EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0210

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση C-210/06

Cartesio Oktató és Szolgáltató bt

(αίτηση του Szegedi Ítélőtábla για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Μεταφορά της έδρας εταιρίας σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό της συστάσεώς της — Αίτηση τροποποιήσεως της σχετικής με την έδρα εγγραφής στο μητρώο εταιριών — Απόρριψη — Έφεση κατ’ αποφάσεως δικαστηρίου επιφορτισμένου με την τήρηση του μητρώου εταιριών — Άρθρο 234 ΕΚ — Προδικαστική παραπομπή — Παραδεκτό — Έννοια του όρου “δικαστήριο” — Έννοια του όρου “δικαστήριο κράτους μέλους του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου” — Έφεση κατ’ αποφάσεως διατάσσουσας την προδικαστική παραπομπή — Εξουσία του δικάζοντος κατ’ έφεση δικαστή να ανακαλέσει την απόφαση αυτή — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Άρθρα 43 ΕΚ και 48 ΕΚ»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro της 22ας Μαΐου 2008   I ‐ 9647

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Δεκεμβρίου 2008   I ‐ 9664

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Προδικαστικά ερωτήματα – Υποβολή στο Δικαστήριο – Εθνικό δικαστήριο υπό την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ – Έννοια

    (Άρθρο 234 ΕΚ)

  2. Προδικαστικά ερωτήματα – Παραδεκτό – Όρια

    (Άρθρο 234 ΕΚ)

  3. Προδικαστικά ερωτήματα – Υποβολή στο Δικαστήριο – Υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής

    (Άρθρο 234, εδ. 3, ΕΚ)

  4. Προδικαστικά ερωτήματα – Υποβολή στο Δικαστήριο – Αρμοδιότητες των εθνικών δικαστηρίων

    (Άρθρο 234 ΕΚ)

  5. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως

    (Άρθρα 43 ΕΚ και 48 ΕΚ)

  1.  Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται εφέσεως κατ’ αποφάσεως εκδοθείσας από δικαστήριο επιφορτισμένο με την τήρηση του μητρώου εταιριών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση περί τροποποιήσεως μιας καταχωρίσεως στο μητρώο αυτό, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως δικαστήριο που δύναται να υποβάλει αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 234 ΕΚ, παρά το γεγονός ότι ούτε η εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ούτε η εκδίκαση της εν λόγω εφέσεως από το αιτούν δικαστήριο γίνεται κατ’ αντιμωλία.

    Συγκεκριμένα, μολονότι, όταν ενεργεί ως διοικητική αρχή χωρίς συγχρόνως να καλείται να επιλύσει μια διαφορά, το επιφορτισμένο με την τήρηση ενός μητρώου δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία, αντιθέτως, δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται εφέσεως κατ’ αποφάσεως κατώτερου δικαστηρίου επιφορτισμένου με την τήρηση ενός μητρώου, με την οποία απορρίπτεται μια τέτοια αίτηση εγγραφής, εφόσον η έφεση αυτή έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, η οποία φέρεται ότι προσβάλλει δικαίωμα του αιτούντος, επιλαμβάνεται ένδικης διαφοράς και επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το αποφαινόμενο κατ’ έφεση δικαστήριο πρέπει να θεωρηθεί ως δικαστήριο, υπό την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ, το οποίο έχει την εξουσία να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

    (βλ. σκέψεις 57-59, 63, διατακτ. 1)

  2.  Τα σχετικά με την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου που αυτό έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, απολαύουν τεκμηρίου λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν.

    Το εν λόγω τεκμήριο λυσιτέλειας δεν ανατρέπεται από το ότι, όσον αφορά προδικαστικό ερώτημα το οποίο αφορά τον χαρακτηρισμό ενός δικαστηρίου ως δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, υπό την έννοια του άρθρου 234, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, το εν λόγω δικαστήριο έχει ήδη υποβάλει το προδικαστικό του ερώτημα στο Δικαστήριο. Θα αντέβαινε στο πνεύμα συνεργασίας που πρέπει να επικρατεί στις σχέσεις μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου καθώς και στις επιταγές της οικονομίας της διαδικασίας το να απαιτείται από το εθνικό δικαστήριο να υποβάλει πρώτα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως με την οποία να τίθεται μόνον το ζήτημα αν το αιτούν δικαστήριο περιλαμβάνεται μεταξύ των δικαστηρίων του άρθρου 234, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, προτού βρεθεί ενδεχομένως στην ανάγκη να υποβάλει, στη συνέχεια και με δεύτερη αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, ερωτήματα σχετικά με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που αφορούν την ουσία της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

