Roghnaigh na gnéithe turgnamhacha is mian leat a thriail

Is sliocht ón suíomh gréasáin EUR-Lex atá sa doiciméad seo

Doiciméad 62022CJ0221

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 11ης Ιουνίου 2024.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Deutsche Telekom AG.
Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Άρθρα 266 και 340 ΣΛΕΕ – Απόφαση με την οποία μειώνεται το ποσό προστίμου που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Επιστροφή από την Επιτροπή του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ποσού – Υποχρέωση καταβολής τόκων – Χαρακτηρισμός – Κατ’ αποκοπήν αποζημίωση λόγω στέρησης της δυνατότητας χρήσης του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού του προστίμου – Εφαρμοστέο επιτόκιο.
Υπόθεση C-221/22 P.

Aitheantóir ECLI: ECLI:EU:C:2024:488

Υπόθεση C‑221/22 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Deutsche Telekom AG

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 11ης Ιουνίου 2024

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Άρθρα 266 και 340 ΣΛΕΕ – Απόφαση με την οποία μειώνεται το ποσό προστίμου που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Επιστροφή από την Επιτροπή του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ποσού – Υποχρέωση καταβολής τόκων – Χαρακτηρισμός – Κατ’ αποκοπήν αποζημίωση λόγω στέρησης της δυνατότητας χρήσης του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού του προστίμου – Εφαρμοστέο επιτόκιο»

  1. Αναίρεση – Λόγοι – Αμφισβήτηση των νομικών αρχών που εφαρμόστηκαν με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αλλά προκύπτουν από προγενέστερες αποφάσεις – Παραδεκτό

    (Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

    (βλ. σκέψεις 30, 31)

  2. Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταβολή οφειλής της Επιτροπής – Οφειλόμενοι τόκοι – Απόφαση με την οποία μειώνεται το ποσό προστίμου που επέβαλε η Επιτροπή και το οποίο καταβλήθηκε προσωρινώς από την οικεία επιχείρηση – Επιστροφή από την Επιτροπή του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ποσού – Υποχρέωση καταβολής τόκων επί του επιστρεφόμενου ποσού από την ημερομηνία καταβολής του προστίμου – Μη παραγωγή τόκων από τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρο 266, εδ. 1, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1268/2012 της Επιτροπής, άρθρο 90 § 4)

    (βλ. σκέψεις 51-61, 64-68)

  3. Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Παράβαση της υποχρέωσης της Επιτροπής να καταβάλει τόκους επί του επιστραφέντος ποσού προστίμου το οποίο ακυρώθηκε εν μέρει – Παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ – Εμπίπτει

    (Άρθρα 266, εδ. 1, και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψη 62)

  4. Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταβολή οφειλής της Επιτροπής – Οφειλόμενοι τόκοι – Απόφαση με την οποία μειώνεται το ποσό προστίμου που επέβαλε η Επιτροπή και το οποίο καταβλήθηκε προσωρινώς από την οικεία επιχείρηση – Επιστροφή από την Επιτροπή του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ποσού – Υποχρέωση καταβολής τόκων επί του επιστρεφόμενου ποσού από την ημερομηνία καταβολής του προστίμου – Καθορισμός του επιτοκίου των οφειλόμενων τόκων

    (Άρθρο 266, εδ. 1, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1268/2012 της Επιτροπής, άρθρο 83)

    (βλ. σκέψεις 78-87)

Σύνοψη

Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία η Επιτροπή υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση ύψους 1750522 ευρώ στην Deutsche Telekom AG προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η τελευταία λόγω της άρνησης του θεσμικού αυτού οργάνου να καταβάλει τόκους επί του επιστρεπτέου στην εν λόγω επιχείρηση ποσού κατόπιν της μείωσης προστίμου το οποίο είχε καταβάλει προσωρινώς η επιχείρηση.

