Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CJ0334

    Περίληψη της αποφάσεως

    Υπόθεση C-334/07 P

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Freistaat Sachsen

    «Αίτηση αναιρέσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Σχέδιο καθεστώτος ενισχύσεων υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων — Συμβατότητα με την κοινή αγορά — Κριτήρια εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων — Διαχρονική εφαρμογή — Σχέδιο που κοινοποιήθηκε πριν τη θέση σε ισχύ του κανονισμού (ΕΚ) 70/2001 — Απόφαση μεταγενέστερη αυτής της θέσεως σε ισχύ — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Ασφάλεια δικαίου — Πλήρης κοινοποίηση»

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 11ης Δεκεμβρίου 2008   I ‐ 9467

    Περίληψη της αποφάσεως

    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδια ενισχύσεων – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Εκτίμηση κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως της Επιτροπής

    (Άρθρο 88 § 3 ΕΚ, κανονισμός 659/199 του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 1 και 5)

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, το οποίο προβλέπει ότι η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση σχεδίου ενισχύσεων «μόλις το λάβει», επιβάλλει απλώς στο όργανο αυτό την υποχρέωση να ενεργεί αμελλητί και δεν αποτελεί, συνεπώς, κανόνα εφαρμογής ratione temporis των κανόνων εκτιμήσεως της συμβατότητας των κοινοποιηθέντων σχεδίων ενισχύσεων με την κοινή αγορά. Τέτοιος κανόνας δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από το άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, του ίδιου κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι η προθεσμία των δύο μηνών κατά την οποίαν η Επιτροπή διενεργεί προκαταρκτική εξέταση της κοινοποιήσεως αρχίζει την επομένη της ημέρας παραλαβής της πλήρους κοινοποιήσεως.

    Αντιθέτως, το ζήτημα αν μια ενίσχυση αποτελεί κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια της Συνθήκης, πρέπει να κριθεί βάσει των αντικειμενικών στοιχείων που διαπιστώνονται κατά την ημερομηνία λήψεως της αποφάσεως της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή ασκείται επί της εκτιμήσεως της καταστάσεως που έχει διενεργήσει η Επιτροπή μέχρι την ημερομηνία αυτή.

    Επομένως, καίτοι η κοινοποίηση των σχεδίων ενισχύσεων αποτελεί υποχρέωση ουσιώδη για τον έλεγχό τους, εντούτοις, δεν παύει να συνιστά απλώς μια διαδικαστική υποχρέωση, που έχει ως σκοπό να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διενεργεί προληπτικό και αποτελεσματικό, ταυτόχρονα, έλεγχο των ενισχύσεων που τα κράτη μέλη προτίθενται να χορηγήσουν στις επιχειρήσεις. Δεν μπορεί, επομένως, να έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος που πρέπει να εφαρμοστεί στις ενισχύσεις τις οποίες αφορά. Κατά συνέπεια, η κοινοποίηση από ένα κράτος μέλος μιας σχεδιαζόμενης ενισχύσεως ή ενός καθεστώτος ενισχύσεων δεν δημιουργεί οριστικά διαμορφωμένη έννομη κατάσταση, πράγμα που θα σήμαινε ότι η Επιτροπή θα αποφαινόταν επί της συμβατότητάς τους με την κοινή αγορά εφαρμόζοντας τους κανόνες που ισχύουν κατά την ημερομηνία της κοινοποιήσεως αυτής. Αντιθέτως, η Επιτροπή καλείται να εφαρμόσει τους κανόνες που ισχύουν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεώς της, βάσει των οποίων και μόνον πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα της σχετικής αποφάσεώς της.

    Όταν το νομικό καθεστώς υπό το οποίο ένα κράτος μέλος κοινοποίησε μια σχεδιαζόμενη ενίσχυση αλλάξει προτού η Επιτροπή λάβει την απόφασή της, η τελευταία οφείλει, προτού αποφανθεί, ως υποχρεούται, βάσει των νέων κανόνων, να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να λάβουν θέση επί της συμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με τους νέους αυτούς κανόνες. Μόνη εξαίρεση στον κανόνα αυτόν αποτελεί η περίπτωση στην οποία το νέο νομικό καθεστώς δε επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές σε σχέση με το προϊσχύσαν.

    (βλ. σκέψεις 49-50, 52-53, 56)

    Top