Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0753

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 18ης Ιουνίου 2024.
    QY κατά Bundesrepublik Deutschland.
    Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και την ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Έλλειψη δυνατότητας των αρχών κράτους μέλους να απορρίψουν αίτηση ασύλου ως απαράδεκτη λόγω προηγούμενης χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα σε άλλο κράτος μέλος – Άρθρο 4 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως σε αυτό το άλλο κράτος μέλος – Εξέταση της αιτήσεως ασύλου από τις εν λόγω αρχές παρά τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος – Οδηγία 2011/95/ΕE – Άρθρο 4 – Εξατομικευμένη εξέταση.
    Υπόθεση C-753/22.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:524

    Υπόθεση C‑753/22

    QY

    κατά

    Bundesrepublik Deutschland

    (αίτηση του Bundesverwaltungsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 18ης Ιουνίου 2024

    «Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και την ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Έλλειψη δυνατότητας των αρχών κράτους μέλους να απορρίψουν αίτηση ασύλου ως απαράδεκτη λόγω προηγούμενης χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα σε άλλο κράτος μέλος – Άρθρο 4 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως σε αυτό το άλλο κράτος μέλος – Εξέταση της αιτήσεως ασύλου από τις εν λόγω αρχές παρά τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος – Οδηγία 2011/95/ΕE – Άρθρο 4 – Εξατομικευμένη εξέταση»

    Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Πολιτική ασύλου – Καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2011/95 – Διαδικασίες για τη χορήγηση και την ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2013/32 – Διαδικασία εξετάσεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας – Χορήγηση διεθνούς προστασίας σε κράτος μέλος – Αίτηση προστασίας σε άλλο κράτος μέλος – Κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως – Έλλειψη δυνατότητας του άλλου αυτού κράτους μέλους να απορρίψει ως απαράδεκτη την αίτηση αυτή – Δεν υφίσταται υποχρέωση αυτόματης αναγνωρίσεως της αποφάσεως περί χορηγήσεως διεθνούς προστασίας – Νέα εξατομικευμένη, πλήρης και επικαιροποιημένη εξέταση της εν λόγω αιτήσεως – Περιεχόμενο

    (Άρθρο 4 § 3 ΣΕΕ· άρθρο 78 §§ 1 και 2 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 4· κανονισμός 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1· οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2011/95, άρθρα 3, 4 §§ 1 και 3, 13 και 36, και 2013/32, άρθρα 5, 10 §§ 2 και 3, 33 §§ 1 και 2, στοιχείο αʹ, και 49]

    (βλ. σκέψεις 57-59, 68, 71-80 και διατακτ.)

    Σύνοψη

    Επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως από το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία), το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου αποφαίνεται επί του ζητήματος αν οι αρχές κράτους μέλους πρέπει να προβούν σε νέα εξέταση αιτήσεως ασύλου παρά τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα σε άλλο κράτος μέλος, όταν δεν μπορούν να ασκήσουν την παρεχόμενη από την οδηγία 2013/32 ( 1 ) δυνατότητα να απορρίψουν την αίτηση αυτή ως απαράδεκτη.

    Η QY, υπήκοος Συρίας στην οποία χορηγήθηκε το καθεστώς πρόσφυγα στην Ελλάδα το 2018, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στη Γερμανία. Εν συνεχεία, γερμανικό διοικητικό δικαστήριο έκρινε ότι η QY διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση στην Ελλάδα, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), οπότε δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα.

    Τον Οκτώβριο του 2019 η αρμόδια γερμανική αρχή απέρριψε την αίτηση της QY για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα, αλλά της χορήγησε επικουρική προστασία. Η QY άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία απορρίφθηκε από το επιληφθέν γερμανικό διοικητικό δικαστήριο με την αιτιολογία ότι η QY δεν διέτρεχε κίνδυνο διώξεως στη Συρία. Κατόπιν αυτού, η QY άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η αρμόδια γερμανική αρχή δεσμευόταν από την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα από τις ελληνικές αρχές.

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, εν προκειμένω, η αίτηση διεθνούς προστασίας της QY δεν μπορούσε να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω της προηγούμενης χορηγήσεως του καθεστώτος αυτού στην Ελλάδα, δεδομένου ότι η QY διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση στο εν λόγω κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, η αρμόδια γερμανική αρχή μπορούσε να εκτιμήσει το βάσιμο της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, χωρίς να δεσμεύεται από το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ήδη χορηγήσει στην QY διεθνή προστασία.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    Κατά πρώτον, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνουν μέτρα σχετικά με κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, το οποίο περιλαμβάνει «ενιαίο καθεστώς ασύλου υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, το οποίο ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση». Μολονότι η διάταξη αυτή παρέχει, επομένως, νομική βάση για την έκδοση πράξεων της Ένωσης που περιέχουν τέτοιο ενιαίο καθεστώς, εντούτοις η επέμβαση του νομοθέτη της Ένωσης είναι αναγκαία για να αποκτήσει συγκεκριμένη υπόσταση το σύνολο των δικαιωμάτων που απορρέουν από το καθεστώς αυτό, ούτως ώστε, οσάκις χορηγείται από κράτος μέλος και αναγνωρίζεται από όλα τα άλλα, να ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση.