    Το εν λόγω τεκμήριο λυσιτέλειας ωσαύτως δεν ανατρέπεται σε περίπτωση αβεβαιότητας όσον αφορά την υποθετική φύση της διαφοράς. Τέτοια αβεβαιότητα υφίσταται εφόσον τα στοιχεία που διαθέτει το Δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί επί του ενδεχομένου ασυμβιβάστου μιας εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, αφορώσας την άσκηση εφέσεως κατ’ αποφάσεως διατάσσουσας προδικαστική παραπομπή, προς το άρθρο 234 ΕΚ δεν καθιστούν δυνατό να διαπιστωθεί ότι η εν λόγω απόφαση δεν αποτέλεσε ή δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει αντικείμενο εφέσεως και, ως εκ τούτου, έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, οπότε το ζήτημα του ασυμβιβάστου αυτού έχει πράγματι αποκτήσει υποθετικό χαρακτήρα.

    (βλ. σκέψεις 67, 70, 73, 83-86)

  3.  Δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, υπό την έννοια του άρθρου 234, τρίτο εδάφιο, ΕΚ, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες το δικονομικό σύστημα στο πλαίσιο του οποίου πρέπει να κριθεί η εν λόγω ένδικη διαφορά επιβάλλει περιορισμούς όσον αφορά τη φύση των ισχυρισμών που μπορούν να προβληθούν ενώπιον ενός τέτοιου δικαστηρίου, οι οποίοι πρέπει να αντλούνται από παράβαση νόμου.

    Συγκεκριμένα, οι περιορισμοί αυτοί, όπως και η έλλειψη ανασταλτικού αποτελέσματος της αιτήσεως αναιρέσεως, δεν έχουν ως αποτέλεσμα να στερούν από τους διαδίκους που παρέστησαν ενώπιον δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις υπόκεινται σε τέτοια αίτηση αναιρέσεως τη δυνατότητα αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματός τους να υποβάλουν την εν λόγω αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, αποφαινομένου επί της ως άνω ένδικης διαφοράς. Συνεπώς, οι περιορισμοί αυτοί και αυτή η έλλειψη ανασταλτικού αποτελέσματος δεν σημαίνουν ότι το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να χαρακτηρισθεί ως δικαστήριο εκδίδον απόφαση μη υποκείμενη σε ένδικα μέσα.

    (βλ. σκέψεις 77-79, διατακτ. 2)

  4.  Εφόσον οι κανόνες του εθνικού δικαίου που αφορούν το δικαίωμα εφέσεως κατ’ αποφάσεως διατάσσουσας την προδικαστική παραπομπή προβλέπουν ότι ολόκληρη η υπόθεση της κύριας δίκης παραμένει εκκρεμής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, μόνο δε η απόφαση περί παραπομπής αποτελεί αντικείμενο περιορισμένης εφέσεως, το άρθρο 234, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ έχει την έννοια ότι η αρμοδιότητα την οποία απονέμει η διάταξη αυτή της Συνθήκης σε κάθε εθνικό δικαστήριο να διατάσσει την προδικαστική παραπομπή ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από την εφαρμογή τέτοιων κανόνων οι οποίοι επιτρέπουν στο κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο να μεταρρυθμίσει την απόφαση η οποία διατάσσει την προδικαστική παραπομπή ενώπιον του Δικαστηρίου, να καταργήσει την παραπομπή αυτή και να διατάξει το δικαστήριο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση να επαναλάβει την ανασταλείσα εσωτερικού δικαίου διαδικασία.

    Συγκεκριμένα, μολονότι το άρθρο 234 ΕΚ δεν απαγορεύει να εξακολουθούν να υπόκεινται στα προβλεπόμενα από το εθνικό δίκαιο τακτικά ένδικα μέσα οι υποβάλλουσες προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο αποφάσεις ενός δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις υπόκεινται στα ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, η έκβαση ενός τέτοιου ενδίκου μέσου δεν πρέπει να περιορίζει την αρμοδιότητα που απονέμει το άρθρο 234 ΕΚ στο εν λόγω δικαστήριο προς υποβολή ερωτήματος στο Δικαστήριο, αν θεωρεί ότι εκκρεμής ενώπιόν του υπόθεση θέτει ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία διατάξεων του κοινοτικού δικαίου τα οποία απαιτούν την έκδοση αποφάσεως του Δικαστηρίου.

