Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CJ0448

    Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 2018.
    EOS KSI Slovensko s.r.o. κατά Ján Danko και Margita Danková.
    Προδικαστική παραπομπή – Συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες – Άρθρο 4, παράγραφος 2, και άρθρο 5 – Υποχρέωση να διατυπώνονται οι ρήτρες με τρόπο σαφή και κατανοητό – Άρθρο 7 – Κίνηση ένδικης διαδικασίας από πρόσωπα ή οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών από τις καταχρηστικές ρήτρες – Εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά τη δυνατότητα μιας ένωσης προστασίας καταναλωτών να παρέμβει στη δίκη από τη συγκατάθεση του καταναλωτή – Καταναλωτική πίστη – Οδηγία 87/102/ΕΟΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Υποχρέωση αναγραφής του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου στη γραπτή σύμβαση – Σύμβαση η οποία περιέχει μόνο μια μαθηματική εξίσωση για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, χωρίς τα απαραίτητα στοιχείαγια την πραγματοποίηση αυτού του υπολογισμού.
    Υπόθεση C-448/17.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    Υπόθεση C‑448/17

    EOS KSI Slovensko s. r. o.

    κατά

    Ján Danko
    και
    Margita Danková

    (αίτηση του Krajský súd v Prešove για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Προδικαστική παραπομπή – Συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες – Άρθρο 4, παράγραφος 2, και άρθρο 5 – Υποχρέωση να διατυπώνονται οι ρήτρες με τρόπο σαφή και κατανοητό – Άρθρο 7 – Κίνηση ένδικης διαδικασίας από πρόσωπα ή οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών από τις καταχρηστικές ρήτρες – Εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά τη δυνατότητα μιας ένωσης προστασίας καταναλωτών να παρέμβει στη δίκη από τη συγκατάθεση του καταναλωτή – Καταναλωτική πίστη – Οδηγία 87/102/ΕΟΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Υποχρέωση αναγραφής του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου στη γραπτή σύμβαση – Σύμβαση η οποία περιέχει μόνο μια μαθηματική εξίσωση για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, χωρίς τα απαραίτητα στοιχείαγια την πραγματοποίηση αυτού του υπολογισμού»

    Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
    της 20ής Σεπτεμβρίου 2018

    1. Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Μέτρα που έχουν ως σκοπό να παύσει η χρήση των καταχρηστικών ρητρών – Δικονομική αυτονομία – Αρχή της ισοδυναμίας – Εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά τη δυνατότητα μιας ένωσης προστασίας καταναλωτών να παρέμβει υπέρ του καταναλωτή σε διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής εις βάρος του, από την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος έχει προσβάλει τη διαταγή – Δεν επιτρέπεται – Προϋπόθεση

      (Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου)

    2. Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής – Εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας των συμβατικών ρητρών ελέγχεται κατά το στάδιο της έκδοσης της διαταγής πληρωμής – Εξουσιοδότηση διοικητικού υπαλλήλου, που δεν είναι δικαστής, να εκδώσει τη διαταγή – Βραχεία προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος ανακοπής – Υποχρέωση του καταναλωτή να αιτιολογήσει την ανακοπή – Δεν επιτρέπεται – Προϋπόθεση

      (Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου)

    3. Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Πεδίο εφαρμογής – Ρήτρες με τις οποίες καθορίζεται το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως ή οι οποίες αφορούν το τίμημα ή την αμοιβή και τις υπηρεσίες ή τα αγαθά που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα – Ρήτρα σχετική με το κόστος της καταναλωτικής πίστης – Ρήτρα διατυπωμένη με τρόπο σαφή και κατανοητό – Κριτήρια εκτίμησης – Περίπτωση όπου δεν αναφέρονται ούτε το επιτόκιο ούτε το συνολικό πραγματικό ετήσιο επιτόκιο ούτε τα απαραίτητα στοιχεία για τον υπολογισμό του – Αποφασιστικό στοιχείο για την εκτίμηση από τον εθνικό δικαστή

      (Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2)

    1.  Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, σε συνδυασμό με την αρχή της ισοδυναμίας, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία δεν παρέχει σε ένωση προστασίας καταναλωτών τη δυνατότητα να παρέμβει υπέρ του καταναλωτή σε διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής εις βάρος ιδιώτη καταναλωτή και να ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής σε περίπτωση που δεν την έχει προσβάλει ο ίδιος ο καταναλωτής, εφόσον διαπιστώνεται ότι η εν λόγω νομοθεσία εξαρτά πράγματι την παρέμβαση των ενώσεων προστασίας καταναλωτών στις ένδικες διαφορές οι οποίες άπτονται του δικαίου της Ένωσης από προϋποθέσεις λιγότερο ευνοϊκές σε σχέση με τις ισχύουσες για τις ένδικες διαφορές που διέπονται αποκλειστικώς από το εσωτερικό δίκαιο, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει.

