Elija las funciones experimentales que desea probar

Este documento es un extracto de la web EUR-Lex

Documento 62023CJ0236

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 19ης Σεπτεμβρίου 2024.
Mutuelle assurance des travailleurs mutualistes (Matmut) κατά TN κ.λπ.
Προδικαστική παραπομπή – Υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων – Οδηγία 2009/103/ΕΚ – Άρθρα 3 και 13 – Ασφαλιστική σύμβαση συναφθείσα βάσει σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως ως προς τον συνήθη οδηγό – Εθνική ρύθμιση που ορίζει ότι είναι αντιτάξιμη έναντι του “επιβάτη, θύματος ατυχήματος”, ο οποίος είναι επίσης ο λήπτης της ασφαλίσεως, η ακυρότητα ασφαλιστικής συμβάσεως λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως του τελευταίου κατά τη σύναψη της συμβάσεως – Κατάχρηση δικαιώματος – Ένδικο βοήθημα κατά του λήπτη της ασφαλίσεως με αίτημα τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεώς του.
Υπόθεση C-236/23.

Identificador Europeo de Jurisprudencia: ECLI:EU:C:2024:761

Υπόθεση C‑236/23

Mutuelle assurance des travailleurs mutualistes (Matmut)

κατά

TN
και
MAAF assurances SA
και
Fonds de garantie des assurances obligatoires de dommages (FGAO)
και
PQ

[αίτηση του Cour de cassation (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 19ης Σεπτεμβρίου 2024

«Προδικαστική παραπομπή – Υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων – Οδηγία 2009/103/ΕΚ – Άρθρα 3 και 13 – Ασφαλιστική σύμβαση συναφθείσα βάσει σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως ως προς τον συνήθη οδηγό – Εθνική ρύθμιση που ορίζει ότι είναι αντιτάξιμη έναντι του “επιβάτη, θύματος ατυχήματος”, ο οποίος είναι επίσης ο λήπτης της ασφαλίσεως, η ακυρότητα ασφαλιστικής συμβάσεως λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως του τελευταίου κατά τη σύναψη της συμβάσεως – Κατάχρηση δικαιώματος – Ένδικο βοήθημα κατά του λήπτη της ασφαλίσεως με αίτημα τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεώς του»

Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ασφάλιση αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων– Έκταση της εγγυήσεως υπέρ τρίτων που παρέχεται από την υποχρεωτική ασφάλιση – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι είναι αντιτάξιμη έναντι του επιβάτη που υπήρξε θύμα ατυχήματος η ακυρότητα των ασφαλιστικών συμβάσεων που συνήφθησαν βάσει ψευδών δηλώσεων του λήπτη της ασφάλισης – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει τη δυνατότητα του ασφαλιστή να ασκήσει ένδικο βοήθημα κατά του λήπτη της ασφάλισης προκειμένου να επιτύχει την πλήρη επιστροφή όλων των ποσών που κατέβαλε σε εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης – Δεν επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Εξαίρεση – Κατάχρηση δικαιώματος

(Οδηγία 2009/103 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3, εδ. 1, και 13 § 1)

(βλ. σκέψεις 32, 33, 35, 37-43, 46, 47, 50-66 και διατακτ.)

Σύνοψη

Το Δικαστήριο, επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία), διευκρινίζει την έκταση της εγγυήσεως που παρέχεται στους τρίτους, θύματα ατυχήματος, από την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι η οδηγία 2009/103 ( 1 ) αντιτίθεται, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος, σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει να αντιταχθεί σε επιβάτη οχήματος και θύμα τροχαίου ατυχήματος, ο οποίος είναι επίσης ο λήπτης της ασφάλισης, η ακυρότητα συμβάσεως ασφάλισης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων λόγω ψευδούς δηλώσεως του λήπτη της ασφάλισης κατά τη σύναψη της σύμβασης. Σε περίπτωση που η ακυρότητα αυτή δεν μπορεί να αντιταχθεί στον εν λόγω επιβάτη, θύμα του ατυχήματος, και εφόσον δεν συντρέχει κατάχρηση δικαιώματος, η ως άνω οδηγία αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στον ασφαλιστή να ασκήσει ένδικο βοήθημα κατά του επιβάτη αυτού προκειμένου να επιτύχει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε σε εκτέλεση της ασφαλιστικής συμβάσεως.

