Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0284

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 6ης Μαρτίου 2018.
    Slowakische Republik κατά Achmea BV.
    Προδικαστική παραπομπή – Διμερής επενδυτική συμφωνία συναφθείσα το 1991 μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Τσεχικής και Σλοβακικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και παραμένουσα σε ισχύ μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Σλοβακικής Δημοκρατίας – Διάταξη επιτρέπουσα σε επενδυτή ενός συμβαλλομένου μέρους να προσφύγει σε διαιτητικό δικαστήριο σε περίπτωση δικαστικής διαφοράς με το έτερο συμβαλλόμενο μέρος – Συμβατότητα με τα άρθρα 18, 267 και 344 ΣΛΕΕ – Έννοια του “δικαστηρίου” – Αυτονομία του δικαίου της Ένωσης.
    Υπόθεση C-284/16.

    Court reports – general

    Υπόθεση C‑284/16

    Slowakische Republik

    κατά

    Achmea BV

    (αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Προδικαστική παραπομπή – Διμερής επενδυτική συμφωνία συναφθείσα το 1991 μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Τσεχικής και Σλοβακικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και παραμένουσα σε ισχύ μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Σλοβακικής Δημοκρατίας – Διάταξη επιτρέπουσα σε επενδυτή ενός συμβαλλομένου μέρους να προσφύγει σε διαιτητικό δικαστήριο σε περίπτωση δικαστικής διαφοράς με το έτερο συμβαλλόμενο μέρος – Συμβατότητα με τα άρθρα 18, 267 και 344 ΣΛΕΕ – Έννοια του “δικαστηρίου” – Αυτονομία του δικαίου της Ένωσης»

    Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 6ης Μαρτίου 2018

    1. Διεθνείς συμφωνίες–Σύναψη–Υποχρέωση διασφαλίσεως του σεβασμού της αυτοτέλειας της έννομης τάξεως της Ένωσης–Περιεχόμενο

      (Άρθρα 2 ΣΕΕ, 4 § 3, εδ. 1, ΣΕΕ και 19 ΣΕΕ· άρθρα 267 ΣΛΕΕ και 344 ΣΛΕΕ)

    2. Προδικαστικά ερωτήματα–Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο–Εθνικό δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ–Έννοια–Διαιτητικό δικαστήριο το οποίο δεν εντάσσεται στο δικαιοδοτικό σύστημα κράτους μέλους–Δεν εμπίπτει

      (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

    3. Διεθνείς συμφωνίες–Συμφωνίες των κρατών μελών–Συμφωνίες προγενέστερες της προσχωρήσεως κράτους μέλους στην Ένωση–Διμερής επενδυτική συμφωνία μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Σλοβακικής Δημοκρατίας–Διάταξη επιτρέπουσα σε επενδυτή ενός συμβαλλομένου μέρους να προσφύγει σε διαιτητικό δικαστήριο σε περίπτωση δικαστικής διαφοράς με το έτερο συμβαλλόμενο μέρος–Αδυναμία υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο επί ζητημάτων που άπτονται του δικαίου της Ένωσης–Δεν επιτρέπεται–Θίγεται η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης

      (Άρθρα 267 ΣΛΕΕ και 344 ΣΛΕΕ)

    1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 32, 34-37)

    2.  Συγκεκριμένα, χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικαίου της Ένωσης είναι η προέλευσή του από αυτόνομη πηγή δικαίου την οποία αποτελούν οι Συνθήκες, η υπεροχή του έναντι του δικαίου των κρατών μελών καθώς και το άμεσο αποτέλεσμα πλήθους διατάξεων που εφαρμόζονται στους πολίτες των κρατών μελών και στα ίδια τα κράτη μέλη. Βάσει των ανωτέρω χαρακτηριστικών έχει διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο πλέγμα αρχών, κανόνων και εννόμων σχέσεων που τελούν σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους και δεσμεύουν αμοιβαία την Ένωση και τα κράτη μέλη της, καθώς και τα κράτη μέλη μεταξύ τους [βλ., συναφώς, γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σκέψεις 165 έως 167 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Πλην όμως, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και των χαρακτηριστικών του δικαίου της Ένωσης που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, το δίκαιο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί τμήμα του ισχύοντος δικαίου σε κάθε κράτος μέλος και ταυτοχρόνως ότι πηγάζει από διεθνή συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών.

