Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CJ0094

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Προδικαστικά ερωτήματα — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου

    (Άρθρο 234 ΕΚ)

    2. Ανταγωνισμός — Κοινοτικοί κανόνες — Υποχρεώσεις των κρατών μελών

    (Άρθρα 10 ΕΚ, 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

    3. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Διατάξεις της Συνθήκης — Πεδίο εφαρμογής

    (Άρθρο 49 ΕΚ)

    4. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Περιορισμοί

    (Άρθρο 49 ΕΚ)

    Περίληψη

    1. Όταν, στο πλαίσιο προδικαστικού ερωτήματος, όλα τα στοιχεία της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο έχουν καθαρά εσωτερικό χαρακτήρα, η σχετική απάντηση θα μπορούσε να είναι χρήσιμη στο αιτούν δικαστήριο, ιδίως στην περίπτωση όπου το εθνικό δίκαιο θα επέβαλλε να απολαύει ο υπήκοος του κράτους μέλους αυτού των ιδίων δικαιωμάτων με αυτά που υπήκοος άλλου κράτους μέλους θα αντλούσε από το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο της ιδίας καταστάσεως.

    (βλ. σκέψη 30)

    2. Μολονότι αυτά καθαυτά τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ ρυθμίζουν αποκλειστικά τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και δεν αφορούν τα θεσπιζόμενα από τα κράτη μέλη νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα, ωστόσο, τα άρθρα αυτά, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 ΕΚ, το οποίο επιβάλλει υποχρέωση συνεργασίας, επιβάλλουν στα κράτη μέλη να μη λαμβάνουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα, έστω και νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως, δυνάμενα να εξουδετερώσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων επί επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού. Υπάρχει παράβαση των άρθρων 10 ΕΚ και 81 ΕΚ όταν κράτος μέλος είτε επιβάλλει ή ευνοεί τη σύναψη συμπράξεων αντιθέτων προς το άρθρο 81 ΕΚ ή ενισχύει τα αποτελέσματα τέτοιων συμπράξεων, είτε αφαιρεί από τη δική του κανονιστική ρύθμιση τον κρατικό της χαρακτήρα, μεταβιβάζοντας σε ιδιώτες την αρμοδιότητα λήψεως αποφάσεων περί παρεμβάσεως σε οικονομικά θέματα.

    Συναφώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κράτος μέλος μεταβίβασε σε ιδιώτες την αρμοδιότητα λήψεως αποφάσεων περί παρεμβάσεως σε οικονομικά θέματα, ενέργεια που θα είχε ως συνέπεια να αφαιρέσει από την κανονιστική ρύθμιση τον κρατικό της χαρακτήρα, όταν, αφενός, η οικεία επαγγελματική οργάνωση επιφορτίσθηκε μόνο με την κατάρτιση ενός σχεδίου πίνακα αμοιβών ο οποίος, αυτός καθαυτός, στερείται δεσμευτικής ισχύος, δεδομένου ότι ο υπουργός έχει την εξουσία να τροποποιήσει το σχέδιο μέσω της οργανώσεως αυτής, και, αφετέρου, η εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπει ότι η εκκαθάριση των αμοιβών διενεργείται από τις δικαστικές αρχές με βάση τα κριτήρια της ιδίας ρυθμίσεως και επιτρέπει, εξάλλου, στο δικαστήριο, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, να παρεκκλίνει, με προσηκόντως αιτιολογημένη απόφαση, από τα ανώτατα και κατώτατα όρια που έχουν ορισθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι, επίσης, δυνατό να προσαφθεί στο κράτος μέλος ότι επιβάλλει ή ευνοεί τη σύναψη συμπράξεων αντιθέτων προς το άρθρο 81 ΕΚ ή ότι ενισχύει τα αποτελέσματά τους, είτε ακόμη ότι επιβάλλει ή ενισχύει καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσεως αντίθετες προς το άρθρο 82 ΕΚ ή ότι ενισχύει τα αποτελέσματα τέτοιων καταχρήσεων.

