Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998CJ0476

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως - Δικαίωμα της Επιτροπής για άσκηση προσφυγής - Άσκηση μη εξαρτώμενη από την ύπαρξη ειδικού εν προκειμένω εννόμου συμφέροντος

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 155 και 169 (νυν άρθρα 211 ΕΚ και 226 ΕΚ)]

    2. Προσφυγή λόγω παραβάσεως - Εξέταση του βασίμου της προσφυγής από το Δικαστήριο - Κατάσταση που λαμβάνεται υπόψη - Κατάσταση κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσεται με την αιτιολογημένη γνώμη

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 169 (νυν άρθρο 226 ΕΚ)]

    3. Προσφυγή λόγω παραβάσεως - Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία - Έγγραφο οχλήσεως - Αντικείμενο και περιεχόμενο

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 169 (νυν άρθρο 226 ΕΚ)]

    4. Διεθνείς συμφωνίες - Συμφωνίες των κρατών μελών - Συμφωνίες προγενέστερες της Συνθήκης ΕΚ - Τροποποιήσεις που επήλθαν μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης σε συμφωνίες συναφθείσες πριν από την έναρξη της ισχύος αυτή - Ανεφάρμοστο του άρθρου 234 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 307 ΕΚ)

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 234 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 307 ΕΚ)]

    5. Διεθνείς συμφωνίες - Αρμοδιότητα της Κοινότητας - Εναέριες μεταφορές - Ρητή ή σιωπηρή απονομή - Κριτήρια εκτιμήσεως

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 84 § 2 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 80 § 2 ΕΚ)]

    6. Διεθνείς συμφωνίες - Αρμοδιότητα της Κοινότητας - Δημιουργία αποκλειστικής αρμοδιότητας της Κοινότητας μέσω της θεσπίσεως πλήρους συστήματος εσωτερικών κανόνων - Εναέριες μεταφορές - Κοινοτική ρύθμιση που δεν αποτελεί επαρκή βάση για τη μεταβίβαση της εξωτερικής αρμοδιότητας στην Κοινότητα

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 84 § 2 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 80 § 2 ΕΚ)]

    7. Μεταφορές - Εναέριες μεταφορές - Πεδίο εφαρμογής των κανονισμών 2407/92 και 2408/92 - Πρόσβαση των κοινοτικών μόνο αερομεταφορέων στα δρομολόγια των ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών - Δεν ασκεί συναφώς καμία επιρροή η διμερής συμφωνία που έχει συνάψει κράτος μέλος με τρίτο κράτος σχετικά με τη δυνατότητα των αερομεταφορέων του τρίτου κράτους να πραγματοποιούν, όταν εκτελούν πτήσεις μεταξύ των δύο αυτών κρατών, ενδιάμεσες στάσεις σε άλλα κράτη μέλη

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 2407/92, άρθρα 1 § 1 και 4, και 2408/92, άρθρα 3 § 1 και 2, στοιχ. β_)

    8. Μεταφορές - Εναέριες μεταφορές - Σύναψη από κράτος μέλος διμερούς συμφωνίας με τρίτο κράτος σχετικά με τους αεροπορικούς ναύλους σε ενδοκοινοτικά δρομολόγια και σχετικά με το σύστημα κρατήσεως θέσεων που χρησιμοποιείται στο εν λόγω κράτος μέλος - Δεν επιτρέπεται

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 5 (νυν άρθρο 10 ΕΚ)]

    9. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Διμερής σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ κράτους μέλους και τρίτου κράτους στον τομέα των εναέριων μεταφορών και δεν εγγυάται στις εταιρίες άλλων κρατών μελών που έχουν κάνει χρήση της ελευθερίας εγκαταστάσεως ίση μεταχείριση με τις εγχώριες εταιρίες αυτού του κράτους μέλους - Δεν επιτρέπεται - Δεν έχει εφαρμογή η επιφύλαξη περί δημόσιας τάξης

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 52 και 56 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 43 ΕΚ και 46 ΕΚ) και άρθρο 58 (νυν άρθρο 48 ΕΚ)]

    Περίληψη

    1. Η Επιτροπή, ενόψει του ρόλου της ως θεματοφύλακα της Συνθήκης, είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει αφενός αν είναι σκόπιμο να κινήσει τη διαδικασία αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους και αφετέρου λόγω ποιας πράξεως ή παραλείψεως καταλογιστέας στο οικείο κράτος μέλος πρέπει να κινηθεί η διαδικασία αυτή. Στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που της απονέμει το άρθρο 169 της Συνθήκης (νυν άρθρο 226 ΕΚ), η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδεικνύει την ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντος.

