ένδικη προστασία συγκεκριμένων επιχειρήσεων τις οποίες αφορά ένας δασμός αντιντάμπινγκ δεν θίγεται από το απλό γεγονός ότι ο εν λόγω δασμός είναι ενιαίος και έχει θεσπιστεί σε σχέση με κράτος και όχι με συγκεκριμένες επιχειρήσεις.

    Ένας θεσπίζων δασμό αντιντάμπινγκ κανονισμός αφορά ατομικώς μια επιχείρηση της οποίας τα προϋόντα πλήττονται από δασμό αντιντάμπινγκ, η οποία συμμετέσχε, στο μέτρο του δυνατού, στη διοικητική διαδικασία και της οποίας η συμμετοχή ρητώς προβλεπόταν στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

    Εξάλλου, πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι ο εξεταζόμενος κανονισμός αφορά άμεσα αυτήν την ίδια επιχείρηση διότι ένας θεσπίζων δασμό αντιντάμπινγκ κανονισμός υποχρεώνει τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών να εισπράττουν τον θεσπισθέντα δασμό χωρίς να τους αφήνει οποιοδήποτε περιθώριο εκτιμήσεως.

    9 Στην περίπτωση εισαγωγών προελεύσεως χώρας μη έχουσας οικονομία της αγοράς, ο προσδιορισμός των «ομοειδών προϋόντων» για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφοι 5 και 12, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 2423/88 εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που τα όργανα διαθέτουν κατά την ανάλυση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων. Η ίδια εξουσία εκτιμήσεως έχει επίσης απονεμηθεί στα όργανα κατά την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 13, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ όσον αφορά την προσφυγή στις τεχνικές δειγματοληψίας.

    Ο δικαστικός έλεγχος μιας τέτοιας εκτιμήσεως πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, της ουσιαστικής ακρίβειας των ληφθέντων υπόψη για την πραγματοποίηση της αμφισβητουμένης επιλογής γεγονότων, την απουσία πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των γεγονότων αυτών ή στην ανυπαρξία καταχρήσεως της εξουσίας.

    10 Μια πολιτική που έχει ως αποτέλεσμα τη θέσπιση ενιαίου για μια ολόκληρη χώρα δασμού αντιντάμπινγκ δεν είναι αντίθετη ούτε στο γράμμα ούτε στο αντικείμενο ούτε στο πνεύμα του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 2423/88 εφόσον η πολιτική αυτή είναι αναγκαία στην Κοινότητα προκειμένου αυτή να προστατευθεί έναντι ενός ντάμπινγκ καθώς και έναντι του κινδύνου καταστρατηγήσεως των μέτρων άμυνας.

    Πράγματι, καμία διάταξη του βασικού κανονισμού δεν απαγορεύει τη θέσπιση ενιαίου για τις χώρες με κρατικό εμπόριο δασμούς αντιντάμπινγκ:

    - το άρθρο 2, παράγραφος 5, αναφέρει απλώς τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να προσδιορίζεται η κανονική αξία σε περίπτωση εισαγωγών προελεύσεως χώρας μη έχουσας οικονομία της αγοράς·

    - το άρθρο 2, παράγραφος 9, αφορά μόνο τη δυνατότητα συγκρίσεως των τιμών και των προσαρμογών που σκοπούν στο να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τη δυνατότητα συγκρίσεως·

    - το γεγονός ότι το άρθρο 2, παράγραφος 13, προβλέπει ότι, όταν οι τιμές ποικίλλουν, οι τιμές εξαγωγής συγκρίνονται κατ' αρχήν με την κανονική αξία για κάθε μια συναλλαγή χωριστά δεν συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να καθοριστεί ενιαίος δασμός αντιντάμπινγκ·

    - ούτε το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού ούτε το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κώδικα αντιντάμπινγκ της ΓΣΔΕ απαγορεύουν τη θέσπιση ενιαίου δασμού ούτε επιβάλλουν να υπολογίζεται περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε εξαγωγή χωριστά· απλώς απαιτούν μια αντιστοιχία μεταξύ του ποσού του δασμού, έστω και ενιαίου, και του περιθωρίου ντάμπινγκ, έστω και προσδιοριζομένου κατά τρόπο ενιαίο·

    - καίτοι είναι αληθές ότι το άρθρο 2, παράγραφος 14, του βασικού κανονισμού προσδιορίζει, υπό στοιχείο αα, το περιθώριο ντάμπινγκ ως το ποσό κατά το οποίο η κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή εξαγωγής, το ίδιο όμως άρθρο ορίζει, υπό στοιχείο ββ, ότι, όταν τα περιθώρια ντάμπινγκ ποικίλλουν, μπορούν να ορίζονται σταθμισμένοι μέσοι όροι·

