This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62006CJ0372
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. Καταγωγή των εμπορευμάτων — Καθορισμός — Ουσιώδης μεταποίηση ή κατεργασία
(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρα 24 και 249· κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, παράρτημα 11)
2. Καταγωγή των εμπορευμάτων — Καθορισμός — Ουσιώδης μεταποίηση ή κατεργασία
(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρο 24· κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, παράρτημα 11)
3. Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας — Τελωνειακή ένωση
(Πρόσθετο πρωτόκολλο της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 47 §§ 1 έως 3· απόφαση 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρα 44 έως 47)
4. Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας — Τελωνειακή ένωση
(Απόφαση 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 47)
5. Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας — Τελωνειακή ένωση
(Πρόσθετο πρωτόκολλο της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρο 47 § 2· απόφαση 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, άρθρα 46 και 47)
1. Η εργασία συναρμολογήσεως διαφόρων στοιχείων συνιστά ουσιώδη μεταποίηση ή κατεργασία δυνάμενη να θεωρηθεί ως καθοριστική της καταγωγής οσάκις αποτελεί, εξεταζόμενη από τεχνική άποψη και λαμβανομένου υπόψη του ορισμού του συγκεκριμένου εμπορεύματος, το καθοριστικό στάδιο παραγωγής στη διάρκεια του οποίου συγκεκριμενοποιείται ο προορισμός των χρησιμοποιουμένων εξαρτημάτων και προσδίδονται στο εν λόγω εμπόρευμα οι ειδικές ποιοτικές του ιδιότητες.
Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της ποικιλίας των εργασιών που καλύπτονται από την έννοια της συναρμολογήσεως, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο καθορισμός της καταγωγής ενός εμπορεύματος δεν είναι δυνατός βάσει κριτηρίων τεχνικού χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ως επικουρικό κριτήριο, η προστιθέμενη με τη συναρμολόγηση αξία.
Συναφώς, εναπόκειται στην Επιτροπή, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει για τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, και ιδίως εκείνων που αφορούν την καταγωγή των εμπορευμάτων, να θεσπίσει διατάξεις γενικού χαρακτήρα οι οποίες, προς εξασφάλιση της ασφάλειας δικαίου, λαμβάνουν υπόψη, σε βάθος χρόνου, τη συνολική κατάσταση ενός βιομηχανικού τομέα και οι οποίες, στη συνέχεια, δεν μπορούν να επηρεάζονται από την ιδιαίτερη κατάσταση, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, της μιας ή της άλλης επιχειρήσεως του τομέα αυτού.
Συνεπώς, η συνεκτίμηση εκ μέρους της Επιτροπής της μεγάλης ποικιλίας εργασιών που εμπίπτουν στην έννοια της συναρμολογήσεως στο σύνολο του οικείου βιομηχανικού τομέα δικαιολογεί την προσφυγή στο κριτήριο της προστιθεμένης αξίας.
