Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62023CJ0107

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 24ης Ιουλίου 2023.
    C.I. κ.λπ. κατά Statul român.
    Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Σύμβαση ΠΟΣ – Άρθρο 2, παράγραφος 1 – Υποχρέωση καταπολέμησης της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με αποτρεπτικά και αποτελεσματικά μέτρα – Υποχρέωση θέσπισης ποινικών κυρώσεων – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Σοβαρή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ – Προθεσμία παραγραφής του αξιοποίνου – Απόφαση Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ανίσχυρη εθνική διάταξη που διέπει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας αυτής – Συστημικός κίνδυνος ατιμωρησίας – Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχή “ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο” – Απαιτήσεις προβλεψιμότητας και σαφήνειας του ποινικού νόμου – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Εθνικό πρότυπο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Υποχρέωση των δικαστηρίων κράτους μέλους να αφήνουν ανεφάρμοστες αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή/και του ανώτατου δικαστηρίου του εν λόγω κράτους μέλους σε περίπτωση μη συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης – Πειθαρχική ευθύνη των δικαστών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις αποφάσεις αυτές – Αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.
    Υπόθεση C-107/23 PPU.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:606

    Υπόθεση C‑107/23 PPU[Lin] ( i ),

    Ποινική δίκη

    κατά

    C.I. κ.λπ.

    (αίτηση του Curtea de Apel Braşov για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 24ης Ιουλίου 2023

    «Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Σύμβαση ΠΟΣ – Άρθρο 2, παράγραφος 1 – Υποχρέωση καταπολέμησης της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με αποτρεπτικά και αποτελεσματικά μέτρα – Υποχρέωση θέσπισης ποινικών κυρώσεων – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Σοβαρή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ – Προθεσμία παραγραφής του αξιοποίνου – Απόφαση Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ανίσχυρη εθνική διάταξη που διέπει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας αυτής – Συστημικός κίνδυνος ατιμωρησίας – Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχή “ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο” – Απαιτήσεις προβλεψιμότητας και σαφήνειας του ποινικού νόμου – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Εθνικό πρότυπο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Υποχρέωση των δικαστηρίων κράτους μέλους να αφήνουν ανεφάρμοστες αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή/και του ανώτατου δικαστηρίου του εν λόγω κράτους μέλους σε περίπτωση μη συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης – Πειθαρχική ευθύνη των δικαστών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις αποφάσεις αυτές – Αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης»

    1. Προδικαστικά ερωτήματα – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Προϋποθέσεις – Αυτεπάγγελτη εξέταση εκ μέρους του Δικαστηρίου – Στέρηση της ελευθερίας προσώπου – Έκβαση της ένδικης διαδικασίας δυνάμενη να επηρεάσει τη στέρηση της ελευθερίας

      (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 23α· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 107)

      (βλ. σκέψεις 48-56)

    2. Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης και λοιπών παράνομων δραστηριοτήτων – Υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν αποτελεσματικές και αποτρεπτικές κυρώσεις – Περιεχόμενο – Ποινικά αδικήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Καθορισμός των προθεσμιών παραγραφής – Αρμοδιότητα των κρατών μελών – Όρια

      (Άρθρα 4 § 2 ΣΛΕΕ και 325 ΣΛΕΕ· Σύμβαση σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 2 § 1)

      (βλ. σκέψεις 79-86)

    3. Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης και λοιπών παράνομων δραστηριοτήτων – Υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν αποτελεσματικές και αποτρεπτικές κυρώσεις – Περιεχόμενο – Υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου – Σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Εθνικό πρότυπο προστασίας σχετικό με την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» – Απαιτήσεις προβλεψιμότητας και σαφήνειας του ποινικού νόμου – Αποφάσεις Συνταγματικού Δικαστηρίου κράτους μέλους με τις οποίες κρίνεται ανίσχυρη εθνική διάταξη που διέπει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας παραγραφής σε ποινικές υποθέσεις – Συνέπεια – Θέση στο αρχείο σημαντικού αριθμού ποινικών υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων υποθέσεων σχετικά με αδικήματα σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να αφήνουν ανεφάρμοστες τις αποφάσεις αυτές – Δεν υφίσταται

      (Άρθρο 325 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 51 § 1· Σύμβαση σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 2 § 1)

      (βλ. σκέψεις 91-101, 110-118, 125, διατακτ. 1)

