Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0454

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση C-454/06

pressetext Nachrichtenagentur GmbH

κατά

Republik Österreich (Bund) κ.λπ.

(αίτηση του Bundesvergabeamt για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Δημόσιες συμβάσεις — Οδηγία 92/50/ΕΟΚ — Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών — Έννοια του όρου “σύναψη συμβάσεως”»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 13ης Μαρτίου 2008   I - 4405

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 19ης Ιουνίου 2008   I - 4447

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών – Οδηγία 92/50 – Σύναψη συμβάσεως – Έννοια – Τροποποιήσεις διατάξεων δημοσίας συμβάσεως κατά τη διάρκεια της ισχύος της

    (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 1, 8 και 9)

  2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών – Οδηγία 92/50 – Σύναψη συμβάσεως – Έννοια – Τροποποιήσεις διατάξεων δημοσίας συμβάσεως κατά τη διάρκεια της ισχύος της

    (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 1, 8 και 9)

  3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών – Οδηγία 92/50 – Σύναψη συμβάσεως – Έννοια – Τροποποιήσεις διατάξεων δημοσίας συμβάσεως κατά τη διάρκεια της ισχύος της

    (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 1, 8 και 9)

  1.  Ο χρησιμοποιούμενος στα άρθρα 3, παράγραφος 1, 8 και 9 της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών όρος «σύναψη» έχει την έννοια ότι δεν καταλαμβάνει κατάσταση, όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία οι προς την αναθέτουσα αρχή υπηρεσίες του αρχικού παρέχοντος μεταφέρονται σε άλλον παρέχοντα υπηρεσίες έχοντα τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρίας, μοναδικός μέτοχος της οποίας είναι ο αρχικός παρέχων τις υπηρεσίες, ο οποίος ελέγχει τον νέο παρέχοντα και τον κατευθύνει με τις οδηγίες του, εφόσον ο αρχικός παρέχων τις υπηρεσίες εξακολουθεί να φέρει την ευθύνη της τηρήσεως των συμβατικών υποχρεώσεων.

    Πράγματι, οι τροποποιήσεις διατάξεων δημοσίας συμβάσεως κατά τη διάρκεια της ισχύος της συνιστούν σύναψη νέας συμβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας 92/50, όταν οι όροι που προβλέπουν διαφοροποιούνται ουσιαστικώς από εκείνους της αρχικής συμβάσεως υποδηλώνοντας τη βούληση των συμβαλλομένων να αναδιαπραγματευθούν τους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως αυτής. Η τροποποίηση μιας δημόσιας συμβάσεως κατά τη διάρκεια της ισχύος της μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδης όταν προστίθενται όροι οι οποίοι, αν είχαν γνωστοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως της αρχικής συμβάσεως, θα είχαν ίσως ως αποτέλεσμα να επιτραπεί η συμμετοχή στη διαδικασία άλλων διαγωνιζομένων από εκείνους που έγιναν αρχικώς δεκτοί.

    Συναφώς, ναι μεν η αντικατάσταση με νέο του αντισυμβαλλόμενου με τον οποίο η αναθέτουσα αρχή είχε αρχικώς συνάψει τη σύμβαση πρέπει να θεωρείται ως αλλαγή ενός από τους ουσιώδεις όρους της οικείας δημοσίας συμβάσεως, εκτός αν η αντικατάσταση αυτή προβλεπόταν από την αρχική σύμβαση, πλην όμως μια εσωτερική αναδιοργάνωση του αντισυμβαλλομένου δεν τροποποιεί ουσιωδώς το περιεχόμενο της αρχικής συμβάσεως. Επομένως, όταν ο νέος αντισυμβαλλόμενος είναι κατά 100 % θυγατρική του πρώην αντισυμβαλλομένου, ο οποίος έχει εξουσία διευθύνσεως, και οι δύο αυτές οντότητες έχουν συνάψει σύμβαση περί μεταφοράς των ζημιών και των κερδών, μια τέτοια διευθέτηση δεν συνιστά αλλαγή ουσιώδους όρου της συμβάσεως που θα μπορούσε να αποτελέσει σύναψη νέας συμβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας 92/50.

    (βλ. σκέψεις 34-35, 40, 43-45, διατακτ. 1)

  2.  Ο χρησιμοποιούμενος στα άρθρα 3, παράγραφος 1, 8 και 9 της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών όρος «σύναψη» έχει την έννοια ότι δεν αφορά προσαρμογή της αρχικής συμβάσεως σε μεταβληθείσες εξωτερικές συνθήκες, όπως η μετατροπή σε ευρώ των αρχικώς εκφρασθεισών σε εθνικό νόμισμα τιμών, η ελάχιστη μείωση αυτών των τιμών με σκοπό τη στρογγυλοποίησή τους ή η χρησιμοποίηση ως δείκτη αναφοράς νέου δείκτη τιμών ο οποίος, όπως προέβλεπε η αρχική σύμβαση, αντικατέστησε τον προηγουμένως προβλεπόμενο δείκτη.