Με απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2014 ( 1 ), η Επιτροπή επέβαλε στην Deutsche Telekom AG (στο εξής: Deutsche Telekom) πρόστιμο ύψους 31070000 ευρώ για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στη σλοβακική αγορά των ευρυζωνικών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

Η Deutsche Telekom άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής, προβαίνοντας συγχρόνως σε προσωρινή καταβολή του προστίμου στις 16 Ιανουαρίου 2015. Με απόφασή του της 13ης Δεκεμβρίου 2018 ( 2 ), το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την ως άνω προσφυγή και μείωσε το ποσό του προστίμου κατά 12039019 ευρώ. Στις 19 Φεβρουαρίου 2019 η Επιτροπή επέστρεψε το ποσό αυτό στη Deutsche Telekom.

Με έγγραφο της 28ης Ιουνίου 2019, η Επιτροπή αρνήθηκε, αντιθέτως, να καταβάλει στην Deutsche Telekom τόκους για το διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας καταβολής του προστίμου και της ημερομηνίας επιστροφής του μέρους του προστίμου που κρίθηκε αχρεώστητο (στο εξής: επίμαχη περίοδος).

Επιληφθέν προσφυγής-αγωγής ασκηθείσας από την Deutsche Telekom, το Γενικό Δικαστήριο ( 3 ) έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η άρνηση της Επιτροπής να καταβάλει τους τόκους αυτούς συνιστά κατάφωρη παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ( 4 ), ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ως άνω παράβασης και της ζημίας που συνίσταται στην απώλεια, κατά την επίμαχη περίοδο, των τόκων υπερημερίας επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού του προστίμου, το Γενικό Δικαστήριο επιδίκασε στην Deutsche Telekom αποζημίωση ύψους 1750522 ευρώ, υπολογιζόμενη με κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του επιτοκίου που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 ( 5 ), δηλαδή του επιτοκίου αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ που ίσχυε τον Ιανουάριο του 2015, προσαυξημένου κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

Η Επιτροπή άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο απορρίπτει την ένσταση απαραδέκτου με την οποία η Deutsche Telekom υποστήριξε ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν βάλλει, στην πραγματικότητα, κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αλλά κατά της απόφασης Printeos ( 6 ) του Δικαστηρίου επί της οποίας στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφασή του.

Επί του ζητήματος αυτού, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή, όπως και κάθε άλλος διάδικος κατ’ αναίρεση, πρέπει να διατηρεί τη δυνατότητα να θέτει υπό αμφισβήτηση τις νομικές αρχές που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της οποίας ζητείται η αναίρεση, ακόμη και αν οι αρχές αυτές έχουν αναπτυχθεί με αποφάσεις που δεν μπορούν ή δεν μπορούν πλέον να προσβληθούν με αίτηση αναιρέσεως.

Εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε η ίδια υποστηρίξει ότι με την αίτησή της αναιρέσεως ζήτησε από το Δικαστήριο να επανεξετάσει την απορρέουσα από την απόφαση Printeos νομολογία, την οποία εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής προσδιορίζει με επαρκή ακρίβεια τα επικρινόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης καθώς και τους λόγους για τους οποίους η απόφαση αυτή ενέχει, κατά την άποψή της, πλάνη περί το δίκαιο, το Δικαστήριο κρίνει παραδεκτή την αίτηση αναιρέσεως.

Επί της ουσίας, το Δικαστήριο απορρίπτει, κατά πρώτον, τον λόγο αναιρέσεως με τον οποίο η Επιτροπή προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την ερμηνεία του άρθρου 266 ΣΛΕΕ.

Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχεται η ακυρωθείσα πράξη οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως η οποία κηρύσσει ex tunc την πράξη αυτή άκυρη. Τούτο συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την πληρωμή των ποσών που εισπράχθηκαν αχρεωστήτως βάσει της εν λόγω πράξης, καθώς και την καταβολή τόκων. Στο πλαίσιο αυτό, η καταβολή τόκων συνιστά μέτρο εκτελέσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, καθόσον αποσκοπεί στην καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως για τη στέρηση της ικανοποιήσεως μιας απαιτήσεως και στην παρακίνηση του οφειλέτη να εκτελέσει, το συντομότερο δυνατόν, την απόφαση αυτή.