    4. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Αρχή «ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» – Περιεχόμενο

      (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 49 § 1)

      (βλ. σκέψεις 104-108)

    5. Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης και λοιπών παράνομων δραστηριοτήτων – Υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν αποτελεσματικές και αποτρεπτικές κυρώσεις – Περιεχόμενο – Υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου – Σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Εθνικό πρότυπο σχετικό με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) – Αμφισβήτηση της διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου στις υποθέσεις που αφορούν αδικήματα σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης – Πρότυπο εφαρμοστέο στις διαδικαστικές πράξεις που έλαβαν χώρα πριν από τη διαπίστωση του ανίσχυρου της εθνικής διάταξης που διέπει τους λόγους τέτοιας διακοπής – Υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να αφήνουν ανεφάρμοστο το πρότυπο αυτό

      (Άρθρο 325 § 1 ΣΛΕΕ· Σύμβαση σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 2 § 1)

      (βλ. σκέψεις 119-125, διατακτ. 1)

    6. Δίκαιο της Ένωσης – Υπεροχή – Αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του ανώτατου δικαστηρίου κράτους μέλους αντιβαίνουσες σε διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν άμεσο αποτέλεσμα – Εθνική ρύθμιση ή πρακτική που απαγορεύει στα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού, με κίνδυνο στοιχειοθέτησης της πειθαρχικής ευθύνης των οικείων δικαστών, να αφήνουν αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστες τις αποφάσεις αυτές – Δεν επιτρέπεται

      (Άρθρο 267 και 325 § 1 ΣΛΕΕ· Σύμβαση σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 2 § 1)

      (βλ. σκέψεις 128-137, διατακτ. 2)

    Σύνοψη

    Κατά τη διάρκεια του 2010, οι C.I., C.O., K.A., L.N. και S.P. (στο εξής: ενδιαφερόμενοι) παρέλειψαν να καταχωρίσουν στα λογιστικά βιβλία τους εμπορικές πράξεις που πραγματοποίησαν, καθώς και έσοδα από την πώληση, σε ημεδαπούς αποδέκτες, ποσοτήτων πετρελαίου εσωτερικής καύσης που είχαν αποκτήσει υπό καθεστώς αναστολής της καταβολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης, προκαλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ζημία στο Δημόσιο, ιδίως όσον αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης.

    Με απόφαση που δημοσιεύθηκε στις 25 Ιουνίου 2018, το Curtea Constitutională (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ρουμανία) έκρινε αντισυνταγματική εθνική διάταξη σχετικά με τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου με το σκεπτικό ότι παραβίαζε την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» ( 1 ). Το ίδιο αυτό δικαστήριο διευκρίνισε στη συνέχεια, με απόφαση που δημοσιεύθηκε στις 9 Ιουνίου 2022, ότι, λαμβανομένης υπόψη της μη παρέμβασης του Ρουμάνου νομοθέτη αμέσως μετά από την απόφαση αυτή του 2018, το ρουμανικό θετικό δίκαιο δεν προέβλεπε κανέναν λόγο διακοπής της εν λόγω προθεσμίας παραγραφής κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας δημοσίευσης της τελευταίας αυτής αποφάσεως και της 30ής Μαΐου 2022, ημερομηνίας κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ η διάταξη που αντικατέστησε τη διάταξη που είχε κηρυχθεί ανίσχυρη ( 2 ).

    Με απόφαση της 30ής Ιουνίου 2020, το Curtea de Apel Brașov (εφετείο Braşov, Ρουμανία), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, καταδίκασε τους ενδιαφερόμενους ή επικύρωσε την καταδίκη τους σε ποινές φυλάκισης για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής και της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Οι ενδιαφερόμενοι άσκησαν κατά της αποφάσεως αυτής έκτακτα ένδικα μέσα αίτησης επανάληψης της διαδικασίας, για τον λόγο ότι είχαν καταδικαστεί μολονότι η προθεσμία παραγραφής του αξιοποίνου είχε ήδη παρέλθει. Ειδικότερα, προέβαλαν ότι το γεγονός ότι, κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, το θετικό δίκαιο δεν προέβλεπε κανέναν λόγο διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου συνιστά αφ’ εαυτού επιεικέστερο ποινικό νόμο, ο οποίος θα έπρεπε να εφαρμοστεί στην περίπτωσή τους σύμφωνα με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior). Στο πλαίσιο αυτό επικαλέστηκαν απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ρουμανία), με την οποία το δικαστήριο αυτό είχε κρίνει ότι κατά αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί, καταρχήν, να ασκηθεί έκτακτο ένδικο μέσο αίτησης επανάληψης της διαδικασίας στηριζόμενης στα αποτελέσματα των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου θεωρούμενων ως επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) ( 3 ).

    Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι, αν γινόταν δεκτή μια τέτοια ερμηνεία, η προθεσμία παραγραφής θα είχε, εν προκειμένω, παρέλθει πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση με την οποία καταδικάστηκαν οι αιτούντες της κύριας δίκης, περίσταση η οποία θα συνεπαγόταν την παύση της ποινικής δίωξης και την αδυναμία καταδίκης των αιτούντων.

    Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν η ερμηνεία αυτή συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον θα συνεπαγόταν την απαλλαγή των ενδιαφερομένων από την ποινική τους ευθύνη για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι μπορεί να χρειαστεί, αν κριθεί ότι δεν είναι δυνατή ερμηνεία σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης, να αφήσει ανεφάρμοστες τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή/και του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Ωστόσο, το νέο πειθαρχικό καθεστώς καθιστά δυνατή την επιβολή κυρώσεων σε δικαστές, οι οποίοι, ενεργώντας κακόπιστα ή επιδεικνύοντας βαριά αμέλεια, δεν συμμορφώνονται με τις αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών.

    Στο πλαίσιο της κινηθείσας αυτεπαγγέλτως επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου διευκρινίζει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών που απορρέουν, αφενός, από τις απαιτήσεις καταπολέμησης της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και, αφετέρου, από την επιταγή σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά προστατεύονται στο δίκαιο της Ένωσης και στο εθνικό δίκαιο.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ούτε το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ούτε το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ ( 4 ) υποχρεώνουν τα δικαστήρια κράτους μέλους να αφήνουν ανεφάρμοστες τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου με τις οποίες κρίνεται ανίσχυρη εθνική νομοθετική διάταξη που διέπει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας παραγραφής σε ποινικές υποθέσεις, ακόμη και αν οι αποφάσεις αυτές συνεπάγονται ότι ένας σημαντικός αριθμός ποινικών υποθέσεων, μεταξύ άλλων σχετικών με αδικήματα σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, θα τεθούν στο αρχείο λόγω της παραγραφής του αξιοποίνου.

    Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρινίζει καταρχάς ότι, καίτοι η θέσπιση κανόνων περί παραγραφής του αξιοποίνου για αδικήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ενέπιπτε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα τελευταία οφείλουν, κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας, να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, οφείλουν να καταπολεμούν την απάτη και οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με αποτελεσματικά και αποτρεπτικά μέτρα καθώς και να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου συμπεριφορές που συνιστούν απάτη σε βάρος τέτοιων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της απάτης ως προς τον ΦΠΑ, να τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις. Συναφώς, τα κράτη αυτά πρέπει να μεριμνούν ώστε οι προβλεπόμενοι από το εθνικό δίκαιο κανόνες παραγραφής να παρέχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής καταστολής των εγκλημάτων που συνδέονται με τέτοιου είδους απάτες.

    Ωστόσο, η εφαρμογή των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου με τις οποίες κρίθηκε ανίσχυρη η εθνική νομοθετική διάταξη που διέπει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου θα συνεπαγόταν την παύση της ποινικής δίωξης και την αδυναμία καταδίκης των ενδιαφερομένων. Η εφαρμογή αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει, επιπλέον, στην άρση του αξιοποίνου σε σημαντικό αριθμό άλλων υποθέσεων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται συστημικός κίνδυνος ατιμωρησίας για τα αδικήματα της σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι ασύμβατος με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη από το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ.

    Καθόσον οι διατάξεις αυτές έχουν άμεσο αποτέλεσμα, δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, καταρχήν, να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστες διατάξεις εσωτερικού δικαίου οι οποίες, στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο σοβαρά αδικήματα απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, εμποδίζουν την εφαρμογή κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα για την καταπολέμηση των εν λόγω αδικημάτων. Προκύπτει, επομένως, καταρχήν, ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να αφήνουν ανεφάρμοστες τις εν λόγω αποφάσεις.

