Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62023CJ0014

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Ιουλίου 2024.
XXX κατά État belge, représenté par la Secrétaire d’État à l’Asile et la Migration.
Προδικαστική παραπομπή – Μεταναστευτική πολιτική – Οδηγία (ΕΕ) 2016/801 – Προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές – Άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ – Αίτηση εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές – Άλλοι σκοποί – Απόρριψη αιτήσεως για τη χορήγηση θεώρησης εισόδου – Λόγοι απόρριψης της αιτήσεως – Μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο – Γενική αρχή της απαγόρευσης των καταχρηστικών πρακτικών – Άρθρο 34, παράγραφος 5 – Δικονομική αυτονομία των κρατών μελών – Θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπόθεση C-14/23.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:647

Υπόθεση C‑14/23

XXX

κατά

État belge, εκπροσωπούμενου από τη Secrétaire d’État à l’Asile et la Migration

[αίτηση του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Ιουλίου 2024

«Προδικαστική παραπομπή – Μεταναστευτική πολιτική – Οδηγία (ΕΕ) 2016/801 – Προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές – Άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ – Αίτηση εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές – Άλλοι σκοποί – Απόρριψη αιτήσεως για τη χορήγηση θεώρησης εισόδου – Λόγοι απόρριψης της αιτήσεως – Μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο – Γενική αρχή της απαγόρευσης των καταχρηστικών πρακτικών – Άρθρο 34, παράγραφος 5 – Δικονομική αυτονομία των κρατών μελών – Θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

  1. Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Μεταναστευτική πολιτική – Είσοδος και διαμονή υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την έρευνα, τις σπουδές, την πρακτική άσκηση, την εθελοντική υπηρεσία, τις ανταλλαγές μαθητών ή τα εκπαιδευτικά προγράμματα και την απασχόληση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair) – Οδηγία 2016/801 – Λόγοι απόρριψης της αιτήσεως εισδοχής – Σκοποί της διαμονής άλλοι από εκείνους που αναγράφονται στην αίτηση εισδοχής – Μη μεταφορά του λόγου αυτού στο εθνικό δίκαιο – Άρνηση χορήγησης θεώρησης εισόδου με σκοπό τις σπουδές λόγω του ότι ο αιτών δεν έχει πραγματική πρόθεση να σπουδάσει – Επιτρέπεται – Εφαρμογή της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί απαγόρευσης των καταχρηστικών πρακτικών

    (Οδηγία 2016/801 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3, σημείο 3, 5 § 3, 7, 11, 20 § 2, στοιχείο στʹ, και 24)

    (βλ. σκέψεις 35-39, 41, 47, 48, 50, 51, 53-55, 58, διατακτ. 1)

  2. Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Μεταναστευτική πολιτική – Είσοδος και διαμονή υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την έρευνα, τις σπουδές, την πρακτική άσκηση, την εθελοντική υπηρεσία, τις ανταλλαγές μαθητών ή τα εκπαιδευτικά προγράμματα και την απασχόληση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair) – Οδηγία 2016/801 – Διαδικαστικές εγγυήσεις και διαφάνεια – Άρνηση χορήγησης θεώρησης εισόδου με σκοπό τις σπουδές – Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν διαδικασία η οποία να διασφαλίζει την άσκηση ένδικης προσφυγής κατά της απόφασης αυτής – Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει μόνο δικαίωμα προς άσκηση προσφυγής ακυρώσεως – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· οδηγία 2016/801 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 34 § 5)

    (βλ. σκέψεις 60-67, διατακτ. 2)

Σύνοψη

Επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο), το Δικαστήριο αποφαίνεται, αφενός, επί της εξουσίας κράτους μέλους να αρνείται να χορηγήσει σε υπήκοο τρίτης χώρας θεώρηση εισόδου με σκοπό τις σπουδές σε περίπτωση που ο αιτών δεν έχει πραγματική πρόθεση να σπουδάσει και, αφετέρου, επί της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου της αποφάσεως αυτής λαμβανομένων υπόψη των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπει η οδηγία 2016/801 ( 1 ).