(βλ. σκέψεις 36-37, 45-46, 51, διατακτ. 1)
2. Οι διατάξεις της στήλης 3, στην κλάση 8528 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, που μνημονεύεται στο παράρτημα 11 του κανονισμού 2454/93, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92, έχουν την έννοια ότι, για τον υπολογισμό της αξίας που αποκτούν οι δέκτες έγχρωμης τηλεοράσεως κατά την κατασκευή τους, δεν πρέπει να προσδιορίζεται χωριστά η μη προτιμησιακή καταγωγή ενός χωριστού εξαρτήματος, όπως το πλαίσιο, του οποίου τη συναρμολόγηση πραγματοποιεί ο προμηθευτής του τελικού προϊόντος. Πράγματι, οι εν λόγω διατάξεις είναι διατυπωμένες με γενικούς όρους και δεν αποδίδουν καμία καθοριστική σημασία, προς καθορισμό της καταγωγής του προϊόντος, σε ένα ειδικό εξάρτημά του. Σημασία έχει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται πραγματικά και αντικειμενικά στη συναρμολόγηση που πραγματοποιεί η επιχείρηση η οποία κατασκευάζει το τελικό προϊόν. Υπό την έννοια αυτή, ούτε οι διατάξεις του άρθρου 24 του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, ούτε οι διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93 προβλέπουν ότι η εκτίμηση αυτή μπορεί να γίνει χωρίς να ληφθούν υπόψη οι εργασίες συναρμολογήσεως στο σύνολό τους. Στόχος των διατάξεων αυτών δεν είναι να λαμβάνονται υπόψη, στο πλαίσιο της διαδικασίας κατασκευής του προϊόντος, ορισμένες εργασίες συναρμολογήσεως σε βάρος ορισμένων άλλων ούτε να απομονώνεται έτσι τεχνητά κάποιο από τα εξαρτήματα προερχόμενο, και αυτό, από συναρμολόγηση πραγματοποιούμενη από τον ίδιο προμηθευτή. Συναφώς, αν γινόταν δεκτό ότι ένα από τα εξαρτήματα που συναρμολογούνται από τον προμηθευτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη χωριστά στη διαδικασία συναρμολογήσεως, διότι θα μπορούσε τότε να αποκτήσει το ίδιο την ιδιότητα του καταγομένου προϊόντος, θα αφηνόταν στην εκτίμηση του εισαγωγέα ή του προμηθευτή του ο καθορισμός του σταδίου εκείνου της διαδικασίας συναρμολογήσεως κατά το οποίο ένα εξάρτημα του εισαγομένου προϊόντος αποκτά την ιδιότητα του τελικού προϊόντος που χρησιμοποιείται ως υλικό στη διαδικασία κατασκευής, εντός της ίδιας επιχειρήσεως, ενός άλλου προϊόντος. Μια τέτοια προσέγγιση, η οποία θα εξαρτούσε την καταγωγή ενός προϊόντος από υποκειμενική εκτίμηση, ασυμβίβαστη με την αντικειμενική φύση και την προβλεψιμότητα των εν λόγω κανονιστικών διατάξεων, θα αφαιρούσε από τις διατάξεις του παραρτήματος 11 του κανονισμού 2454/93 κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.
(βλ. σκέψεις 57-59, 73, διατακτ. 2)
3. Οι διατάξεις του άρθρου 44 της αποφάσεως 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, για την εφαρμογή της οριστικής φάσης της τελωνειακής ένωσης, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 47, παράγραφοι 1 έως 3, του προσθέτου πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας και με τις διατάξεις των άρθρων 45 και 46 της εν λόγω αποφάσεως, δεν έχουν απευθείας εφαρμογή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και δεν παρέχουν, συνεπώς, στους μεμονωμένους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να επικαλούνται την παράβασή τους προκειμένου να αρνηθούν την πληρωμή δασμών αντιντάμπινγκ που θα όφειλαν κανονικά.
Πράγματι, πρώτον, οι διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/95, παρέχοντας στο Συμβούλιο Συνδέσεως τη δυνατότητα να αναστείλει την εφαρμογή μέσων εμπορικής άμυνας, έχουν δυνητικό χαρακτήρα, καθόσον εξαρτούν την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας από την προϋπόθεση ότι η Τουρκική Δημοκρατία έχει εφαρμόσει τους κανόνες όσον αφορά τον ανταγωνισμό, τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων και τα άλλα σχετικά θέματα που συνδέονται με την εσωτερική αγορά και έχει διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή τους. Τέτοιες διατάξεις χρειάζονται, συνεπώς, την παρέμβαση άλλων μέτρων ώστε να επηρεαστούν τα δικαιώματα των επιχειρηματιών και δεν είναι ικανές να ρυθμίσουν απευθείας τη νομική κατάσταση των ιδιωτών.