    ( βλ. σκέψη 38 )

    2. Στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως κράτους μέλους πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη.

    ( βλ. σκέψη 42 )

    3. Ο στόχος της προβλεπόμενης στο άρθρο 169 της Συνθήκης (νυν άρθρο 226 ΕΚ) διαδικασίας πριν από την άσκηση της προσφυγής είναι να παράσχει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τη δυνατότητα να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο ή να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή. Το νομότυπο της διαδικασίας αυτής συνιστά ουσιώδη εγγύηση που παρέχει η Συνθήκη όχι μόνο για την προστασία των δικαιωμάτων του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά και για να εξασφαλιστεί ότι η διαδικασία που θα κινηθεί ενδεχομένως ενώπιον του Δικαστηρίου θα έχει ως αντικείμενο μια σαφώς καθορισμένη διαφορά.

    Από τον στόχο αυτό προκύπτει ότι το έγγραφο οχλήσεως έχει ως σκοπό, αφενός, να οριοθετήσει το αντικείμενο της διαφοράς και να παράσχει στο κράτος μέλος που καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του τα αναγκαία στοιχεία για την προετοιμασία της άμυνάς του και, αφετέρου, να του δώσει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί πριν η υπόθεση φθάσει στο Δικαστήριο.

    Αν και η αιτιολογημένη γνώμη που προβλέπεται στο άρθρο 169 της Συνθήκης πρέπει να εκθέτει με λογική πληρότητα και λεπτομερώς τους λόγους που ώθησαν την Επιτροπή να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος παρέβη υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη, για το έγγραφο οχλήσεως δεν μπορεί να απαιτείται τόσο μεγάλη ακρίβεια, αφού το έγγραφο αυτό κατ' ανάγκη συνίσταται σε μια πρώτη σύντομη περίληψη των αιτιάσεων.

    ( βλ. σκέψεις 46-48 )

    4. Μολονότι το άρθρο 234 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 307 ΕΚ) εφαρμόζεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που απορρέουν από συμφωνίες που συνήψαν τα κράτη μέλη πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης, το άρθρο αυτό δεν έχει, αντίθετα, εφαρμογή στις τροποποιήσεις που επιφέρουν τα κράτη μέλη στις συμφωνίες αυτές αναλαμβάνοντας νέες δεσμεύσεις μετά την την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης.

    ( βλ. σκέψη 69 )

    5. Μολονότι το άρθρο 84, παράγραφος 2, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ) μπορεί να χρησιμοποιηθεί από το Συμβούλιο ως νομική βάση για την απονομή στην Κοινότητα της εξουσίας συνάψεως διεθνούς συμφωνίας στον τομέα των εναέριων μεταφορών σε δεδομένη περίπτωση, δεν μπορεί, αντίθετα, να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω άρθρο δημιουργεί αφ' εαυτού κοινοτική εξωτερική αρμοδιότητα στον τομέα των εναέριων μεταφορών.

    Η αρμοδιότητα της Κοινότητας να αναλαμβάνει διεθνείς δεσμεύσεις μπορεί όχι μόνο να απονέμεται ρητά από τη Συνθήκη, αλλά και να συνάγεται σιωπηρώς από διατάξεις της Συνθήκης. Τέτοια σιωπηρώς συναγόμενη εξωτερική αρμοδιότητα υφίσταται όχι μόνο σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η εσωτερική αρμοδιότητα έχει ασκηθεί ήδη με σκοπό τη θέσπιση μέτρων για την υλοποίηση της κοινής πολιτικής σε διαφόρους τομείς, αλλά και στην περίπτωση στην οποία τα εσωτερικά κοινοτικά μέτρα θεσπίζονται λόγω ακριβώς της συνάψεως και της θέσεως σε εφαρμογή της διεθνούς συμφωνίας. Επομένως, η αρμοδιότητα για την ανάληψη δεσμεύσεων της Κοινότητας έναντι των τρίτων χωρών μπορεί να απορρέει σιωπηρώς από τις διατάξεις της Συνθήκης που θεσπίζουν την εσωτερική αρμοδιότητα, εφόσον η συμμετοχή της Κοινότητας στη διεθνή συμφωνία είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους της Κοινότητας.