      (βλ. σκέψη 43, διατακτ. 1)

    2.  Η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, μολονότι προβλέπει, κατά το στάδιο της έκδοσης διαταγής πληρωμής εις βάρος καταναλωτή, τον έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της σύμβασης που έχει συνάψει ο καταναλωτής με επαγγελματία, εντούτοις, αφενός, αναθέτει σε διοικητικό υπάλληλο δικαστηρίου, ο οποίος δεν έχει την ιδιότητα του δικαστή, την αρμοδιότητα να εκδώσει τη διαταγή πληρωμής και, αφετέρου, τάσσει δεκαπενθήμερη προθεσμία για την άσκηση ανακοπής, απαιτώντας παράλληλα να είναι αυτή εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όταν ένας τέτοιος αυτεπάγγελτος έλεγχος δεν προβλέπεται στο στάδιο της εκτέλεσης της διαταγής, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει.

      Το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία παρέχει αρμοδιότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής σε διοικητικό υπάλληλο ο οποίος δεν έχει την ιδιότητα του δικαστή δεν θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας υπό την προϋπόθεση ότι, είτε στο στάδιο της εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής είτε στο πλαίσιο της ανακοπής κατά αυτής, προβλέπεται ότι δικαστής ελέγχει ότι δεν υφίσταται καταχρηστική ρήτρα στη σχετική σύμβαση.

      Πάντως, όπως υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 46 της παρούσας απόφασης, η ύπαρξη τέτοιου ελέγχου αποκλειστικώς στο στάδιο της ανακοπής αρκεί προς διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οδηγίας 93/13 μόνον εφόσον οι καταναλωτές δεν αποθαρρύνονται να ασκήσουν την ανακοπή αυτή.

      Εν προκειμένω, η επίμαχη εθνική νομοθεσία τάσσει μόλις δεκαπενθήμερη προθεσμία στον καταναλωτή για να ασκήσει ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, απαιτώντας παράλληλα από αυτόν να την αιτιολογήσει εμπεριστατωμένα.

      Κατά συνέπεια, στην περίπτωση μιας τέτοιας νομοθεσίας, συντρέχει μη αμελητέος κίνδυνος να μην ασκήσει ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής ανακοπή και, ως εκ τούτου, να μην καταστεί δυνατό να ελεγχθεί αυτεπαγγέλτως από δικαστή ότι δεν υφίσταται καταχρηστική ρήτρα στη σχετική σύμβαση.

      (βλ. σκέψεις 50-54, διατακτ. 2)

    3.  Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που σύμβαση καταναλωτικής πίστης, αφενός, δεν αναγράφει το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, αλλά περιέχει απλώς και μόνο μια μαθηματική εξίσωση για τον υπολογισμό του, χωρίς τα απαραίτητα στοιχεία για την πραγματοποίηση του εν λόγω υπολογισμού και, αφετέρου, δεν μνημονεύει το επιτόκιο, το γεγονός αυτό είναι αποφασιστικό στοιχείο στο πλαίσιο της ανάλυσης την οποία καλείται να διενεργήσει το αντίστοιχο εθνικό δικαστήριο ως προς το ζήτημα αν η σχετική με το κόστος της πίστωσης ρήτρα της ως άνω σύμβασης είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, υπό την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης.

      Συνεπώς, η μη αναγραφή του ΣΕΠΕ σε σύμβαση πίστωσης μπορεί να συνιστά αποφασιστικό στοιχείο στο πλαίσιο της ανάλυσης που καλείται να διενεργήσει το αντίστοιχο εθνικό δικαστήριο ως προς το ζήτημα αν η σχετική με το κόστος της πίστωσης ρήτρα της ως άνω σύμβασης είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, υπό την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 93/13. Αν τούτο δεν συμβαίνει, το εθνικό δικαστήριο είναι ελεύθερο να εκτιμήσει την καταχρηστικότητα μιας τέτοιας ρήτρας κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής (βλ., στο ίδιο πνεύμα, διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Pohotovosť,C‑76/10, EU:C:2010:685, σκέψεις 71 και 72).

      Σημειωτέον επίσης ότι πρέπει να εξομοιωθεί με την περίπτωση της μη αναγραφής του ΣΕΠΕ σε σύμβαση πίστωσης και μια περίπτωση, όπως αυτή της υπόθεσης της κύριας δίκης, όπου η σύμβαση περιέχει απλώς και μόνο μια μαθηματική εξίσωση για τον υπολογισμό του ΣΕΠΕ, χωρίς τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση του εν λόγω υπολογισμού.

      Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, ο καταναλωτής γνωρίζει πλήρως τους όρους της μελλοντικής εκτέλεσης της σύμβασης που υπέγραψε και, κατ’ επέκταση, ότι έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν την έκταση της δέσμευσής του.

      (βλ. σκέψεις 65-68, διατακτ. 3)

    Top