    - τέλος, μολονότι προκύπτει τόσο από την οικονομία όσο και από το αντικείμενο του άρθρου 13, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού - που ορίζει ότι οι κανονισμοί αντιντάμπινγκ μνημονεύουν ειδικότερα το ποσό και τον τύπο του θεσπιζόμενου δασμού, το οικείο προϋόν, τη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής, το όνομα του προμηθευτή εφόσον κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, τους λόγους επί των οποίων αυτοί ερείδονται -, ότι η υποχρέωση αναφοράς του ονόματος του προμηθευτή συνεπάγεται, κατ' αρχήν, την υποχρέωση ορισμού ειδικού δασμού αντιντάμπινγκ για κάθε προμηθευτή, ο νομοθέτης έχει ωστόσο ρητώς περιορίσει αυτή την υποχρέωση ορισμού μόνο για τις περιπτώσεις όπου κάτι τέτοιο είναι δυνατό· όμως δεν είναι δυνατή η αναφορά του ονόματος κάθε προμηθευτή αν, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος καταστρατηγήσεως των δασμών αντιντάμπινγκ, είναι αναγκαία η θέσπιση ενιαίου δασμού για ολόκληρη τη χώρα, πράγμα που συμβαίνει όταν, προκειμένου για χώρα με κρατικό εμπόριο, τα κοινοτικά όργανα, αφού εξέτασαν την κατάσταση των οικείων εξαγωγέων, δεν είναι πεπεισμένα ότι οι τελευταίοι ενεργούν ανεξαρτήτως του κράτους.

    Όσον αφορά το αντικείμενο του βασικού κανονισμού, τούτο είναι, μεταξύ άλλων, η προστασία της Κοινότητας έναντι εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ντάμπινγκ. Όσο για το πνεύμα του κανονισμού, μολονότι από τις διάφορες διατάξεις του προκύπτει ότι η κανονική αξία και οι τιμές εξαγωγής πρέπει κανονικώς να ορίζονται επί ατομικής βάσεως για κάθε εξαγωγέα, τούτο δεν σημαίνει, πάντως, ότι τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται να πράττουν κάτι τέτοιο σε κάθε περίπτωση ούτε ότι υποχρεούνται να θεσπίζουν ξεχωριστό για κάθε εξαγωγέα δασμό αντιντάμπινγκ. Το πνεύμα του κανονισμού αφήνει σημαντικό περιθώριο διακριτικής εξουσίας στα κοινοτικά όργανα προκειμένου να αποφασίζουν πότε η λύση η πλέον ενδεδειγμένη είναι να αντιμετωπίζονται οι οικείοι εξαγωγείς επί ατομικής βάσεως. Τούτο προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 2, παράγραφος 14, στοιχείο ββ, και από το άρθρο 13, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, τα οποία παρέχουν στα κοινοτικά όργανα τη δυνατότητα να ορίζουν σταθμισμένους μέσους όρους των περιθωρίων ντάμπινγκ και, επομένως, ενιαίο περιθώριο ντάμπινγκ για μια ολόκληρη χώρα καθώς και να θεσπίσουν ενιαίο για τη χώρα αυτή δασμό αντιντάμπινγκ.

    11 Ζήτημα αν ένας εξαγωγέας χώρας με κρατικό εμπόριο ενεργεί σε σημαντικό βαθμό ανεξαρτήτως του κράτους ώστε να του επιφυλάσσεται, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αντιντάμπινγκ, ατομική μεταχείριση προϋποθέτει την εκτίμηση περιπλόκων πραγματικών καταστάσεων οι οποίες είναι, ταυτόχρονα, οικονομικής, πολιτικής και νομικής φύσεως.

    Συναφώς, και όπως συμβαίνει με περίπλοκα οικονομικά ζητήματα, τα όργανα διαθέτουν, για την εκτίμηση πραγματικών καταστάσεων πολιτικής και νομικής φύσεως σε μια χώρα με κρατικό εμπόριο, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ενώ ο δικαστικός έλεγχος της εκτιμήσεως αυτής πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, της ουσιαστικής ακρίβειας των ληφθέντων υπόψη για την πραγματοποίηση της αμφισβητουμένης επιλογής γεγονότων, την απουσία πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των γεγονότων αυτών ή την ανυπαρξία καταχρήσεως εξουσίας.

    12 Στο πλαίσιο μια διοικητικής διαδικασίας, όπως αυτή που προηγείται της θεσπίσεως δασμού αντιντάμπινγκ, υφίσταται σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, έχει παρασχεθεί στην ενδιαφερομένη επιχείρηση η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τη σημασία των προβαλλομένων γεγονότων και περιστάσεων καθώς και, ενδεχομένως, των ληφθέντων υπόψη εγγράφων.

    Ωστόσο, η υποχρέωση ενημερώσεως που υπέχει η Επιτροπή πρέπει να συμβιβάζεται με την απαγόρευση κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφορίων, η οποία προκύπτει, αφενός, από το άρθρο 8, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, το οποίο ορίζει ότι τα κοινοτικά όργανα και τα κράτη μέλη καθώς και οι υπάλληλοί τους δεν κοινολογούν τις πληροφορίες που έχουν συλλέξει κατ' εφαρμογήν του κανονισμού αυτού και για τις οποίες έχει ζητηθεί από το πρόσωπο που τις παρέσχε η τήρηση του απορρήτου χωρίς τη ρητή άδεια του εν λόγω προσώπου, και, αφετέρου, από τα άρθρα 214 της Συνθήκης και 8, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, δυνάμει των οποίων τα κοινοτικά όργανα μπορούν να θεωρήσουν ότι ορισμένες πληροφορίες είναι εμπιστευτικές εφόσον η κοινολόγησή τους είναι δυνατόν να έχει λίαν δυσμενείς συνέπειες γι' αυτόν που τις παρέσχε ή υπήρξε η πηγή των πληροφοριών αυτών.

    Top