Τον Οκτώβριο του 2012 ο PQ συνήψε σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου με την εταιρία Matmut, δηλώνοντας ότι ήταν ο μοναδικός οδηγός του ασφαλιζόμενου οχήματος. Τον Σεπτέμβριο του 2013 το όχημα αυτό, το οποίο οδηγούσε ο TN ευρισκόμενος σε κατάσταση μέθης, ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα με άλλο όχημα ασφαλισμένο σε άλλη ασφαλιστική εταιρία. Ο PQ, ο οποίος ήταν επιβάτης του πρώτου οχήματος, τραυματίστηκε κατά το ατύχημα αυτό.

O TN κρίθηκε από το tribunal correctionnel (πλημμελειοδικείο, Γαλλία) ένοχος, μεταξύ άλλων, για πρόκληση σωματικής βλάβης εξ αμελείας στον PQ. Το δικαστήριο αυτό κήρυξε την ακυρότητα της επίμαχης ασφαλιστικής σύμβασης λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως του λήπτη της ασφάλισης όσον αφορά την ταυτότητα του συνήθους οδηγού του ασφαλιζόμενου οχήματος. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε από το cour d’appel de Lyon (εφετείο Λυών, Γαλλία), το οποίο έκρινε, εντούτοις, ότι η ακυρότητα της επίμαχης ασφαλιστικής συμβάσεως δεν μπορεί να αντιταχθεί στον PQ, διότι, δυνάμει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ακυρότητα ασφαλιστικής συμβάσεως λόγω σκόπιμης ψευδούς δηλώσεως του ασφαλισμένου δεν είναι αντιτάξιμη έναντι των θυμάτων τροχαίου ατυχήματος ή των ελκόντων εξ αυτών δικαιώματα.

Επιληφθέν της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της εφετειακής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η ακυρότητα ασφαλιστικής συμβάσεως μπορεί να αντιταχθεί στον επιβάτη που υπήρξε θύμα ατυχήματος, όταν αυτός είναι επίσης ο λήπτης της ασφάλισης και το πρόσωπο που προέβη στην σκόπιμη ψευδή δήλωση που επέφερε την ακυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση που κριθεί ότι η ακυρότητα αυτή δεν είναι αντιτάξιμη έναντι ενός τέτοιου θύματος, ο ασφαλιστής θα μπορούσε να ασκήσει ένδικο βοήθημα κατά του θύματος αυτού, προκειμένου να επιτύχει την επιστροφή του συνόλου των ποσών που του κατέβαλε σε εκτέλεση της συμβάσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Πρώτον, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επιδιώκει σε μόνιμη βάση, και μάλιστα σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των θυμάτων των ατυχημάτων που προκαλούνται από τα αυτοκίνητα οχήματα. Υπογραμμίζει δε ότι, δυνάμει της οδηγίας 2009/103 ( 2 ), μια ασφαλιστική εταιρία που καλύπτει την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δεν μπορεί να αρνηθεί να αποζημιώσει τους τρίτους που ζημιώθηκαν από ατύχημα το οποίο προκλήθηκε από ασφαλισμένο όχημα, επικαλούμενη διατάξεις νόμου ή συμβατικές ρήτρες περιλαμβανόμενες σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο που αποκλείουν από την ασφαλιστική κάλυψη τις ζημίες που προκαλούνται σε τρίτους, θύματα ατυχήματος, ιδίως λόγω της χρήσης ή της οδήγησης του ασφαλισμένου οχήματος από πρόσωπα στα οποία δεν επιτρέπεται να οδηγούν το όχημα αυτό.