    Η τελευταία αυτή περίπτωση είναι η περίπτωση κατά την οποία η εσωτερική αρμοδιότητα μπορεί να ασκηθεί επωφελώς μόνον συγχρόνως με την εξωτερική αρμοδιότητα, οπότε η σύναψη διεθνούς συμφωνίας είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης, οι οποίοι δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν με τη θέσπιση αυτοτελών κανόνων.

    Καμία διάταξη της Συνθήκης δεν εμποδίζει τα κοινοτικά όργανα να οργανώνουν, στο πλαίσιο των κοινών κανόνων που θεσπίζουν, συντονισμένες ενέργειες έναντι των τρίτων κρατών ή να καθορίζουν τη στάση που πρέπει να τηρούν τα κράτη μέλη στις εξωτερικές τους σχέσεις, προκειμένου να αποφευχθούν οι διακρίσεις ή οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που θα μπορούσαν να προκύψουν από την εκτέλεση των δεσμεύσεων που ανέλαβαν ορισμένα κράτη μέλη έναντι τρίτου κράτους με τις λεγόμενες συμφωνίες «ελεύθερης αεροπλο_ας». Δεν αποδείχθηκε επομένως ότι, λόγω αυτών των διακρίσεων ή των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, οι στόχοι της Συνθήκης στον τομέα των εναέριων μεταφορών δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν με τη θέσπιση αυτοτελών κανόνων.

    Η ανωτέρω διαπίστωση δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι πράξεις που εξέδωσε το Συμβούλιο σχετικά με την εσωτερική αγορά εναέριων μεταφορών περιλαμβάνουν ορισμένες διατάξεις που αφορούν τους υπηκόους τρίτων χωρών. Ο σχετικά περιορισμένος χαρακτήρας των διατάξεων αυτών αποκλείει τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι η υλοποίηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των εναέριων μεταφορών υπέρ των υπηκόων των κρατών μελών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μεταχείριση που πρέπει να επιφυλάσσεται εντός της Κοινότητας στους υπηκόους τρίτων χωρών ή εντός των τρίτων χωρών στους υπηκόους των κρατών μελών.

    ( βλ. σκέψεις 81-83, 85, 87 )

    6. Κάθε φορά που, για την εφαρμογή μιας προβλεπόμενης από τη Συνθήκη κοινής πολιτικής, η Κοινότητα εκδίδει διατάξεις οι οποίες θεσπίζουν, με οποιαδήποτε μορφή, κοινούς κανόνες, τα κράτη μέλη δεν έχουν πλέον το δικαίωμα, ασχέτως του αν δρουν ατομικά ή έστω συλλογικά, να αναλαμβάνουν έναντι τρίτων χωρών υποχρεώσεις που θίγουν αυτούς τους κανόνες ή αλλοιώνουν το περιεχόμενό τους· μετά την προοδευτική θέσπιση αυτών των κοινών κανόνων δηλαδή, μόνον η Κοινότητα είναι σε θέση να αναλαμβάνει και να εκτελεί, σε ολόκληρο το πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής έννομης τάξης, τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί έναντι τρίτων χωρών.

    Αν τα κράτη μέλη ήσαν ελεύθερα να αναλαμβάνουν διεθνείς δεσμεύσεις που να θίγουν τους κοινούς κανόνες που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 84, παράγραφος 2, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ), θα διακυβευόταν η επίτευξη του σκοπού των κανόνων αυτών και, συνεπώς, η Κοινότητα θα εμποδιζόταν να επιτελέσει το έργο της για την προάσπιση του κοινού συμφέροντος.

