Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CJ0047

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει το συμβατό μιας κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως – Προσφυγή των ενδιαφερομένων υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις

    (Άρθρα 88 § 2 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 1, στοιχείο η΄, 4 § 3 και 6 § 1)

    2. Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπιστώνει το συμβατό μιας κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως – Προσφυγή των ενδιαφερομένων υπό την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ – Προσδιορισμός του αντικειμένου της προσφυγής

    (Άρθρα 88 § 2 ΕΚ και 230, εδ. 4, ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο η΄, 4 § 3 και 6 § 1)

    3. Αίτηση αναιρέσεως – Λόγοι αναιρέσεως – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των στοιχείων που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά και των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

    (Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

    4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδια ενισχύσεων – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Προκαταρκτική φάση και κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία – Συμβατό ενισχύσεως με την κοινή αγορά – Δυσχέρειες εκτιμήσεως – Υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει την κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία

    (Άρθρο 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)

    5. Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που δεν τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Λόγος απαραδέκτου δημοσίας τάξεως

    (Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

    6. Αίτηση αναιρέσεως – Λόγοι αναιρέσεως – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά την ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

    7. Αίτηση αναιρέσεως – Λόγοι αναιρέσεως – Ανεπαρκής αιτιολογία – Έμμεση αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 36 και 53, εδ. 1)

    Περίληψη

    1. Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οσάκις η Επιτροπή εκδίδει απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ, κρίνει όχι μόνον το μέτρο συμβατό με την κοινή αγορά, αλλά επίσης αρνείται, σιωπηρώς, να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

    Η νομιμότητα αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, εξαρτάται από το κατά πόσον υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα της ενισχύσεως με την κοινή αγορά. Εφόσον τέτοιες αμφιβολίες πρέπει να οδηγούν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, στην οποία μπορούν να μετάσχουν τα κατά το άρθρο 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999 ενδιαφερόμενα μέρη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά κάθε ενδιαφερόμενο μέρος υπό την έννοια της ως άνω διατάξεως. Συγκεκριμένα, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 μπορούν να διασφαλίσουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

    Συνεπώς, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως η ιδιαίτερη ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999, η οποία συναρτάται με το ειδικό αντικείμενο της προσφυγής, αρκεί για την εξατομίκευση, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, του προσφεύγοντος ο οποίος αμφισβητεί απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων.

    Κατά το άρθρο 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659 /1999, ως «ενδιαφερόμενο μέρος» νοείται ειδικότερα κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενισχύσεως, ήτοι ιδίως οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του δικαιούχου της εν λόγω ενισχύσεως. Πρόκειται, δηλαδή, για απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών, πράγμα που δεν αποκλείει το ενδεχόμενο κάποιος έμμεσος ανταγωνιστής του δικαιούχου της ενισχύσεως να μπορεί να χαρακτηριστεί «ενδιαφερόμενο μέρος», εφόσον υποστηρίζει ότι τα συμφέροντά του μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση της ενισχύσεως και αποδεικνύει, επαρκώς κατά νόμο, ότι υπάρχει κίνδυνος η ενίσχυση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς του.

    (βλ. σκέψεις 42-44, 132)

    2. Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, αμφισβητεί κυρίως το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής για την επίμαχη ενίσχυση εκδόθηκε χωρίς το εν λόγω όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα περί ακυρώσεως, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει οποιοδήποτε λόγο ικανό να αποδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με την κοινή αγορά. Πάντως, η προβολή τέτοιων επιχειρημάτων δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής ούτε την τροποποίηση των προϋποθέσεων παραδεκτού. Αντιθέτως, η ύπαρξη αμφιβολιών όσον αφορά τη συμβατότητα αυτή συνιστά ακριβώς το αποδεικτικό στοιχείο που πρέπει να προσκομιστεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ.

    (βλ. σκέψη 50)

    3. Στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών. Η παραμόρφωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

    (βλ. σκέψεις 58-59)

    4. Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή, αν από την προκαταρκτική έρευνα του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ δεν μπορέσει να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση της συμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά, τότε οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίες γνώμες και να κινήσει προς τούτο τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Δεδομένου ότι η έννοια των σοβαρών δυσχερειών έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, η ύπαρξη αυτών των δυσχερειών δεν πρέπει να αναζητηθεί μόνο στις συνθήκες λήψεως του επίμαχου μέτρου, αλλά και στις εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή.

    Στην περίπτωση που το συμβατό ή το ασύμβατο της επίμαχης ενισχύσεως μπορεί να επηρεασθεί άμεσα από ασυμφωνία μεταξύ δύο εθνικών νομοθετημάτων στο επίπεδο του εθνικού δικαίου, η εν λόγω ασυμφωνία πρέπει αντικειμενικά να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά.

    Η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη μια ενδεχόμενη φαινομενική ασυμφωνία μεταξύ δύο εθνικών νομοθετημάτων, ήτοι ενός νόμου και διοικητικών οδηγιών, ιδίως όταν προκύπτει ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων περιλαμβάνει, στο επίπεδο του νόμου που το θεσπίζει, ένα περιορισμό ο οποίος δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του προς την κοινή αγορά.

    (βλ. σκέψεις 70-71, 79-80, 85)

    5. Το κριτήριο, που εξαρτά το παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά αποφάσεως της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης από την προϋπόθεση ότι η απόφαση αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά, συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, τον οποίο τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα μπορούν να εξετάσουν ανά πάσα στιγμή, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, συμπεριλαμβανομένης και της λήψεως μέτρων για την πληρέστερη πληροφόρησή τους.

    (βλ. σκέψεις 97-98)

    6. Μόνον αρμόδιο να κρίνει αν συντρέχει ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει αναφορικά με τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται είναι το Γενικό Δικαστήριο. Ο αποδεικτικός ή μη χαρακτήρας των στοιχείων της δικογραφίας εμπίπτει στην κυριαρχική του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία εκφεύγει του ελέγχου του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της αναιρέσεως, εκτός και αν πρόκειται για παραμόρφωση των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων ή αν συντρέχει ουσιαστική ανακρίβεια των διαπιστώσεων του ιδίου που προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας.

    Επομένως, δεν μπορεί να προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο ότι έθεσε στους διαδίκους, πριν από τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής, μια σειρά λεπτομερών ερωτήσεων προκειμένου να συμπληρώσει τα πληροφοριακά στοιχεία που ήδη διέθετε και ότι συνήγαγε ορισμένα συμπεράσματα από τις απαντήσεις που έδωσαν οι διάδικοι στις ερωτήσεις αυτές στο πλαίσιο εγκύρως προβληθέντων από αυτούς ισχυρισμών.

    Ομοίως, δεν μπορεί να προσάπτεται σ’ αυτό, κατά το στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι δεν έλαβε άλλα μέτρα οργανώσεως τα οποία οι διάδικοι δεν του ζήτησαν να λάβει κατά το στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και τα οποία δεν περιγράφουν επακριβώς στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετικής.

    (βλ. σκέψεις 99-100)

    7. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων, που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο από τα άρθρα 36 και 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεν του επιβάλλει να διατυπώνει σκεπτικό που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο.

    (βλ. σκέψη 104)

    Top