Δεύτερον, οι διατάξεις του άρθρου 47, παράγραφοι 1 έως 3, του προσθέτου πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας και οι διατάξεις του άρθρου 46 της αποφάσεως 1/95, στο μέτρο που παρέχουν στα συμβαλλόμενα μέρη τη δυνατότητα να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας, δεν προβλέπουν καμία υποχρέωση. Εξάλλου, αν οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κοινοποιεί το μέτρο στο Συμβούλιο Συνδέσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 47 του προσθέτου πρωτοκόλλου, ή στη μεικτή επιτροπή για την τελωνειακή ένωση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46 της αποφάσεως 1/95, δημιουργούν με τον τρόπο αυτόν υποχρέωση μόνο για τους συμβαλλομένους στη Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας. Οι απλές αυτές διατυπώσεις διοργανικής ενημερώσεως, οι οποίες ουδόλως επηρεάζουν τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των ιδιωτών και των οποίων η μη τήρηση δεν θα είχε επιπτώσεις στην κατάσταση των τελευταίων, δεν είναι, συνεπώς, ικανές να προσδώσουν άμεσο αποτέλεσμα στις εν λόγω διατάξεις.
Όσον αφορά, τρίτον, τις διατάξεις του άρθρου 45 της αποφάσεως 1/95, το άρθρο αυτό περιορίζεται να παροτρύνει τα συμβαλλόμενα μέρη να συντονίζουν τη δράση τους με την ανταλλαγή πληροφοριών και με διαβουλεύσεις και δεν προβλέπει, συνεπώς, ούτε αυτό κάποια υποχρέωση. Επομένως, ούτε στη διάταξη αυτή έχει εφαρμογή η περί αμέσου αποτελέσματος νομολογία του Δικαστηρίου.
(βλ. σκέψεις 85-89, 91, διατακτ. 3)
4. Οι διατάξεις του άρθρου 47 της αποφάσεως 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, για την εφαρμογή της οριστικής φάσης της τελωνειακής ένωσης, έχουν άμεσο αποτέλεσμα και οι ιδιώτες που εμπίπτουν στις διατάξεις αυτές έχουν το δικαίωμα να τις επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών. Πράγματι, οι διατάξεις αυτές προβλέπουν με σαφείς, συγκεκριμένους και ανεπιφύλακτους όρους, χωρίς να εξαρτώνται, ως προς την εκτέλεση ή τα αποτελέσματά τους, από τη θέσπιση κάποιας άλλης πράξεως, υποχρέωση των αρχών του κράτους μέλους εισαγωγής να ζητούν από τον εισαγωγέα να αναφέρει, κατά τη διασάφηση, την καταγωγή των προϊόντων. Λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και της φύσεως των επιμάχων διατάξεων, μια τέτοια υποχρέωση, εκφράζουσα τη βούληση των συμβαλλομένων μερών να απαιτήσουν από τους εισαγωγείς να παρέχουν ορισμένες πληροφορίες, είναι ικανή να ρυθμίσει απευθείας τη νομική κατάσταση των επιχειρηματιών.
(βλ. σκέψεις 90-91, διατακτ. 3)
5. Οι διατάξεις του άρθρου 47 της αποφάσεως 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, για την εφαρμογή της οριστικής φάσης της τελωνειακής ένωσης, έχουν την έννοια ότι δεν απαιτούν να γνωστοποιούνται στους επιχειρηματίες οι πληροφορίες τις οποίες τα συμβαλλόμενα μέρη που λαμβάνουν μέτρα αντιντάμπινγκ οφείλουν να παρέχουν στη μεικτή επιτροπή για την τελωνειακή ένωση δυνάμει του άρθρου 46 της αποφάσεως 1/95 ή στο Συμβούλιο Συνδέσεως δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 2, του προσθέτου πρωτοκόλλου.
Πράγματι, αν οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν να ενημερωθούν εκ των προτέρων και κατά τρόπο σαφή και ακριβή για τα μέτρα αντιντάμπινγκ στα οποία ενδέχεται να υπαχθούν και αν, κατά συνέπεια, τέτοια μέτρα πρέπει να δημοσιεύονται προσηκόντως, μεταξύ άλλων, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι απαιτήσεις αυτές ουδόλως συνεπάγονται ότι οι εν λόγω επιχειρηματίες πρέπει να ενημερώνονται, επιπλέον, και για τις διατυπώσεις που έχουν θεσπιστεί μόνο προς το συμφέρον των συμβαλλομένων μερών.
(βλ. σκέψεις 95, 97, διατακτ. 4)