    Η Κοινότητα αποκτά εξωτερική αρμοδιότητα λόγω της ασκήσεως της εσωτερικής αρμοδιότητάς της, όταν οι διεθνείς δεσμεύσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κοινών κανόνων ή, έστω, σε τομέα που καλύπτεται ήδη σε μεγάλο βαθμό από τους κανόνες αυτούς. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αναλαμβάνουν διεθνείς δεσμεύσεις εκτός του πλαισίου των κοινών θεσμικών οργάνων, ακόμη και αν δεν υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ των δεσμεύσεων αυτών και των κοινών κανόνων.

    Επομένως, αν η Κοινότητα έχει περιλάβει στις εσωτερικές νομοθετικές πράξεις της ρήτρες σχετικές με τη μεταχείριση που πρέπει να επιφυλάσσεται στους υπηκόους τρίτων χωρών ή έχει παράσχει ρητώς στα όργανά της αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τις τρίτες χώρες, αποκτά αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα στο μέτρο που καλύπτεται από τις πράξεις αυτές.

    Το ίδιο ισχύει ακόμη και ελλείψει ρητής ρήτρας περί εξουσιοδοτήσεως των κοινοτικών οργάνων να διεξαγάγουν διαπραγματεύσεις με τρίτες χώρες, όταν η Κοινότητα έχει πραγματοποιήσει πλήρη εναρμόνιση σε ορισμένο τομέα, διότι οι κοινοί κανόνες που έχουν θεσπιστεί κατ' αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να θιγούν κατά την έννοια της αποφάσεως της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, AETR, αν τα κράτη μέλη διατηρούσαν ελευθερία διαπραγματεύσεων με τις τρίτες χώρες.

    Αντίθετα, οι στρεβλώσεις στη ροή των υπηρεσιών εντός της εσωτερικής αγοράς που ενδέχεται να προκαλέσουν οι διμερείς συμφωνίες «ελεύθερης αεροπλο_ας» που έχουν συνάψει τα κράτη μέλη με ορισμένες τρίτες χώρες δεν θίγουν καθεαυτές τους κοινούς κανόνες που έχουν θεσπιστεί στον οικείο τομέα και, συνεπώς, δεν μπορούν να θεμελιώσουν εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

    Καμία διάταξη της Συνθήκης δεν εμποδίζει τα κοινοτικά όργανα να οργανώνουν, με τους κοινούς κανόνες που θεσπίζουν, συντονισμένες ενέργειες έναντι των τρίτων χωρών ή να υπαγορεύουν στα κράτη μέλη τη στάση που πρέπει να τηρούν στις εξωτερικές τους σχέσεις.

    ( βλ. σκέψεις 103, 105, 107-112 )

    7. Από τον τίτλο και το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2408/92, για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών, προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός αφορά την πρόσβαση των κοινοτικών μόνο αερομεταφορέων στα δρομολόγια των ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών, οι δε αερομεταφορείς αυτοί ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο β_, του κανονισμού αυτού ως οι αερομεταφορείς που έχουν έγκυρη άδεια εκμεταλλεύσεως που έχει εκδοθεί από κράτος μέλος σύμφωνα με τον κανονισμό 2407/92, περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων.

    Ο τελευταίος αυτός κανονισμός, όπως προκύπτει από τα άρθρα του 1, παράγραφος 1, και 4, καθορίζει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση από τα κράτη μέλη αδειών εκμεταλλεύσεως στις εγκατεστημένες στην Κοινότητα επιχειρήσεις εναέριων μεταφορών οι οποίες, με την επιφύλαξη των συμφωνιών και συμβάσεων των οποίων η Κοινότητα είναι συμβαλλόμενο μέρος, ανήκουν απευθείας ή κατά πλειοψηφία των μετοχών στα κράτη μέλη ή/και σε υπηκόους κρατών μελών και επί των οποίων ασκείται πραγματικός έλεγχος από τα κράτη αυτά ή τους εν λόγω υπηκόους, καθώς και τις προϋποθέσεις για τη διατήρηση των αδειών αυτών σε ισχύ.

    Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 2408/92 δεν ρυθμίζει τη χορήγηση δικαιωμάτων εξυπηρετήσεως ενδοκοινοτικών δρομολογίων σε μη κοινοτικούς μεταφορείς. Ομοίως, ο κανονισμός 2407/92 δεν ρυθμίζει τις άδειες εκμεταλλεύσεως των μη κοινοτικών αερομεταφορέων που δραστηριοποιούνται εντός της Κοινότητας.

    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι θίγει τους εν λόγω κανονισμούς η διμερής συμφωνία εναέριων μεταφορών που έχει συναφθεί μεταξύ κράτους μέλους και τρίτου κράτους για τον λόγο ότι επιτρέπει στις αεροπορικές εταιρίες που έχουν ορισθεί από το τρίτο αυτό κράτος να μεταφέρουν επιβάτες μεταξύ του εν λόγω κράτους μέλους και άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όταν εκτελούν πτήση με τόπο εκκινήσεως ή προορισμού στο τρίτο κράτος.

    ( βλ. σκέψεις 114, 116-118 )

    8. Το άρθρο 5 της Συνθήκης (νυν άρθρο 10 ΕΚ) επιβάλλει στα κράτη μέλη να διευκολύνουν την Κοινότητα στην εκτέλεση της αποστολής της και να απέχουν από κάθε μέτρο δυνάμενο να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης.

    Στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων, η αποστολή της Κοινότητας και οι σκοποί της Συνθήκης θα διακυβεύονταν, αν τα κράτη μέλη μπορούσαν να αναλαμβάνουν διεθνείς δεσμεύσεις, οι οποίες να περιλαμβάνουν κανόνες ικανούς να θίξουν τους κανόνες τους οποίους έχει θεσπίσει η Κοινότητα ή να αλλοιώσουν το περιεχόμενό τους.

    Το κράτος μέλος, αναλαμβάνοντας διεθνείς δεσμεύσεις σχετικά με τους αεροπορικούς ναύλους που εφαρμόζουν σε ενδοκοινοτικά δρομολόγια οι οριζόμενοι από τρίτο κράτος μεταφορείς και σχετικά με τα ηλεκτρονικά συστήματα κρατήσεως θέσεων που προσφέρονται για χρήση ή χρησιμοποιούνται στο εθνικό του έδαφος, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης και από τους κανονισμούς 2409/92, για τους ναύλους και τα κόμιστρα των αεροπορικών γραμμών, και 2299/89, για τη θέσπιση κώδικα συμπεριφοράς για τα ηλεκτρονικά συστήματα κράτησης θέσεων.

    ( βλ. σκέψεις 135-137 )

    9. Το άρθρο 52 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 43 ΕΚ) μπορεί κάλλιστα να εφαρμόζεται στις εγκατεστημένες σε κράτος μέλος αεροπορικές εταιρίες που παρέχουν υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας. Το άρθρο 52 αφορά όλες τις εταιρίες που είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, ακόμη και αν αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους εντός του κράτους αυτού είναι υπηρεσίες με προορισμό τρίτες χώρες.

    Το άρθρο 52 της Συνθήκης και το άρθρο 58 της Συνθήκης (νυν άρθρο 48 ΕΚ) εξασφαλίζουν στους κοινοτικούς υπηκόους που έχουν ασκήσει την ελευθερία εγκαταστάσεως, καθώς και στις εταιρίες που εξομοιούνται με αυτούς, ίδια μεταχείριση με τους ημεδαπούς στο κράτος μέλος υποδοχής, όσον αφορά τόσο την πρόσβαση σε επαγγελματική δραστηριότητα κατά την πρώτη εγκατάσταση, όσο και την άσκηση της δραστηριότητας αυτής από το εγκατεστημένο στο κράτος μέλος υποδοχής πρόσωπο.