Τον Αύγουστο του 2020 η πρωτοδίκως προσφεύγουσα και αναιρεσείουσα της κύριας δίκης (στο εξής: αναιρεσείουσα της κύριας δίκης), υπήκοος τρίτης χώρας, υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση θεώρησης εισόδου προκειμένου να πραγματοποιήσει σπουδές στο Βέλγιο. Η αρμόδια αρχή αρνήθηκε να της χορηγήσει τη ζητηθείσα θεώρηση με την αιτιολογία ότι από τις ανακολουθίες του σχεδίου σπουδών της προέκυπτε ότι δεν είχε πραγματική πρόθεση να πραγματοποιήσει σπουδές στο Βέλγιο. Η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης ζήτησε, εν συνεχεία, την ακύρωση της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers (Συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών, Βέλγιο). Κατόπιν απορρίψεως της προσφυγής της από το τελευταίο, άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

Στο πλαίσιο της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι η διάταξη της οδηγίας 2016/801 δυνάμει της οποίας επιτρέπεται στα κράτη μέλη να απορρίπτουν αίτηση εισδοχής οσάκις διαπιστώνεται ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας θα διαμείνει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έχει υποβάλει αίτηση εισδοχής δεν είχε μεταφερθεί στο βελγικό δίκαιο ( 2 ). Επιπλέον, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι ο τρόπος με τον οποίο ασκείται ο σχετικός έλεγχος από το Conseil du contentieux des étrangers (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών), το οποίο ασκεί απλώς και μόνον έλεγχο νομιμότητας, δεν είναι σύμφωνος προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης ( 3 ).

Διατηρώντας αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα απορρίψεως, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, της αιτήσεως εισδοχής στη βελγική επικράτεια καθώς και ως προς την έκταση του δικαστικού ελέγχου της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται τέτοια αίτηση, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Πρώτον, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2016/801, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν άδεια διαμονής με σκοπό τις σπουδές στον αιτούντα ο οποίος πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην οδηγία ( 4 ). Πλην όμως, σε καμία από τις απαιτήσεις αυτές δεν γίνεται ρητώς μνεία στην ύπαρξη πραγματικής πρόθεσης του αιτούντος να παρακολουθήσει σπουδές στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

Τούτου λεχθέντος, σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται δολίως ή καταχρηστικώς τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, ένα κράτος μέλος οφείλει να αρνείται το ευεργέτημα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όταν αυτές δεν προβάλλονται προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί των εν λόγω διατάξεων, αλλά προκειμένου να αντληθεί κάποιο όφελος από το δίκαιο της Ένωσης, ενώ δεν πληρούνται παρά μόνον τυπικώς οι προϋποθέσεις για την παροχή του οφέλους αυτού.

Συνακόλουθα, μολονότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2016/801 προβλέπει ότι το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απορρίπτει αίτηση εισδοχής στην επικράτεια όταν έχει αποδείξεις ή σοβαρούς και αντικειμενικούς λόγους που καταδεικνύουν ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας θα διαμείνει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έχει υποβάλει αίτηση εισδοχής, η διάταξη αυτή δεν αποκλείει την εφαρμογή της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί απαγορεύσεως των καταχρηστικών πρακτικών, καθόσον η εφαρμογή της εν λόγω αρχής δεν υπόκειται σε απαίτηση μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη, όπως οι διατάξεις μιας οδηγίας.

Επομένως, όταν πρόκειται περί αίτησης εισδοχής με σκοπό τις σπουδές, για τη διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιας καταχρηστικής πρακτικής απαιτείται να αποδεικνύεται ότι ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας υπέβαλε την αίτησή του εισδοχής χωρίς να έχει πραγματικά την πρόθεση να παρακολουθήσει, ως κύρια δραστηριότητα, πρόγραμμα σπουδών πλήρους φοίτησης, με σκοπό την απόκτηση τίτλου τριτοβάθμιων σπουδών αναγνωρισμένου από το εν λόγω κράτος μέλος.

Ωστόσο, η απόρριψη αιτήσεως εισδοχής είναι δυνατή μόνον εφόσον ο καταχρηστικός χαρακτήρας της συνάγεται κατά αρκούντως πρόδηλο τρόπο από το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων τα οποία έχουν στη διάθεσή τους οι αρμόδιες αρχές. Στο πλαίσιο αυτό, αφ’ ης στιγμής οι περιστάσεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας αιτήσεως εισδοχής με σκοπό τις σπουδές είναι κατ’ ανάγκην ιδιαίτερες σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να καταρτιστεί εξαντλητικός κατάλογος των κρίσιμων συναφώς στοιχείων. Ως εκ τούτου, ο τυχόν καταχρηστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας αιτήσεως δεν μπορεί να τεκμαίρεται βάσει ορισμένων στοιχείων, αλλά πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση, κατόπιν εξατομικευμένης εκτιμήσεως του συνόλου των ιδιαίτερων περιστάσεων που πλαισιώνουν την εκάστοτε αίτηση. Συναφώς, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να διενεργούν όλους τους κατάλληλους ελέγχους και να ζητούν τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι αναγκαία για μια εξατομικευμένη αξιολόγηση της αιτήσεως, ενδεχομένως καλώντας τον αιτούντα να παράσχει συναφώς διευκρινίσεις και επεξηγήσεις.

