Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0636

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 26ης Ιανουαρίου 2017.
    Roca Sanitario, SA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναίρεσης – Συμπράξεις – Βελγική, γερμανική, γαλλική, ιταλική, ολλανδική και αυστριακή αγορά ειδών υγιεινής για μπάνια – Συντονισμός τιμών πώλησης και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του 2006 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Αρχή της ίσης μεταχείρισης – Αναλογικότητα – Άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας.
    Υπόθεση C-636/13 P.

    Court reports – general

    Υπόθεση C‑636/13 P

    Roca Sanitario SA

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    «Αίτηση αναίρεσης – Συμπράξεις – Βελγική, γερμανική, γαλλική, ιταλική, ολλανδική και αυστριακή αγορά ειδών υγιεινής για μπάνια – Συντονισμός τιμών πώλησης και ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων του 2006 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Αρχή της ίσης μεταχείρισης – Αναλογικότητα – Άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας»

    Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
    της 26ης Ιανουαρίου 2017

    1. Ανταγωνισμός–Πρόστιμα–Ύψος–Δικαστικός έλεγχος–Πλήρης δικαιοδοσία–Έλεγχος της νομιμότητας–Έκταση και όρια

      (Άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

    2. Ένδικη διαδικασία–Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας–Προϋποθέσεις–Περαιτέρω ανάπτυξη υφιστάμενου λόγου–Δεν υφίσταται–Απαράδεκτο

      [Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 48 § 2]

    3. Αναίρεση–Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου–Αμφισβήτηση, για λόγους επιείκειας, της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το ύψος των προστίμων που έχουν επιβληθεί σε επιχειρήσεις οι οποίες παρέβησαν τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης–Δεν εμπίπτει

      (Άρθρα 256 ΣΛΕΕ και 261 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

    4. Ανταγωνισμός–Πρόστιμα–Ύψος–Καθορισμός–Καθορισμός του βασικού ποσού–Σοβαρότητα της παραβάσεως–Τέλος εισόδου–Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη–Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας

      (Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 21, 23 και 25)

    5. Ανταγωνισμός–Πρόστιμα–Ύψος–Καθορισμός–Κριτήρια–Σοβαρότητα της παραβάσεως–Στοιχεία εκτιμήσεως

      (Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 19 έως 23 και 25)

    6. Ανταγωνισμός–Πρόστιμα–Ύψος–Καθορισμός–Δικαστικός έλεγχος–Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης–Περιεχόμενο–Όρια–Τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως–Συνεκτίμηση των διαφορών και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων

      (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 20 και 21· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 13, 19 έως 22, 25, 28 και 29)

    7. Αναίρεση–Λόγοι–Πλημμελές σκεπτικό αποφάσεως λόγω παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης–Διατακτικό βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους–Απόρριψη

      (Άρθρο 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

    8. Αναίρεση–Λόγοι–Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων–Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου τους

      (Άρθρο 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

    1.  Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες επιβάλλεται πρόστιμο για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να προβαίνει στον έλεγχο της νομιμότητας που εμπίπτει στην αρμοδιότητά του βάσει των στοιχείων που προσκομίζει ο προσφεύγων προς στήριξη των λόγων που προβάλλει. Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, ο δικαστής δεν μπορεί να στηρίζεται στο περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει η Επιτροπή ούτε όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή των κριτηρίων τα οποία προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές ούτε όσον αφορά την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, προκειμένου να παραιτηθεί από τη διενέργεια εμπεριστατωμένου ελέγχου τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών ζητημάτων.

      Ο έλεγχος νομιμότητας συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που του αναγνωρίζεται από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν.

      Ωστόσο, η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο και η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης διεξάγεται κατ’ αντιμωλία. Με την εξαίρεση των λόγων δημοσίας τάξεως τους οποίους ο δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, όπως είναι η απουσία αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, απόκειται στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί λόγους ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής και να προσκομίσει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων αυτών.

      (βλ. σκέψεις 32-34)

    2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 35-37)

    3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψη 47)

    4.  Για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια της παραβάσεως και όλα τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να εκτιμηθεί η σοβαρότητά της. Στα στοιχεία αυτά συγκαταλέγονται η συμπεριφορά εκάστης των επιχειρήσεων, ο ρόλος τους στη δημιουργία της συμπράξεως, το κέρδος που μπόρεσαν να αποκομίσουν από αυτή, το μέγεθός τους και η αξία των σχετικών εμπορευμάτων, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις αυτού του είδους για τους σκοπούς της Ένωσης.

