Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0101

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 19ης Οκτωβρίου 2017.
    SC Paper Consult SRL κατά Direcţia Regională a Finanţelor Publice Cluj-Napoca και Administraţia Judeţeană a Finanţelor Publice Bistriţa Năsăud.
    Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Δικαίωμα εκπτώσεως – Προϋποθέσεις ασκήσεως – Άρθρο 273 – Εθνικά μέτρα – Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής – Τιμολόγιο εκδοθέν από φορολογούμενο που έχει κηρυχθεί “ανενεργός” από τη φορολογική αρχή – Κίνδυνος φοροδιαφυγής – Άρνηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος εκπτώσεως – Αναλογικότητα – Άρνηση συνεκτιμήσεως στοιχείων που αποδεικνύουν ότι δεν υφίσταται φοροδιαφυγή ή απώλεια φορολογικών εσόδων – Διαχρονικός περιορισμός των αποτελεσμάτων της εκδοθησομένης αποφάσεως – Δεν συντρέχει λόγος.
    Υπόθεση C-101/16.

    Υπόθεση C‑101/16

    SC Paper Consult SRL

    κατά

    Direcţia Regională a Finanţelor Publice Cluj-Napoca
    και
    Administraţia Judeţeană a Finanţelor Publice Bistriţa Năsăud

    (αίτηση του Curtea de Apel Cluj για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Δικαίωμα εκπτώσεως – Προϋποθέσεις ασκήσεως – Άρθρο 273 – Εθνικά μέτρα – Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής – Τιμολόγιο εκδοθέν από φορολογούμενο που έχει κηρυχθεί “ανενεργός” από τη φορολογική αρχή – Κίνδυνος φοροδιαφυγής – Άρνηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος εκπτώσεως – Αναλογικότητα – Άρνηση συνεκτιμήσεως στοιχείων που αποδεικνύουν ότι δεν υφίσταται φοροδιαφυγή ή απώλεια φορολογικών εσόδων – Διαχρονικός περιορισμός των αποτελεσμάτων της εκδοθησομένης αποφάσεως – Δεν συντρέχει λόγος»

    Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 19ης Οκτωβρίου 2017

    1. Εναρμόνιση των φορολογικών νομοθεσιών–Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας–Έκπτωση του φόρου εισροών–Εθνική ρύθμιση αποκλείουσα το δικαίωμα προς έκπτωση σε περίπτωση δικαιοπραξίας συναφθείσας με φορολογούμενο που έχει κηρυχθεί ανενεργός–Υποχρεώσεις του υποκειμένου στο φόρο–Ενημέρωση μέσω ενός δημόσιου καταλόγου φορολογουμένων που έχουν κηρυχθεί ανενεργοί από τη φορολογική αρχή–Συστηματική και οριστική άρνηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος προς έκπτωση, χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αποδείξεως του ότι δεν υφίσταται φοροδιαφυγή ή απώλεια φορολογικών εσόδων–Δεν επιτρέπεται

      (Οδηγία 2006/112 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2010/45)

    2. Προδικαστικά ερωτήματα–Ερμηνεία–Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας–Αναδρομική ισχύς–Περιορισμός από το Δικαστήριο–Προϋποθέσεις–Καλή πίστη των ενδιαφερομένων–Απαιτήσεις–Συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων

      (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

    1.  Η οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα προς έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας σε υποκείμενο στον φόρο για τον λόγο ότι ο επιχειρηματίας που του παρέσχε υπηρεσία βάσει τιμολογίου στο οποίο περιλαμβάνονται χωριστά η σχετική δαπάνη και ο φόρος προστιθέμενης αξίας έχει κηρυχθεί ανενεργός από τη φορολογική αρχή κράτους μέλους, όταν η πληροφορία αυτή είναι δημοσίως γνωστή και προσβάσιμη μέσω του διαδικτύου σε κάθε υποκείμενο στον φόρο εντός του κράτους αυτού, σε περίπτωση που η ως άνω άρνηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος προς έκπτωση είναι συστηματική και οριστική, αποκλειομένης της δυνατότητας να αποδειχθεί ότι δεν υφίσταται φοροδιαφυγή ή απώλεια φορολογικών εσόδων.