Όσον αφορά την ιδιότητα του θύματος τροχαίου ατυχήματος, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο σκοπός της προστασίας των θυμάτων επιβάλλει να εξομοιωθεί η νομική κατάσταση του προσώπου που ήταν ασφαλισμένο ως οδηγός του οχήματος, αλλά βρισκόταν σε αυτό ως επιβάτης κατά τη στιγμή του ατυχήματος, με τη νομική κατάσταση οποιουδήποτε άλλου επιβάτη που υπήρξε θύμα του ατυχήματος. Επομένως, το γεγονός ότι ένας επιβάτης σε τροχαίο ατύχημα ήταν ο λήπτης της ασφάλισης δεν μπορεί να αποκλείσει το εν λόγω άτομο από την έννοια του «τρίτου, θύματος ατυχήματος» ( 3 ). Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία ο λήπτης της ασφάλισης δεν είναι ο συνήθης οδηγός του οχήματος που εμπλέκεται σε τροχαίο ατύχημα. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι κατά τη στιγμή επέλευσης του τροχαίου ατυχήματος ο PQ, λήπτης της ασφάλισης, επέβαινε στο επίμαχο όχημα δεν επηρεάζει την ιδιότητά του ως «τρίτου, θύματος ατυχήματος».

Δεύτερον, όσον αφορά το αντιτάξιμο έναντι του PQ της ακυρότητας της επίμαχης ασφαλιστικής συμβάσεως λόγω της ψευδούς δηλώσεώς του κατά τη σύναψή της σχετικά με την ταυτότητα του συνήθους οδηγού του οικείου οχήματος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το γεγονός ότι ασφαλιστική εταιρία συνήψε ασφαλιστική σύμβαση βάσει παραλείψεων ή ψευδών δηλώσεων του λήπτη της ασφαλίσεως δεν μπορεί να παράσχει στην εν λόγω εταιρία τη δυνατότητα να αντιτάξει την ακυρότητα αυτή στον τρίτο που υπήρξε θύμα ατυχήματος, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να τον αποζημιώσει για τη ζημία που αυτός υπέστη λόγω ατυχήματος προκληθέντος από το ασφαλισμένο όχημα. Πράγματι, μια τέτοια περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της μόνης παρέκκλισης από την υποχρέωση των ασφαλιστικών εταιριών να αποζημιώνουν τους τρίτους που είναι θύματα τροχαίου ατυχήματος, η οποία προβλέπεται από την οδηγία 2009/103 ( 4 ).

Λαμβανομένου, όμως, υπόψη του γεγονότος ότι ο PQ δεν είναι μόνον ο επιβάτης, θύμα του επίμαχου τροχαίου ατυχήματος, ο οποίος επιδιώκει να αποζημιωθεί, αλλά και ο λήπτης της ασφάλισης που υπέβαλε τη σκόπιμη ψευδή δήλωση η οποία επέφερε την ακυρότητα της ασφαλιστικής συμβάσεως, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η οδηγία 2009/103 δεν περιέχει διατάξεις που να ρυθμίζουν ενδεχόμενη κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους του λήπτη της ασφάλισης. Ωστόσο, επιβάλλεται η τήρηση της γενικής αρχής του δικαίου, σύμφωνα με την οποία οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται δολίως ή καταχρηστικώς τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης. Κατ’ εφαρμογήν της αρχής αυτής, κράτος μέλος οφείλει να αρνείται το ευεργέτημα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης όταν αυτές δεν προβάλλονται προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί των εν λόγω διατάξεων, αλλά προκειμένου να αντληθεί όφελος από το δίκαιο της Ένωσης ενώ δεν πληρούνται παρά μόνον τυπικώς οι αντικειμενικές προϋποθέσεις που προβλέπονται για την παροχή του οφέλους αυτού. Εν προκειμένω, αφενός, όσον αφορά το ζήτημα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2009/103, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται να έχει επιτευχθεί ο σκοπός της προστασίας των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων, δεδομένου ότι ο PQ είναι θύμα του επίμαχου ατυχήματος που επιζητεί αποζημίωση. Αφετέρου, όσον αφορά το υποκειμενικό στοιχείο που συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερομένου να αποκομίσει όφελος από τη νομοθεσία της Ένωσης, δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να αντλήσει το όφελος αυτό, δεν προκύπτει, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, ότι ο PQ προέβη σε ψευδείς δηλώσεις με κύριο σκοπό να επικαλεστεί ο ίδιος τις διατάξεις της οδηγίας 2009/103 ( 5 ) και να καταστρατηγήσει εθνική διάταξη σχετική με τις κατά νόμον προϋποθέσεις ακυρότητας των ασφαλιστικών συμβάσεων. Συγκεκριμένα, η ψευδής δήλωση του PQ έγινε με σκοπό να ασφαλιστεί το όχημα του TN υπό ευνοϊκότερους όρους από εκείνους που θα ίσχυαν αν ο ασφαλιστής γνώριζε την ταυτότητα του συνήθους οδηγού του οχήματος. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεν προκύπτει, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, ότι ο PQ παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως της κατάχρησης δικαιώματος. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να του αντιταχθεί η ακυρότητα της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεως ασφάλισης της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων λόγω ψευδούς δηλώσεώς του κατά τη σύναψη της σύμβασης αυτής.