    Επομένως, τα άρθρα 10 ΕΚ, 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν απαγορεύουν τη λήψη από κράτος μέλος μέτρου κανονιστικού χαρακτήρα με το οποίο εγκρίνεται, βάσει σχεδίου που κατάρτισε επαγγελματική ένωση δικηγόρων πίνακας αμοιβών περί καθορισμού κατωτάτου ορίου των αμοιβών των μελών του δικηγορικού συλλόγου, από τον οποίο δεν χωρεί, καταρχήν, παρέκκλιση, τόσο προκειμένου περί υπηρεσιών που παρέχονται αποκλειστικά από τα μέλη αυτά όσο και προκειμένου περί υπηρεσιών, όπως οι εξωδικαστικές, οι οποίες μπορούν να παρέχονται επίσης από οποιονδήποτε άλλο επαγγελματία μη υποκείμενο στον εν λόγω πίνακα αμοιβών.

    (βλ. σκέψεις 46-47, 50-54, διατακτ. 1)

    3. Το άρθρο 49 ΕΚ επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγένειας σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, έστω και αν ο περιορισμός ισχύει αδιακρίτως τόσο για τους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες όσο και για αυτούς των άλλων κρατών μελών, εφόσον ο περιορισμός αυτός μπορεί να απαγορεύσει ή να παρεμποδίσει περισσότερο τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου παρέχει νόμιμα ανάλογες υπηρεσίες.

    Επιπλέον, το άρθρο 49 ΕΚ απαγορεύει την εφαρμογή οποιασδήποτε εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως που έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών δυσχερέστερη απ’ ό,τι η παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται αποκλειστικώς στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους.

    (βλ. σκέψεις 56-57)

    4. Επιβληθείσα από κράτος μέλος απαγόρευση παρεκκλίσεως, βάσει συμβάσεως, από τις κατώτατες αμοιβές που καθορίζει πίνακας δικηγορικών αμοιβών για παροχή υπηρεσιών οι οποίες, αφενός, αφορούν την ενώπιον δικαστηρίου εκπροσώπηση και, αφετέρου, παρέχονται αποκλειστικώς από δικηγόρους μπορεί να καταστήσει δυσχερέστερη την πρόσβαση στην αγορά παροχής νομικών υπηρεσιών του κράτους μέλους αυτού των δικηγόρων που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος και, επομένως, τείνει να περιορίσει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους παροχής υπηρεσιών στο πρώτο κράτος μέλος. Συνεπώς, η απαγόρευση αυτή συνιστά περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ.

    Συγκεκριμένα, η εν λόγω απαγόρευση στερεί από τους δικηγόρους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος τη δυνατότητα να ανταγωνισθούν αποτελεσματικότερα, ζητώντας αμοιβές χαμηλότερες από τις καθοριζόμενες με τον πίνακα αμοιβών, τους δικηγόρους που είναι εγκατεστημένοι μόνιμα στο οικείο κράτος μέλος και, ως εκ τούτου, διαθέτουν μεγαλύτερη ευχέρεια ως προς την προσέλκυση πελατείας απ’ ό,τι οι εγκατεστημένοι στο εξωτερικό δικηγόροι.

    Επίσης, η προβλεπόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο απαγόρευση περιορίζει τη δυνατότητα επιλογής των αποδεκτών υπηρεσιών στο εν λόγω κράτος μέλος, διότι αυτοί δεν μπορούν να προσφύγουν στις υπηρεσίες δικηγόρων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι θα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους εντός του κράτους μέλους αυτού χρεώνοντας αμοιβή χαμηλότερη της προκύπτουσας από τις κατώτατες που καθορίζει ο πίνακας αμοιβών.

    Πάντως, μια τέτοια απαγόρευση μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια.