    Εξάλλου, σε περίπτωση που μια υπόθεση εκκρεμεί για δεύτερη φορά ενώπιον πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αφού η εκδοθείσα από αυτό απόφαση εξαφανίστηκε κατόπιν αποφάσεως ανωτάτου δικαστηρίου, το εν λόγω πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραμένει ελεύθερο να υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, παρά την ύπαρξη κανόνα του εσωτερικού δικαίου που δεσμεύει τα δικαστήρια ως προς τη νομική εκτίμηση στην οποία προβαίνει ένα ιεραρχικώς ανώτερο δικαστήριο.

    Σε περίπτωση εφαρμογής κανόνων του εθνικού δικαίου σχετικών με το δικαίωμα εφέσεως κατ’ αποφάσεως διατάσσουσας την προδικαστική παραπομπή, χαρακτηριζόμενων από το ότι ολόκληρη η υπόθεση της κύριας δίκης παραμένει εκκρεμής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, μόνο δε η απόφαση περί παραπομπής αποτελεί αντικείμενο περιορισμένης εφέσεως, η αυτοτελής αρμοδιότητα για την υποβολή ερωτήματος στο Δικαστήριο την οποία το άρθρο 234 ΕΚ απονέμει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση αν το κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο, μεταρρυθμίζοντας την απόφαση που διατάσσει την προδικαστική παραπομπή, καταργώντας την παραπομπή αυτή και διατάσσοντας το δικαστήριο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση να συνεχίσει την ανασταλείσα διαδικασία, μπορούσε να εμποδίσει το αιτούν δικαστήριο να ασκήσει την ευχέρεια υποβολής ερωτήματος στο Δικαστήριο την οποία του απονέμει η Συνθήκη ΕΚ.

    Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 234 ΕΚ, η εκτίμηση της λυσιτέλειας και της αναγκαιότητας του προδικαστικού ερωτήματος αποτελεί, κατ’ αρχήν, αποκλειστικώς και μόνον ευθύνη του αιτούντος δικαστηρίου το οποίο διατάσσει την προδικαστική παραπομπή, υπό την επιφύλαξη του περιορισμένου ελέγχου τον οποίο διενεργεί το Δικαστήριο. Επομένως, στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται να αντλήσει τις συνέπειες μιας εφετειακής αποφάσεως εκδοθείσας κατά της αποφάσεως που διατάσσει την προδικαστική παραπομπή και, ειδικότερα, να καταλήξει ότι πρέπει είτε να εμμείνει στην αίτησή του εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είτε να την τροποποιήσει είτε να την αποσύρει.

    Συνεπώς, σε περίπτωση που μπορεί να μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, το Δικαστήριο, και χάριν της σαφηνείας και της ασφαλείας δικαίου, δεσμεύεται από την απόφαση που διέταξε την προδικαστική παραπομπή, η οποία πρέπει να παράγει τα αποτελέσματά της καθόσον δεν έχει ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί από το δικαστήριο που την εξέδωσε, δεδομένου ότι μόνον το δικαστήριο αυτό μπορεί να αποφασίσει αυτή την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση.

    (βλ. σκέψεις 93-98, διατακτ. 3)

  5.  Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, τα άρθρα 43 ΕΚ και 48 ΕΚ έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν την κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία εμποδίζει την εταιρία που έχει συσταθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους αυτού να μεταφέρει την έδρα της εντός άλλου κράτους μέλους, διατηρώντας συγχρόνως την ιδιότητα της εταιρίας που διέπεται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του οποίου συνεστήθη.

    Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 48 ΕΚ, ελλείψει ομοιόμορφου ορισμού κατά το κοινοτικό δίκαιο των εταιριών που πρέπει να απολαύουν του δικαιώματος εγκαταστάσεως, με γνώμονα ένα ενιαίο κριτήριο περί του συνδετικού στοιχείου το οποίο να καθορίζει το εφαρμοστέο ως προς την εταιρία εθνικό δίκαιο, το ζήτημα αν το άρθρο 43 ΕΚ έχει εφαρμογή σε εταιρία η οποία επικαλείται τη θεμελιώδη ελευθερία την οποία καθιερώνει το άρθρο αυτό, όπως και το ζήτημα αν ένα φυσικό πρόσωπο είναι υπήκοος κράτους μέλους και μπορεί, εκ του λόγου αυτού, να απολαύει της ελευθερίας αυτής, συνιστά προκριματικό ζήτημα το οποίο, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, μπορεί να τύχει απαντήσεως μόνο στο πλαίσιο του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Συνεπώς, μόνον αν έχει εξακριβωθεί ότι η εταιρία αυτή απολαύει πράγματι της ελευθερίας εγκαταστάσεως, υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 48 ΕΚ τίθεται το ζήτημα αν η εν λόγω εταιρία υφίσταται περιορισμό της ελευθερίας αυτής, υπό την έννοια του άρθρου 43 ΕΚ.

    Έτσι, ένα κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να προσδιορίζει τόσο το συνδετικό στοιχείο που απαιτείται από μια εταιρία προκειμένου αυτή να μπορεί να θεωρηθεί ως συσταθείσα σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο και δυνάμενη, εκ του λόγου αυτού, να απολαύει του δικαιώματος εγκαταστάσεως όσο και το στοιχείο που απαιτείται για να διατηρηθεί στη συνέχεια η ιδιότητα αυτή. Η εν λόγω ευχέρεια περιλαμβάνει τη δυνατότητα του κράτους μέλους αυτού να μην επιτρέπει σε εταιρία που διέπεται από το εθνικό του δίκαιο να διατηρήσει την ιδιότητα αυτή, οσάκις σκοπεύει να αναδιοργανωθεί εντός άλλου κράτους μέλους διά της μεταφοράς της έδρας της στην επικράτεια αυτού, εξαλείφοντας έτσι το συνδετικό στοιχείο που προβλέπει το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους συστάσεως.

    Επιπλέον, οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών που αφορούν τον τόπο με τον οποίο συνδέονται οι εταιρίες δεν έχουν αποτελέσει μέχρι σήμερα αντικείμενο των νομοθετικών εργασιών και των εργασιών για τη σύναψη συμβάσεως στον τομέα του δικαίου των εταιριών που προβλέπονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 44, παράγραφος 2, στοιχείο ζ’, ΕΚ και 293 ΕΚ και, συνεπώς, δεν έχουν ακόμη εκλείψει κατόπιν των εργασιών αυτών. Βεβαίως, μολονότι ορισμένοι κανονισμοί, όπως ο κανονισμός 2137/85, σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Ομίλου Οικονομικού Σκοπού (ΕΟΟΣ), ο κανονισμός 2157/2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας, και ο κανονισμός 1435/2003, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρίας, οι οποίοι έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 308 ΕΚ, όντως προβλέπουν μηχανισμό ο οποίος παρέχει στις νέες νομικές οντότητες τις οποίες θεσπίζουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν την καταστατική τους έδρα και, συνεπώς, και την πραγματική τους έδρα, δεδομένου ότι οι δύο αυτές έδρες πρέπει να βρίσκονται εντός του ίδιου κράτους μέλους, σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς τούτο να συνεπάγεται τη λύση του αρχικού νομικού προσώπου ούτε τη δημιουργία νέου νομικού προσώπου, ωστόσο η μεταφορά αυτή συνεπάγεται κατ’ ανάγκη μεταβολή όσον αφορά το εφαρμοστέο στη νομική οντότητα που προβαίνει στη μεταφορά εθνικό δίκαιο.

    Εφόσον μια εταιρία επιθυμεί αποκλειστικώς να μεταφέρει την πραγματική έδρα της από ένα κράτος μέλος σε άλλο, παραμένοντας εταιρία του ημεδαπού δικαίου και, συνεπώς, χωρίς μεταβολή όσον αφορά το εθνικό δίκαιο που τη διέπει, η mutatis mutandis εφαρμογή των κανονισμών αυτών δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να καταλήξει στο αναμενόμενο αποτέλεσμα σε τέτοια περίπτωση.

    (βλ. σκέψεις 109-110, 114-115, 117, 119, διατακτ. 4)

Top