    Ειδικότερα, η αρχή περί μεταχειρίσεως του ενδιαφερομένου ως ημεδαπού επιβάλλει στο κράτος μέλος που είναι συμβαλλόμενο μέρος σε διμερή διεθνή σύμβαση συναφθείσα με τρίτη χώρα να χορηγεί στις μόνιμες εγκαταστάσεις των εταιριών, η έδρα των οποίων βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, τα προβλεπόμενα από την εν λόγω σύμβαση πλεονεκτήματα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που εφαρμόζονται στις εταιρίες, η έδρα των οποίων βρίσκεται στο κράτος μέλος που είναι συμβαλλόμενο μέρος της συμβάσεως.

    Όταν έχει συναφθεί μεταξύ κράτους μέλους και τρίτου κράτους συμφωνία «ελεύθερης αεροπλο_ας», η περιλαμβανόμενη στη συμφωνία ρήτρα περί της ιδιοκτησίας και του ελέγχου των αεροπορικών εταιριών που επιτρέπει συγκεκριμένα στο τρίτο κράτος να ανακαλεί, να αναστέλλει ή να περιορίζει τις άδειες εκμεταλλεύσεως ή τις τεχνικής φύσεως άδειες των εταιριών που έχουν οριστεί μεν από το κράτος μέλος, αλλά δεν ανήκουν σε σημαντικό ποσοστό στο κράτος μέλος αυτό ή σε υπηκόους του και δεν ελέγχονται ουσιαστικά από αυτούς, θίγει αναμφίβολα τις εγκατεστημένες στο κράτος μέλος αυτό αεροπορικές εταιρίες, εφόσον ανήκουν σε σημαντικό ποσοστό είτε σε άλλο κράτος μέλος εκτός του κράτους υποδοχής είτε σε υπηκόους άλλου κράτους μέλους και ελέγχονται ουσιαστικά από το άλλο αυτό κράτος μέλος ή υπηκόους του.

    Οι ευεργετικές διατάξεις της εν λόγω διμερούς συμφωνίας μπορούν να μην εφαρμόζονται στις τελευταίες αυτές αεροπορικές εταιρίες, τις λεγόμενες κοινοτικές αεροπορικές εταιρίες, ενώ αντίθετα εφαρμόζονται οπωσδήποτε στις λεγόμενες εγχώριες αεροπορικές εταιρίες, η κυριότητα και ο ουσιαστικός έλεγχος επί των οποίων ανήκουν σε σημαντικό ποσοστό στο κράτος μέλος ή σε υπηκόους του. Επομένως, οι κοινοτικές αεροπορικές εταιρίες υφίστανται διάκριση που δεν επιτρέπει τη μεταχείρισή τους ως ημεδαπών στο κράτος μέλος υποδοχής.

    Η διάκριση αυτή απορρέει άμεσα όχι από την ενδεχόμενη στάση του τρίτου κράτους, αλλά από τη ρήτρα περί της ιδιοκτησίας και του ελέγχου των αεροπορικών εταιριών, η οποία ακριβώς παρέχει στο τρίτο κράτος αυτό το δικαίωμα να τηρεί τη στάση αυτή.

    Το κράτος μέλος δεν μπορεί, για να δικαιολογήσει τη διάκριση αυτή, να στηριχτεί στο άρθρο 56 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 46 ΕΚ), εφόσον, πρώτον, η προαναφερθείσα ρήτρα συνεπάγεται ότι η ευχέρεια αρνήσεως χορηγήσεως ή ανακλήσεως άδειας αεροπορικής εταιρίας που έχει οριστεί από τον αντισυμβαλλόμενο δεν υφίσταται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η αεροπορική αυτή εταιρία συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη του συμβαλλόμενου μέρους που χορηγεί τις εν λόγω άδειες και εφόσον, δεύτερον, δεν υπάρχει, εν πάση περιπτώσει, καμία άμεση συνάφεια μεταξύ μιας τέτοιας - υποθετικής επιπλέον - απειλής για τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους, η οποία θα συνίστατο στον εκ μέρους του τρίτου κράτους καθορισμό μιας αεροπορικής εταιρίας, και της γενικευμένης διακρίσεως σε βάρος των κοινοτικών αεροπορικών εταιριών.

    ( βλ. σκέψεις 146, 148-151, 153-154, 157-159 )

    Top