    Συναφώς, η προστασία, αφενός, των καταναλωτών και ιδίως των αποδεκτών των νομικών υπηρεσιών που παρέχουν δικηγόροι, και, αφετέρου, της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης αποτελούν σκοπούς που περιλαμβάνονται σ’ αυτούς που μπορούν να θεωρηθούν ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος, ικανοί να δικαιολογήσουν έναν περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, υπό τη διπλή προϋπόθεση ότι το υπό κρίση εθνικό μέτρο είναι κατάλληλο για την εξασφάλιση της υλοποιήσεως του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

    Απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν ο περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τον οποίον θέτει η εθνική κανονιστική ρύθμιση πληροί τις προϋποθέσεις αυτές. Προς τούτο, οφείλει να λάβει υπόψη του τα ακόλουθα στοιχεία.

    Έτσι, θα πρέπει να εξακριβωθεί, ειδικότερα, αν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του ύψους των αμοιβών και της ποιότητας των παρεχόμενων από τους δικηγόρους υπηρεσιών και, ιδίως, αν ο καθορισμός τέτοιων κατώτατων αμοιβών αποτελεί κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, δηλαδή της προστασίας των καταναλωτών και της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης.

    Μολονότι ένας πίνακας που επιβάλλει κατώτατες αμοιβές δεν μπορεί να εμποδίσει τους ασκούντες το δικηγορικό επάγγελμα να προσφέρουν υπηρεσίες μέτριας ποιότητας, δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί εκ των προτέρων ότι ένας τέτοιος πίνακας αμοιβών δεν μπορεί να αποτρέψει τους δικηγόρους, στο πλαίσιο αγοράς η οποία διακρίνεται από την ύπαρξη εξαιρετικά υψηλού αριθμού εν ενεργεία δικηγόρων εγγεγραμμένων σε συλλόγους, από το να αποδυθούν σε ανταγωνισμό δυνάμενο να καταλήξει στην προσφορά παροχής υπηρεσιών με πολύ χαμηλή αμοιβή, με τον κίνδυνο να υποβαθμισθεί η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.

    Θα πρέπει, επίσης, να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες τόσο της επίμαχης αγοράς όσο και των επίμαχων υπηρεσιών και, ιδίως, το γεγονός ότι, στον τομέα της παροχής δικηγορικών υπηρεσιών, υφίσταται, συνήθως, μια ασυμμετρία στην πληροφόρηση μεταξύ «εντολέων-καταναλωτών» και δικηγόρων. Συγκεκριμένα, οι δικηγόροι διαθέτουν υψηλό επίπεδο ειδικών γνώσεων τις οποίες δεν διαθέτουν κατ’ ανάγκη οι καταναλωτές, με συνέπεια οι δεύτεροι να συναντούν δυσκολίες για να αξιολογήσουν την ποιότητα των υπηρεσιών που τους παρέχονται.

    Το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει, πάντως, να εξακριβώσει αν οι σχετικοί με το δικηγορικό επάγγελμα κανόνες και ιδίως οι κανόνες περί οργανώσεως, προσόντων, δεοντολογίας, ελέγχου και ευθύνης επαρκούν αφεαυτών για την επίτευξη των σκοπών της προστασίας των καταναλωτών και της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης.

    Συνεπώς, κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει απολύτως την παρέκκλιση, βάσει συμβάσεως, από τις κατώτατες αμοιβές που καθορίζει πίνακας δικηγορικών αμοιβών για παροχή υπηρεσιών οι οποίες, αφενός, αφορούν την ενώπιον δικαστηρίου εκπροσώπηση και, αφετέρου, παρέχονται αποκλειστικώς από δικηγόρους συνιστά περιορισμό της κατά το άρθρο 49 ΕΚ ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων λεπτομερειών εφαρμογής της, ανταποκρίνεται πράγματι στους δυνάμενους να τη δικαιολογήσουν σκοπούς της προστασίας των καταναλωτών και της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης και αν οι περιορισμοί που συνεπάγεται είναι δυσανάλογοι σε σχέση με τους σκοπούς αυτούς.

    (βλ. σκέψεις 58-61, 64-70, διατακτ. 2)

    Top