    Πάντως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει ακόμη υλοποιήσει πλήρως τον σκοπό προς τον οποίο αποβλέπει το άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, ήτοι τη θέσπιση ενιαίου καθεστώτος ασύλου. Ειδικότερα, δεν έχει θεσπίσει, στο παρόν στάδιο, την αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναγνωρίζουν αυτομάτως τις αποφάσεις περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που εκδίδονται από άλλο κράτος μέλος, ούτε έχει διευκρινίσει τους όρους εφαρμογής της αρχής αυτής. Επομένως, μολονότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, να εξαρτούν την αναγνώριση του συνόλου των δικαιωμάτων που συνδέονται με το καθεστώς του πρόσφυγα στο έδαφός τους από την έκδοση, από τις αρμόδιες αρχές τους, νέας αποφάσεως για τη χορήγηση του καθεστώτος αυτού, εντούτοις έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν την αυτόματη αναγνώριση τέτοιων αποφάσεων που εκδίδονται από άλλο κράτος μέλος ως ευνοϊκότερη πρόβλεψη ( 2 ). Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι η Γερμανία δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο καθορίζει, κατά δεύτερον, το περιεχόμενο της εξετάσεως, από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους, της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται από αιτούντα στον οποίον άλλο κράτος μέλος έχει ήδη χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα.

    Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δεν μπορεί, βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32, να απορρίψει ως απαράδεκτη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβληθείσα από αιτούντα, στον οποίον άλλο κράτος μέλος έχει ήδη χορηγήσει τέτοια προστασία, λόγω του σοβαρού κινδύνου να υποστεί ο αιτών απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε αυτό το άλλο κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, η αρχή αυτή οφείλει να προβεί σε νέα εξατομικευμένη, πλήρη και επικαιροποιημένη εξέταση της αιτήσεώς του στο πλαίσιο νέας διαδικασίας παροχής διεθνούς προστασίας, η οποία πρέπει να διεξαχθεί σύμφωνα με τις οδηγίες 2011/95 και 2013/32. Αν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί πρόσφυγας σύμφωνα με τα κεφάλαια II και III της οδηγίας 2011/95, η εν λόγω αρχή πρέπει να του χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα χωρίς να διαθέτει διακριτική ευχέρεια.

    Συναφώς, μολονότι η ίδια αρχή δεν υποχρεούται να αναγνωρίσει το καθεστώς πρόσφυγα στον εν λόγω αιτούντα για τον λόγο και μόνον ότι το καθεστώς αυτό του είχε προηγουμένως χορηγηθεί με απόφαση άλλου κράτους μέλους, οφείλει εντούτοις να λάβει πλήρως υπόψη την απόφαση αυτή και τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται. Πράγματι, το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, το οποίο περιλαμβάνει κοινά κριτήρια για τον προσδιορισμό των προσώπων που όντως χρήζουν διεθνούς προστασίας, βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης ( 3 ), σύμφωνα με την οποία πρέπει, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, να τεκμαίρεται ότι η μεταχείριση που παρέχεται στους αιτούντες διεθνή προστασία σε κάθε κράτος μέλος είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Χάρτη, της συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων ( 4 ), καθώς και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ( 5 ).

    Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας ( 6 ) και προκειμένου να διασφαλίζεται, στο μέτρο του δυνατού, η συνοχή των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές δύο κρατών μελών σχετικά με την ανάγκη διεθνούς προστασίας του ίδιου υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς, θεωρείται ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που καλείται να αποφανθεί επί της νέας αιτήσεως πρέπει να προβεί, το συντομότερο δυνατόν, σε ανταλλαγή πληροφοριών με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που έχει προηγουμένως χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα στον αιτούντα. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στην πρώτη από τις αρχές αυτές να ενημερώσει τη δεύτερη για τη νέα αίτηση, να της διαβιβάσει τη γνώμη της επί της νέας αυτής αιτήσεως και να ζητήσει από αυτή τη διαβίβαση, εντός εύλογης προθεσμίας, των πληροφοριών που έχει στην κατοχή της, βάσει των οποίων χορήγησε το καθεστώς αυτό. Σκοπός της εν λόγω ανταλλαγής πληροφοριών είναι να παρασχεθεί στην αρχή του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η νέα αίτηση η δυνατότητα να προβεί, έχοντας πλήρη ενημέρωση, στους ελέγχους στους οποίους οφείλει να προβεί στο πλαίσιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας.


    ( 1 ) Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60). Δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτη, μεταξύ άλλων, όταν έχει χορηγηθεί διεθνής προστασία από άλλο κράτος μέλος.

    ( 2 ) Βλ. άρθρο 3 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9) και το άρθρο 5 της οδηγίας 2013/32.

    ( 3 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2011/95.

    ( 4 ) Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951.

    ( 5 ) Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.

    ( 6 ) Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, η Ένωση και τα κράτη μέλη επιδεικνύουν αμοιβαίο σεβασμό και παρέχουν αμοιβαία συνεργασία για την εκπλήρωση των εκ των Συνθηκών καθηκόντων. Συγκεκριμένη έκφραση της αρχής αυτής αποτελεί το άρθρο 36 της οδηγίας 2011/95 και το άρθρο 49 της οδηγίας 2013/32.

    Top