    Τούτου λεχθέντος, δεδομένου ότι οι ποινικές διαδικασίες που αφορούν αδικήματα στον τομέα του ΦΠΑ συνιστούν εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), είναι επίσης αναγκαίο να εξεταστεί αν η υποχρέωση μη εφαρμογής τέτοιων αποφάσεων προσκρούει στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και, εν προκειμένω, των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται, στην έννομη τάξη της Ένωσης, στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη ( 5 ). Στο μέτρο που οι κανόνες περί παραγραφής σε ποινικές υποθέσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, η υποχρέωση μη εφαρμογής των εν λόγω αποφάσεων δεν είναι ικανή να προσβάλει τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως αυτά διασφαλίζονται από την εν λόγω διάταξη.

    Ωστόσο, όταν δικαστήριο κράτους μέλους καλείται να ελέγξει τη συμφωνία προς τα θεμελιώδη δικαιώματα εθνικής διατάξεως ή εθνικού μέτρου τα οποία, σε μια κατάσταση στην οποία η δράση των κρατών μελών δεν καθορίζεται εξ ολοκλήρου από το δίκαιο της Ένωσης, εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια διατηρούν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό τον όρον ότι η εφαρμογή αυτή δεν διακυβεύει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, ούτε την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης. Στο μέτρο που, στο ρουμανικό δίκαιο, οι κανόνες περί διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου εμπίπτουν στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και, συνεπώς, διέπονται από την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» και από την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), οι αρχές αυτές πρέπει να νοούνται ως εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

    Συναφώς, το Δικαστήριο, πρώτον, υπενθυμίζει τη σημαντική θέση που κατέχει, τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις, η αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», με τις απαιτήσεις της όσον αφορά την προβλεψιμότητα, τη σαφήνεια και τη μη αναδρομικότητα της ποινικής νομοθεσίας. Οι απαιτήσεις αυτές συνιστούν ειδική έκφραση της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου που συνιστά ουσιώδες στοιχείο του κράτους δικαίου το οποίο προσδιορίζεται στο άρθρο 2 ΣΛΕΕ τόσο ως θεμελιώδης αξία της Ένωσης όσο και κοινή στα κράτη μέλη αξία.

    Εν προκειμένω, το Συνταγματικό Δικαστήριο εφάρμοσε ένα εθνικό πρότυπο προστασίας της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», με τις απαιτήσεις της σχετικά με την προβλεψιμότητα και τη σαφήνεια, ως πρόσθετη προστασία έναντι της αυθαιρεσίας σε ποινικές υποθέσεις όπως αυτή υπαγορεύεται από το δίκαιο της Ένωσης, δυνάμει της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Υπό το πρίσμα της σημασίας της προστασίας αυτής έναντι της αυθαιρεσίας, ένα τέτοιο πρότυπο προστασίας μπορεί να αποκλείσει την υποχρέωση που υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια, δυνάμει του άρθρου 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, να αφήνουν ανεφάρμοστες τις εθνικές διατάξεις που διέπουν την παραγραφή σε ποινικές υποθέσεις.

    Δεύτερον, το Δικαστήριο κρίνει ότι, δυνάμει του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ, τα δικαστήρια κράτους μέλους οφείλουν να μην εφαρμόζουν εθνικό πρότυπο προστασίας σχετικό με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) που καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο ένδικων μέσων που στρέφονται κατά αμετάκλητων αποφάσεων, της διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου σε υποθέσεις σχετικές με τα αδικήματα της σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από διαδικαστικές πράξεις διενεργηθείσες πριν από τη διαπίστωση του ανίσχυρου της εθνικής νομοθετικής διάταξης που διέπει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας παραγραφής σε ποινικές υποθέσεις.

    Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς το εθνικό πρότυπο προστασίας που σχετίζεται με την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», ως προς με τις απαιτήσεις της όσον αφορά την προβλεψιμότητα και τη σαφήνεια της ποινικής νομοθεσίας, το οποίο εξουδετερώνει μόνο το αποτέλεσμα διακοπής που συνεπάγονται διαδικαστικές πράξεις διενεργηθείσες κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 25ης Ιουνίου 2018, ημερομηνίας δημοσίευσης της απόφασης που διαπίστωσε το ανίσχυρο της επίμαχης εθνικής νομοθετικής διάταξης, και της 30ής Μαΐου 2022, ημερομηνίας έναρξης ισχύος της διάταξης που αντικατέστησε την εν λόγω διάταξη, το εθνικό πρότυπο προστασίας σχετικά με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) καθιστά δυνατή την εξουδετέρωση του αποτελέσματος διακοπής που συνεπάγονται διαδικαστικές πράξεις οι οποίες είχαν διενεργηθεί πριν ακόμη από τις 25 Ιουνίου 2018. Η εφαρμογή τέτοιου προτύπου αυξάνει, επομένως, τον συστημικό κίνδυνο ατιμωρησίας για τα αδικήματα της σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά παράβαση των επιταγών του άρθρου 325, ΣΛΕΕ και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαίας στάθμισης μεταξύ, αφενός, του τελευταίου αυτού εθνικού προτύπου προστασίας και, αφετέρου, των διατάξεων του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ, η εφαρμογή του εν λόγω προτύπου από εθνικό δικαστήριο δύναται να θέσει σε κίνδυνο την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης.

    Τέλος, το δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική δυνάμει της οποίας τα εθνικά τακτικά δικαστήρια κράτους μέλους δεσμεύονται από τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και από τις αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού και δεν δύνανται, εξ αυτού του λόγου και με κίνδυνο στοιχειοθέτησης πειθαρχικής ευθύνης των οικείων δικαστών, να αφήνουν αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις αυτές, ακόμη και αν εκτιμούν, υπό το πρίσμα αποφάσεως του Δικαστηρίου, ότι η επίμαχη νομολογία αντιβαίνει σε διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν άμεσο αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι εθνικό δικαστήριο εκπληρώνει τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί από τις συνθήκες και τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των συνθηκών αυτών, εφαρμόζοντας, σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, διάταξη του δικαίου αυτού όπως το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ή το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ, όπως η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, είναι εξ ορισμού αδύνατον να χαρακτηριστεί πειθαρχικό αδίκημα των δικαστών που μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου αυτού χωρίς να παραβιάζονται ipso facto η διάταξη και η αρχή αυτή.


    ( i ) Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.

    ( 1 ) Η διάταξη αυτή, ήτοι το άρθρο 155, παράγραφος 1, του ρουμανικού ποινικού κώδικα, προέβλεπε ότι η προθεσμία παραγραφής του αξιοποίνου διακόπτεται με τη διενέργεια «οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης». Κατά το Συνταγματικό Δικαστήριο, η διάταξη αυτή στερείτο προβλεψιμότητας και παραβίαζε την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», καθόσον η φράση «οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης» περιλάμβανε και πράξεις που δεν κοινοποιούνταν στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται στο εν λόγω πρόσωπο η δυνατότητα να γνωρίζει ότι είχε ξεκινήσει νέα προθεσμία παραγραφής του αξιοποίνου των πράξεών του.

    ( 2 ) Το άρθρο 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα τροποποιήθηκε κατά το ότι η προθεσμία παραγραφής του αξιοποίνου διακόπτεται με τη διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης η οποία χρήζει κοινοποίησης στον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο.

    ( 3 ) Με την απόφαση αυτή της 25ης Οκτωβρίου 2022, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, στο ρουμανικό δίκαιο, οι κανόνες περί διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου εμπίπτουν στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και ότι, συνεπώς, υπόκεινται στην αρχή της μη αναδρομικής εφαρμογής του ποινικού νόμου, με την επιφύλαξη της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior).

    ( 4 ) Σύμβαση που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 26 Ιουλίου 1995 και επισυνάφθηκε ως παράρτημα στην πράξη του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1995 (ΕΕ 1995, C 316, σ. 48, στο εξής: Σύμβαση ΠΟΣ).

    ( 5 ) Η διάταξη αυτή, με την οποία κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης η αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» και η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), έχει ως εξής: «Κανείς δεν μπορεί να καταδικασθεί για πράξη ή παράλειψη, η οποία δεν αποτελούσε, κατά τη στιγμή της τέλεσής της, αδίκημα κατά το εθνικό ή το διεθνές δίκαιο. Επίσης, δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη, η οποία επιβάλλετο κατά τη στιγμή της τέλεσης του αδικήματος. Εάν, μετά την τέλεση του αδικήματος, προβλεφθεί με νόμο ελαφρύτερη ποινή, επιβάλλεται αυτή η ποινή».

    Top