      Συνεπώς, για αμφότερους τους λόγους αυτούς, το διαιτητικό δικαστήριο του άρθρου 8 της ΔΕΣ καλείται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να ερμηνεύει, ή ακόμη και να εφαρμόζει, το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, τις διατάξεις που αφορούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες, μεταξύ δε αυτών την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων. Πρέπει, ως εκ τούτου, να εξακριβωθεί, δεύτερον, εάν διαιτητικό δικαστήριο όπως αυτό του άρθρου 8 της ΔΕΣ εντάσσεται στο δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης και, ιδίως, εάν μπορεί να θεωρηθεί ως δικαστήριο κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Πάντως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το διαιτητικό δικαστήριο δεν συνιστά στοιχείο του δικαιοδοτικού συστήματος που ισχύει στις Κάτω Χώρες και τη Σλοβακία. Εξάλλου, αυτός ακριβώς ο εξαιρετικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού, σε σχέση με αυτήν των δικαστηρίων των δύο αυτών κρατών μελών, συνιστά έναν από τους βασικούς λόγους υπάρξεως του άρθρου 8 της ΔΕΣ. Το χαρακτηριστικό αυτό του επίμαχου στην κύρια δίκη διαιτητικού δικαστηρίου συνεπάγεται ότι αυτό δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να χαρακτηρισθεί ως δικαστήριο «κράτους μέλους», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

      (βλ. σκέψεις 33, 41-43, 45, 46)

    3.  Τα άρθρα 267 και 344 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αποκλείουν διάταξη διεθνούς συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ των κρατών μελών, όπως είναι το άρθρο 8 της Συμφωνίας για την αμοιβαία ενίσχυση και προστασία των επενδύσεων μεταξύ του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Τσεχικής και Σλοβακικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, δυνάμει της οποίας επενδυτής ενός από αυτά τα κράτη μέλη μπορεί, σε περίπτωση διαφοράς που αφορά επενδύσεις στο άλλο κράτος μέλος, να κινήσει διαδικασία κατά του κράτους μέλους αυτού ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου του οποίου τη δικαιοδοσία έχει αναλάβει την υποχρέωση να αποδεχθεί αυτό το κράτος μέλος.

      Βεβαίως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, διεθνής συμφωνία, η οποία προβλέπει τη σύσταση δικαιοδοτικού οργάνου επιφορτισμένου με την ερμηνεία των διατάξεών της και του οποίου οι αποφάσεις δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου, δεν είναι, κατ’ αρχήν, ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, η αρμοδιότητα που έχει η Ένωση στον τομέα των διεθνών σχέσεων και η ικανότητά της να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες συνεπάγεται κατά λογική αναγκαιότητα τη δυνατότητά της να δεσμεύεται από αποφάσεις δικαιοδοτικού οργάνου που έχει συσταθεί ή ορισθεί δυνάμει τέτοιων συμφωνιών, όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεών τους, υπό την προϋπόθεση σεβασμού της αυτονομίας της Ένωσης και της έννομης τάξεώς της [βλ., συναφώς, γνωμοδοτήσεις 1/91 (Συμφωνία ΕΟΧ – I), της 14ης Δεκεμβρίου 1991, EU:C:1991:490, σκέψεις 40 και 70, 1/09 (Συμφωνία περί δημιουργίας ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), της 8ης Μαρτίου 2011, EU:C:2011:123, σκέψεις 74 και 76, καθώς και 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σκέψεις 182 και 183]. Ωστόσο, εν προκειμένω, πέραν του γεγονότος ότι οι διαφορές που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του διαιτητικού δικαστηρίου που αναφέρεται στο άρθρο 8 της ΔΕΣ δύνανται να αφορούν την ερμηνεία τόσο της συμφωνίας αυτής όσο και του δικαίου της Ένωσης, η δυνατότητα υπαγωγής των διαφορών αυτών σε οργανισμό που δεν συνιστά στοιχείο του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης προβλέπεται από συμφωνία η οποία συνήφθη όχι από την Ένωση, αλλά από κράτη μέλη. Το εν λόγω άρθρο 8 μπορεί όμως να θέσει εν αμφιβόλω, πέραν της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, τη διατήρηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα του δικαίου που θεσπίζουν οι Συνθήκες, η οποία διασφαλίζεται μέσω της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν είναι συμβατό με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 8 της ΔΕΣ θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης.

      (βλ. σκέψεις 57-60 και διατακτ.)

    Top