      Το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν ανήκε στον «σκληρό πυρήνα» της συμπράξεως, επειδή δεν είχε συμβάλει στη δημιουργία της και στη διατήρησή της, δεν σημαίνει εν πάση περιπτώσει ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να θεωρήσει μη ενδεδειγμένους ή υπερβολικά υψηλούς τους συντελεστές «σοβαρότητας της παράβασης» και «επιπρόσθετου ποσού» ύψους 15 %, διότι το ποσοστό αυτό δικαιολογείται από τη φύση και μόνο της επίμαχης παράβασης, η οποία συνίστατο στον συντονισμό των αυξήσεων των τιμών. Συγκεκριμένα, η παράβαση αυτή συγκαταλέγεται στους πλέον σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού, κατά την έννοια των σημείων 23 και 25 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003, ο δε συντελεστής 15 % είναι ο χαμηλότερος στην κλίμακα των κυρώσεων που προβλέπεται για τέτοιες παραβάσεις στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί βασίμως να κρίνει ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθορίζοντας τους συντελεστές «σοβαρότητας της παράβασης» και «επιπρόσθετου ποσού» σε 15 %, παρά το μειωμένο γεωγραφικό εύρος της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην επίμαχη παράβαση.

      (βλ. σκέψεις 48, 49, 52-54)

    5.  Το γεωγραφικό εύρος της παράβασης μπορεί μεν να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβίασης των διατάξεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και για τον καθορισμό, εν συνεχεία, του ύψους του προστίμου, πλην όμως το γεγονός ότι μια παράβαση έχει μεγαλύτερο γεωγραφικό εύρος και καλύπτει περισσότερα προϊόντα σε σχέση με άλλη δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι η πρώτη παράβαση, εξεταζόμενη συνολικά και με κριτήριο τη φύση της, πρέπει να χαρακτηριστεί ως σοβαρότερη σε σχέση με τη δεύτερη, ώστε να δικαιολογείται ο καθορισμός υψηλότερων συντελεστών «σοβαρότητας της παράβασης» και «επιπρόσθετου ποσού» σε σχέση με εκείνους που καθορίστηκαν για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε για τη δεύτερη παράβαση.

      (βλ. σκέψη 56)

    6.  Το Γενικό Δικαστήριο επιβάλλεται να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όχι μόνο στο πλαίσιο της εκ μέρους του ασκήσεως του ελέγχου νομιμότητας της αποφάσεως της Επιτροπής περί επιβολής των προστίμων, αλλά και κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του. Πράγματι, η άσκηση της εν λόγω δικαιοδοσίας δεν μπορεί να οδηγεί σε διακρίσεις μεταξύ των επιχειρήσεων που έχουν μετάσχει σε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική αντίθετη προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά τον καθορισμό του ύψους των επιβαλλομένων εις βάρος τους προστίμων.

      Η συνεκτίμηση βάσει της ίδιας αρχής, κατά τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παράβασης, των διαφορών μεταξύ των επιχειρήσεων που έχουν μετάσχει στην ίδια σύμπραξη, ιδίως των διαφορών ως προς το γεωγραφικό εύρος της συμμετοχής τους σε αυτήν, δεν χωρεί υποχρεωτικά κατά τον καθορισμό των συντελεστών «σοβαρότητας της παράβασης» και «επιπρόσθετου ποσού», αλλά και σε μεταγενέστερο στάδιο του υπολογισμού του προστίμου, όπως είναι η προσαρμογή του βασικού ποσού λόγω ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με τα σημεία 28 και 29 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003. Οι διαφορές αυτές μπορούν επίσης να αποτυπωθούν στην αξία των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, καθώς η αξία αυτή εμφαίνει, για κάθε μετέχουσα επιχείρηση, τη σημασία της συμμετοχής της στην παράβαση, σύμφωνα με το σημείο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, κατά το οποίο ως σημείο αφετηρίας για τον υπολογισμό των προστίμων μπορεί να ληφθεί ένα ποσό που αποτυπώνει την οικονομική σημασία της παράβασης και τη βαρύτητα της συμμετοχής της επιχείρησης σε αυτή.

      (βλ. σκέψεις 58-60)

    7.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 62, 63)

    8.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψη 69)

    Top