This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62004CJ0506
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Δικηγόροι — Μόνιμη άσκηση του επαγγέλματος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος — Οδηγία 98/5
(Οδηγία 98/5 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 9, εδ. 2)
2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Δικηγόροι — Μόνιμη άσκηση του επαγγέλματος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος — Οδηγία 98/5
(Οδηγία 98/5 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3, 4 και 5 § 3)
1. Το άρθρο 9 της οδηγίας 98/5, για τη διευκόλυνση της μόνιμης ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος, το οποίο ορίζει ότι κατά των αποφάσεων της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής που απορρίπτουν την αίτηση εγγραφής στα μητρώα της του δικηγόρου που επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμά του στο κράτος αυτό υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής πρέπει να μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων βάσει του εσωτερικού δικαίου, απαγορεύει τη διαδικασία προσφυγής στο πλαίσιο της οποίας η απόφαση αυτή πρέπει να προσβληθεί σε πρώτο βαθμό ενώπιον οργάνου που απαρτίζεται αποκλειστικά από δικηγόρους που ασκούν το επάγγελμά τους υπό τον επαγγελματικό τίτλο του κράτους μέλους υποδοχής και, σε δεύτερο βαθμό, ενώπιον οργάνου του οποίου τα περισσότερα μέλη είναι τέτοιοι δικηγόροι, ενώ παράλληλα η αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού παρέχει δυνατότητα δικαστικού ελέγχου μόνο ως προς τα νομικά ζητήματα και όχι ως προς τα πραγματικά περιστατικά.
Για να διασφαλίζεται δηλαδή η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που προβλέπει η οδηγία 98/5, το όργανο που καλείται να επιληφθεί των εν λόγω προσφυγών πρέπει να ανταποκρίνεται στην έννοια του δικαστηρίου, όπως η έννοια αυτή έχει οριστεί στο κοινοτικό δίκαιο, και να ανταποκρίνεται σε ορισμένα κριτήρια, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, η ύπαρξη αντιδικίας κατά την ενώπιόν του διαδικασία και η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία και η αμεροληψία.
Η έννοια της ανεξαρτησίας, η οποία είναι συμφυής προς το δικαιοδοτικό έργο, προϋποθέτει κυρίως ότι το οικείο όργανο έχει την ιδιότητα τρίτου έναντι της αρχής που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση. Εξάλλου, η έννοια της ανεξαρτησίας προϋποθέτει, πρώτον, ότι το οικείο όργανο προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη κρίση των μελών του ως προς τις διαφορές που υποβάλλονται στην κρίση του. Δεύτερον, είναι παρεμφερής προς την έννοια της αμεροληψίας και σημαίνει την τήρηση ίσων αποστάσεων από τους διαδίκους και από τα αντιμαχόμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Αυτές οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιμαχόμενων συμφερόντων.
Τέλος, το άρθρο 9 της οδηγίας 98/5, μολονότι δεν αποκλείει τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον μη δικαστικού οργάνου, δεν προβλέπει ούτε ότι η δυνατότητα άσκησης ένδικης προσφυγής επιτρέπεται να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο μόνο μετά την ενδεχόμενη εξάντληση των προσφυγών άλλης φύσης. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον η εθνική νομοθεσία προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον μη δικαστικού οργάνου, το εν λόγω άρθρο 9 απαιτεί την παροχή ουσιαστικής δυνατότητας προσφυγής εντός εύλογης προθεσμίας ενώπιον δικαστηρίου υπό την έννοια του κοινοτικού δικαίου, το οποίο να είναι αρμόδιο να αποφαίνεται τόσο ως προς τα πραγματικά όσο και ως προς τα νομικά περιστατικά.
(βλ. σκέψεις 44, 47-53, 60-62, διατακτ. 1)
2. Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/5, για τη διευκόλυνση της μόνιμης ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος, απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν, όσον αφορά τους δικηγόρους που έχουν αποκτήσει τον επαγγελματικό τίτλο τους σε άλλο κράτος μέλος και επιθυμούν να ασκούν το επάγγελμά τους υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής, ως προϋπόθεση της εγγραφής τους στα μητρώα της αρμόδιας εθνικής αρχής την προηγούμενη εξακρίβωση των γλωσσικών τους γνώσεων.
Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός νομοθέτης προέβη, με το άρθρο αυτό, σε πλήρη εναρμόνιση των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να ασκηθεί το δικαίωμα που απονέμει η οδηγία 98/5, καθόσον προέβλεψε την προσκόμιση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής του πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής ως τη μόνη προϋπόθεση από την οποία πρέπει να εξαρτάται η εγγραφή του ενδιαφερόμενου στα μητρώα του κράτους μέλους υποδοχής, κατόπιν της οποίας αποκτά το δικαίωμα να ασκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής.
Επομένως, ο κοινοτικός νομοθέτης, προκειμένου να διευκολύνει την άσκηση της θεμελιώδους ελευθερίας εγκατάστασης μιας συγκεκριμένης κατηγορίας διακινούμενων δικηγόρων, δεν επέλεξε κανένα σύστημα εξακρίβωσης εκ των προτέρων των γνώσεων των ενδιαφερόμενων.
Η μη θέσπιση συστήματος προηγούμενης εξακρίβωσης των γνώσεων του Ευρωπαίου δικηγόρου, και συγκεκριμένα των γλωσσικών του γνώσεων, συνοδεύεται εντούτοις, σύμφωνα με την οδηγία 98/5, από μια σειρά κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση αποδεκτού επιπέδου προστασίας των πολιτών εντός της Κοινότητας καθώς και της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης.
(βλ. σκέψεις 65-67, 69, 71, 77, διατακτ. 2)