    Πράγματι, οι τροποποιήσεις διατάξεων δημοσίας συμβάσεως κατά τη διάρκεια της ισχύος της συνιστούν σύναψη νέας συμβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας 92/50, όταν οι όροι που προβλέπουν διαφοροποιούνται ουσιαστικώς από εκείνους της αρχικής συμβάσεως υποδηλώνοντας τη βούληση των συμβαλλομένων να αναδιαπραγματευθούν τους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως αυτής. Η τροποποίηση μιας δημόσιας συμβάσεως κατά τη διάρκεια της ισχύος της μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδης όταν προστίθενται όροι οι οποίοι, αν είχαν γνωστοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως της αρχικής συμβάσεως, θα είχαν ίσως ως αποτέλεσμα να επιτραπεί η συμμετοχή στη διαδικασία άλλων διαγωνιζομένων από εκείνους που έγιναν αρχικώς δεκτοί.

    Συναφώς, σε περίπτωση κατά την οποία, κατόπιν της εισαγωγής του ευρώ, τροποποιείται υφιστάμενη σύμβαση υπό την έννοια ότι οι αρχικώς εκφρασθείσες σε εθνικό νόμισμα τιμές μετατρέπονται σε ευρώ, δεν πρόκειται για ουσιώδη τροποποίηση της συμβάσεως, αλλ’ απλώς για προσαρμογή της στα μεταβληθέντα εξωτερικά δεδομένα, εφόσον τα εκφραζόμενα σε ευρώ ποσά στρογγυλοποιούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Εντούτοις, η μετατροπή σε ευρώ των τιμών ισχύουσας συμβάσεως μπορεί να συνοδεύεται από προσαρμογή της εσωτερικής τους αξίας, ακόμη και υπερβαίνοντας το επιτρεπόμενο από τις σχετικές με την εισαγωγή του ευρώ διατάξεις ύψος, χωρίς αυτό να συνεπάγεται σύναψη νέας συμβάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η προσαρμογή αυτή είναι ελάχιστη και οφείλεται σε αντικειμενικούς λόγους, ιδίως όταν πρόκειται να διευκολύνει την εκτέλεση της συμβάσεως, απλουστεύοντας π.χ. τις τιμολογήσεις. Όσον αφορά την αναδιατύπωση της ρήτρας περί τιμαριθμικής προσαρμογής, επισημαίνεται ότι η αναφορά σε νέο δείκτη τιμών δεν συνιστά τροποποίηση ουσιωδών όρων της αρχικής συμβάσεως ισοδυναμούσα με σύναψη νέας συμβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας 92/50 στο μέτρο που η αναδιατύπωση αυτή περιορίζεται στην εφαρμογή διατάξεων της βασικής συμβάσεως, όσον αφορά την προσαρμογή της ρήτρας περί τιμαριθμικής προσαρμογής.

    (βλ. σκέψεις 34-35, 57-58, 61, 68-69, διατακτ. 2)

  3.  Ο χρησιμοποιούμενος στα άρθρα 3, παράγραφος 1, 8 και 9 της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών όρος «σύναψη» έχει την έννοια ότι δεν καταλαμβάνει κατάσταση, όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία η αναθέτουσα αρχή, μέσω συμπληρωματικής συμβάσεως, συμφωνεί με τον επιλεγέντα μειοδότη, κατά τη διάρκεια ισχύος συμβάσεως υπηρεσιών αορίστου χρόνου συναφθείσας με αυτόν, να παρατείνει για περίοδο τριών ετών ρήτρα παραιτήσεως από το δικαίωμα καταγγελίας η ισχύς της οποίας είχε λήξει κατά την ημερομηνία συνάψεως της νέας ρήτρας και συμφωνεί με αυτόν για τον καθορισμό ποσοστού μειώσεων υψηλότερου από το αρχικώς προβλεπόμενο για ορισμένες τιμές που συναρτώνται με τις ποσότητες σε ένα συγκεκριμένο τομέα.

    Πράγματι, δεδομένου ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν η συμφωνία περί νέας ρήτρας μη καταγγελίας ισοδυναμεί με σύναψη νέας συμβάσεως, πρόσφορο κριτήριο είναι το αν η ρήτρα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδης τροποποίηση της αρχικής συμβάσεως, ρήτρα δε η οποία δεν συνεπάγεται κίνδυνο νοθεύσεως του ανταγωνισμού προς ζημία νέων δυνητικών διαγωνιζομένων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια τροποποίηση και, επομένως, δεν ισοδυναμεί με σύναψη νέας συμβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας 92/50.

    Όσον αφορά την αύξηση του ποσοστού μειώσεως που προβλέπει συμπληρωματική σύμβαση η οποία έχει παρόμοιο οικονομικό αποτέλεσμα και η οποία, κατά συνέπεια, μπορεί να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στις ρήτρες της βασικής συμβάσεως, η αύξηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστική τροποποίηση συμβάσεως και, κατά συνέπεια, δεν ισοδυναμεί με σύναψη νέας συμβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας 92/50.

    Εξάλλου, αφενός, η αύξηση του ποσοστού μειώσεως, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αμοιβής που εισπράττει ο επιλεγείς μειοδότης σε σχέση με την αρχικώς προβλεπόμενη τιμή, δεν μεταβάλλει την οικονομική ισορροπία της συμβάσεως υπέρ της αναθέτουσας αρχής. Αφετέρου, το γεγονός και μόνον ότι η αναθέτουσα αρχή επιτυγχάνει σημαντικότερη μείωση επί ορισμένων εκ των παροχών που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως δεν είναι ικανό να επιφέρει στρέβλωση του ανταγωνισμού εις βάρος δυνητικών διαγωνιζομένων.

    (βλ. σκέψεις 76, 79-80, 83-87, διατακτ. 3)

Top