Τρίτον, όσον αφορά τη δυνατότητα επιστροφής στον ασφαλιστή από τον PQ του συνόλου των ποσών που του κατέβαλε ο ασφαλιστής σε εκτέλεση της ασφαλιστικής συμβάσεως, διά της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, το οποίο θεμελιώνεται στο σφάλμα που διέπραξε εκ προθέσεως ο PQ κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι κατά νόμον προϋποθέσεις του κύρους ασφαλιστικής συμβάσεως καθώς και οι σχετικές με τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του λήπτη της ασφαλίσεως λόγω ψευδών δηλώσεων κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως διέπονται από το δίκαιο των κρατών μελών. Εντούτοις, οι εθνικές διατάξεις που διέπουν τις προϋποθέσεις αυτές δεν μπορούν να καταλύουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2009/103. Πάντως, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, διά της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος κατά του επιβάτη, θύματος του ατυχήματος, ο οποίος είναι επίσης ο λήπτης της ασφάλισης και το πρόσωπο που προέβη στην ψευδή δήλωση που υποβλήθηκε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, να επιστραφεί στον ασφαλιστή το σύνολο των ποσών που αυτός κατέβαλε στον εν λόγω επιβάτη σε εκτέλεση της ασφαλιστικής συμβάσεως μπορεί να στερήσει από το πρόσωπο αυτό, οριστικώς και δυσανάλογα, την προστασία που παρέχει η οδηγία 2009/103 στα θύματα τέτοιων ατυχημάτων. Πράγματι, μια τέτοια ρύθμιση μπορεί να περιορίσει δυσανάλογα το δικαίωμα του θύματος να λάβει αποζημίωση βάσει της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων.


( 1 ) Άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, και άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (ΕΕ 2009, L 263, σ. 11).

( 2 ) Και ιδίως δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2009/103.

( 3 ) Όπως ορίζεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2009/103.

( 4 ) Δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, μια ασφαλιστική εταιρία μπορεί να αρνηθεί να αποζημιώσει τους τρίτους, θύματα τροχαίου ατυχήματος, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το όχημα που προκάλεσε τη ζημία χρησιμοποιήθηκε ή οδηγήθηκε από πρόσωπα στα οποία δεν έχει επιτραπεί ρητά ή σιωπηρά η χρήση ή η οδήγησή του και οι τρίτοι, θύματα του ατυχήματος, επιβιβάστηκαν με τη θέλησή τους στο εν λόγω όχημα γνωρίζοντας ότι είχε κλαπεί.

( 5 ) Ειδικότερα, τα άρθρα 3 και 13 της οδηγίας 2009/103.

Arriba