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε την αίτηση εισδοχής με σκοπό τις σπουδές έχει επίσης την πρόθεση να ασκήσει μια άλλη δραστηριότητα στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ ανάγκην ως ένδειξη για την ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής, ιδίως εάν η τελευταία αυτή δραστηριότητα δεν επηρεάζει την παρακολούθηση, ως κύριας δραστηριότητας, των σπουδών που δικαιολογούν την υποβολή της αιτήσεως. Αντιθέτως, οι ανακολουθίες στο σχέδιο σπουδών του αιτούντος μπορεί να συνιστούν μία από τις αντικειμενικές περιστάσεις που συμβάλλουν στη διαπίστωση περί της ύπαρξης καταχρηστικής πρακτικής, για τον λόγο ότι η αίτησή του αποσκοπεί, στην πραγματικότητα, σε άλλους σκοπούς και όχι στην πραγματοποίηση σπουδών, υπό την προϋπόθεση ότι οι ανακολουθίες αυτές είναι αρκούντως πρόδηλες και ότι εκτιμώνται υπό το πρίσμα όλων των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Συνακόλουθα, μια περίσταση η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως συνήθης κατά τη διάρκεια τριτοβάθμιων σπουδών, όπως ένας ενδεχόμενος αναπροσανατολισμός, δεν αρκεί από μόνη της για να αποδειχθεί ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν έχει πραγματική πρόθεση να πραγματοποιήσει σπουδές στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Ομοίως, το γεγονός και μόνον ότι οι σπουδές που πρόκειται να πραγματοποιήσει δεν συνδέονται άμεσα με τους επιδιωκόμενους επαγγελματικούς στόχους δεν είναι κατ’ ανάγκην ενδεικτικό του ότι ελλείπει η βούληση για την πραγματική παρακολούθηση των σπουδών που δικαιολογούν την αίτηση εισδοχής.

Δεύτερον, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση εισδοχής, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, ότι τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας προσφυγής του άρθρου 34, παράγραφος 5, της οδηγίας 2016/801 πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Συνακόλουθα, από την απορρέουσα από το άρθρο 47 του Χάρτη ανάγκη να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της προσφυγής που ασκείται κατά της αρχικής διοικητικής αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η αίτηση του ενδιαφερομένου προκύπτει ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως της αρχικής αυτής αποφάσεως, πρέπει να εκδίδεται νέα απόφαση εντός σύντομου χρόνου και η απόφαση αυτή να είναι σύμφωνη με την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην ακυρωτική δικαστική απόφαση.

Επομένως, όσον αφορά τις αιτήσεις εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές, το γεγονός ότι το επιληφθέν δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνο να ακυρώσει την απόφαση των αρμοδίων αρχών με την οποία απορρίφθηκε μια τέτοια αίτηση, χωρίς να δύναται να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση των αρχών αυτών ή να εκδώσει νέα απόφαση, αρκεί, κατ’ αρχήν, για να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 47 του Χάρτη, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αρχές δεσμεύονται από την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στη δικαστική απόφαση που ακυρώνει τη διοικητική απόφαση. Επιπλέον, σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες ασκείται η προσφυγή και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, εκτελείται η δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά το πέρας της διαδικασίας προσφυγής προβλέπονται κατά τρόπον ώστε να επιτρέπουν, κατ’ αρχήν, την έκδοση νέας αποφάσεως εντός σύντομου χρόνου, ούτως ώστε ο επαρκώς επιμελής υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επωφεληθεί πλήρως από τα δικαιώματα που αντλεί από την οδηγία 2016/801.


( 1 ) Οδηγία (ΕΕ) 2016/801 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την έρευνα, τις σπουδές, την πρακτική άσκηση, την εθελοντική υπηρεσία, τις ανταλλαγές μαθητών ή τα εκπαιδευτικά προγράμματα και την απασχόληση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair) (ΕΕ 2016, L 132, σ. 21, και διορθωτικό ΕΕ 2021, L 40, σ. 23).

( 2 ) Δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2016/801, ένα κράτος μέλος δύναται να απορρίπτει αίτηση όταν έχει αποδείξεις ή σοβαρούς και αντικειμενικούς λόγους που καταδεικνύουν ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας θα διαμείνει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έχει υποβάλει αίτηση εισδοχής.

( 3 ) Το άρθρο 34, παράγραφος 5, της οδηγίας 2016/801 επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι οι αποφάσεις με τις οποίες απορρίπτονται οι αιτήσεις εισδοχής υπόκεινται σε μέσα έννομης προστασίας.

( 4 ) Βλ. άρθρα 7 και 11 της οδηγίας 2016/801.

Top