Γενικότερα, όταν έχουν εισπραχθεί χρηματικά ποσά κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, είτε από εθνική αρχή είτε από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, τα εν λόγω χρηματικά ποσά πρέπει να επιστρέφονται και η επιστροφή αυτή πρέπει να προσαυξάνεται με τόκους οι οποίοι να καλύπτουν όλο το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία καταβολής των εν λόγω χρηματικών ποσών έως την ημερομηνία της επιστροφής τους, όπερ συνιστά έκφραση της γενικής αρχής της ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αρνούμενη να καταβάλει τόκους στην Deutsche Telekom επί του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ποσού του προστίμου για την επίμαχη περίοδο.

Το κύρος του συμπεράσματος αυτού δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε επανειλημμένως τους τόκους που όφειλε η Επιτροπή εν προκειμένω ως «τόκους υπερημερίας», έννοια που παραπέμπει στην ύπαρξη υπερημερίας πληρωμής εκ μέρους του οφειλέτη καθώς και σε πρόθεση επιβολής κύρωσης σε αυτόν. Πράγματι, όσο και αν δύναται ο χαρακτηρισμός αυτός να αμφισβητηθεί υπό το πρίσμα του σκοπού των επίμαχων τόκων, γεγονός παραμένει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να συνοδεύσει την επιστροφή του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ποσού με τόκους προς τον σκοπό κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης της Deutsche Telekom για τη στέρηση της δυνατότητας χρήσης του ποσού αυτού, σύμφωνα με τις προμνησθείσες αρχές.

Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας τα επιχειρήματα που άντλησε η Επιτροπή από το άρθρο 90, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, κατά το οποίο η Επιτροπή επιστρέφει στον ενδιαφερόμενο τρίτο τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά μαζί με τους «τόκους». Πράγματι, η ενδεχόμενη αυτή υποχρέωση καταβολής των τόκων που έχουν όντως παραχθεί δεν θίγει την υποχρέωση που βαρύνει, εν πάση περιπτώσει, την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση στην οικεία επιχείρηση για τη στέρηση της δυνατότητας χρήσης του χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί στο αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου, συνεπεία της μεταβίβασης του εν λόγω ποσού στην Επιτροπή, τούτο δε ακόμη και όταν η επένδυση του ποσού του προστίμου που καταβλήθηκε προσωρινώς από την εν λόγω επιχείρηση δεν απέφερε απόδοση.

Το Δικαστήριο επικυρώνει επίσης την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η υποχρέωση της Επιτροπής να καταβάλει τόκους από την ημερομηνία της προσωρινής είσπραξης του προστίμου δεν υπονομεύει την αποτρεπτική λειτουργία των προστίμων, η οποία πρέπει να συμβιβάζεται με τις επιταγές περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση του αποτρεπτικού αποτελέσματος των προστίμων στο πλαίσιο προστίμων που ακυρώθηκαν ή μειώθηκαν από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται, προς τον σκοπό αποτροπής, πράξη που κρίθηκε παράνομη.

Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο αναλύει τον λόγο αναιρέσεως με τον οποίο η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι το επιτόκιο των τόκων που οφείλονται στην Deutsche Telekom ισούται με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες, κατ’ αναλογίαν προς το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012.

Υπενθυμίζει συναφώς ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για τον προσδιορισμό του ποσού των τόκων που πρέπει να καταβληθούν σε επιχείρηση η οποία έχει καταβάλει πρόστιμο επιβληθέν από την Επιτροπή, κατόπιν της ακυρώσεως ή της μειώσεως του προστίμου αυτού, το εν λόγω θεσμικό όργανο οφείλει να εφαρμόσει το άρθρο 83 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 που ίσχυε τότε, το οποίο προέβλεπε πλείονα επιτόκια για τις απαιτήσεις που δεν έχουν εξοφληθεί κατά τη λήξη της προθεσμίας.

Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το επιτόκιο που προβλέπεται στην παράγραφο 2, στοιχείο βʹ, του άρθρου 83, το οποίο εφάρμοσε κατ’ αναλογίαν το Γενικό Δικαστήριο εν προκειμένω, δεν καθορίζει το επιτόκιο των τόκων που αντιστοιχούν σε κατ’ αποκοπήν αποζημίωση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, αλλά αφορά τη διαφορετική περίπτωση της καθυστέρησης πληρωμής. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε κατ’ αναλογίαν εφαρμογή της διάταξης αυτής. Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον εφάρμοσε κατ’ αναλογία το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες, το οποίο δεν είναι παράλογο ή δυσανάλογο σε σχέση με τον σκοπό των επίμαχων τόκων, ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του αναγνωρίζεται στο πλαίσιο των διαδικασιών για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

Επιπλέον, το Δικαστήριο απορρίπτει την επικουρικώς προβαλλόμενη επιχειρηματολογία της Επιτροπής με την οποία επιδιώκεται να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν το επιτόκιο του 1,55 % που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 για την περίπτωση σύστασης χρηματικής εγγύησης.

Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι μια επιχείρηση η οποία, ενώ άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου, κατέβαλε προσωρινά το πρόστιμο αυτό δεν βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με αυτή μιας επιχείρησης η οποία συστήνει τραπεζική εγγύηση εν αναμονή της εξάντλησης των ένδικων μέσων. Πράγματι, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή επιχείρηση δεν μεταβίβασε το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο ποσό του επιβληθέντος προστίμου, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να της επιστρέψει αχρεωστήτως εισπραχθέν ποσό. Η μόνη οικονομική ζημία που ενδεχομένως υπέστη η οικεία επιχείρηση απορρέει από τη δική της απόφαση να συστήσει τραπεζική εγγύηση.

Τέλος, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, αν η Επιτροπή κρίνει ότι οι ισχύουσες κανονιστικές διατάξεις δεν λαμβάνουν προσηκόντως υπόψη μια κατάσταση όπως αυτή της υπό κρίση υπόθεσης, εναπόκειται στην ίδια ή, κατά περίπτωση, στον νομοθέτη της Ένωσης να καλύψει το κενό αυτό. Τούτου λεχθέντος, λαμβανομένου υπόψη ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να επιστρέψει εντόκως πρόστιμο το οποίο ακυρώθηκε εν όλω ή εν μέρει από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης απορρέει από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε νέα μέθοδος ή τρόπος υπολογισμού των τόκων αυτών πρέπει να συνάδει με τους σκοπούς που επιδιώκουν οι εν λόγω τόκοι. Κατά συνέπεια, το εφαρμοστέο στους τόκους αυτούς επιτόκιο δεν μπορεί να περιορίζεται στην αντιστάθμιση της νομισματικής υποτίμησης, χωρίς να καλύπτει την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για την προσωρινή στέρηση της χρήσης των κεφαλαίων που αντιστοιχούν στο αδικαιολογήτως εισπραχθέν από την Επιτροπή ποσό.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο απορρίπτει τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως της Επιτροπής και, ως εκ τούτου, την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.


( 1 ) Απόφαση C(2014) 7465 final της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση AT. 39523 – Slovak Telekom), η οποία διορθώθηκε με την απόφασή της C(2014) 10119 final, της 16ης Δεκεμβρίου 2014, καθώς και με την απόφασή της C(2015) 2484 final, της 17ης Απριλίου 2015.

( 2 ) Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, EU:T:2018:930).

( 3 ) Απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2022, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑610/19, EU:T:2022:15, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

( 4 ) Η διάταξη αυτή προβλέπει την υποχρέωση των θεσμικών οργάνων των οποίων μια πράξη ακυρώνεται με απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης αυτής.

( 5 ) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1).

( 6 ) Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, EU:C:2021:39).

Barr