      Κατά το άρθρο 273, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/112, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν και άλλες υποχρεώσεις, πέραν των προβλεπομένων από την οδηγία αυτή, όταν τις κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής εισπράξεως του ΦΠΑ και την αποφυγή της απάτης.

      Εντούτοις, τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη δεν πρέπει να βαίνουν πέραν του αναγκαίου ορίου για την επίτευξη τέτοιων σκοπών. Κατά συνέπεια, τέτοια μέτρα δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται με τρόπο που να θέτει συστηματικά υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ και, ως εκ τούτου, την ουδετερότητα του ΦΠΑ (αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2000, Gabalfrisa κ.λπ., C‑110/98 έως C‑147/98, EU:C:2000:145, σκέψη 52, καθώς και της 21ης Ιουνίου 2012, Mahagében και Dávid, C‑80/11 και C‑142/11, EU:C:2012:373, σκέψη 57).

      Το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένα ότι η διοίκηση δεν μπορεί να επιβάλλει στον υποκείμενο στον φόρο την υποχρέωση να προβαίνει σε περίπλοκους και σε βάθος ελέγχους σχετικά με τον προμηθευτή του, μεταφέροντας στην πράξη στον ίδιο το βάρος της διενέργειας πράξεων ελέγχου στις οποίες εναπόκειται στη διοίκηση αυτή να προβεί (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 2012, Mahagében και Dávid, C‑80/11 και C‑142/11, EU:C:2012:373, σκέψη 65, καθώς και της 31ης Ιανουαρίου 2013, Stroy trans, C‑642/11, EU:C:2013:54, σκέψη 50).

      Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει να απαιτείται από τον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία να λάβει οποιοδήποτε μέτρο θα μπορούσε ευλόγως να του ζητηθεί προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η πράξη την οποία αυτός πραγματοποιεί δεν έχει ως αποτέλεσμα τη συμμετοχή του σε φοροδιαφυγή (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Teleos κ.λπ., C‑409/04, EU:C:2007:548, σκέψεις 65 και 68, καθώς και της 21ης Ιουνίου 2012, Mahagében και Dávid, C‑80/11 και C‑142/11, EU:C:2012:373, σκέψη 54).

      Η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση δεν μεταφέρει στον υποκείμενο στον φόρο το βάρος της διενέργειας πράξεων ελέγχου στις οποίες εναπόκειται στη διοίκηση να προβεί, αλλά απλώς τον ενημερώνει περί του αποτελέσματος μιας διοικητικής έρευνας από την οποία προκύπτει ότι ο φορολογούμενος που έχει κηρυχθεί ανενεργός δεν μπορεί πλέον να ελεγχθεί από την αρμόδια διοίκηση, διότι ο φορολογούμενος αυτός είτε δεν τηρεί τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που προβλέπονται από τον νόμο είτε επειδή έχει δηλώσει πληροφορίες περί της καταστατικής του έδρας που δεν παρέχουν τη δυνατότητα στην οικεία φορολογική αρχή να την εντοπίσει, ή ακόμη επειδή δεν ασκεί τη δραστηριότητά του στην καταστατική του έδρα ή στη φορολογική κατοικία που έχει δηλώσει. Πράγματι, η μόνη υποχρέωση που επιβάλλεται στον υποκείμενο στον φόρο είναι να ενημερώνεται από τον κατάλογο των φορολογουμένων που κηρύσσονται ανενεργοί ο οποίος αναρτάται στην έδρα της αρμόδιας διοικήσεως και δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο της υπηρεσίας αυτής, όταν μάλιστα μια τέτοια εξακρίβωση είναι ευχερής.

      Η έλλειψη δυνατότητας, όμως, του υποκειμένου στον φόρο να αποδείξει ότι οι εμπορικές συναλλαγές με τον επιχειρηματία που έχει κηρυχθεί ανενεργός πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από την οδηγία 2006/112 και, ιδίως, ότι ο ΦΠΑ όντως καταβλήθηκε στο δημόσιο ταμείο από τον εν λόγω επιχειρηματία υπερβαίνει το όριο που είναι αναγκαίο προς επίτευξη του θεμιτού σκοπού τον οποίο επιδιώκει η οδηγία αυτή.

      (βλ. σκέψεις 49-54, 60, 61 και διατακτ.)

    2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 64-67)

    Top