Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0115

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 7ης Μαΐου 2024.
SO κατά Nationale Anti-Doping Agentur Austria GmbH (NADA) κ.λπ.
Προδικαστική παραπομπή – Παραδεκτό – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Έννοια του όρου “δικαστήριο” – Εθνική επιτροπή διαιτησίας αρμόδια για την καταπολέμηση της φαρμακοδιέγερσης στον αθλητισμό – Κριτήρια – Ανεξαρτησία του αιτούντος οργάνου – Αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Απαράδεκτο της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως.
Υπόθεση C-115/22.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:384

Υπόθεση C‑115/22

SO

(αίτηση της Unabhängige Schiedskommission Wien για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 7ης Μαΐου 2024

«Προδικαστική παραπομπή – Παραδεκτό – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Έννοια του όρου “δικαστήριο” – Εθνική επιτροπή διαιτησίας αρμόδια για την καταπολέμηση της φαρμακοδιέγερσης στον αθλητισμό – Κριτήρια – Ανεξαρτησία του αιτούντος οργάνου – Αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Απαράδεκτο της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως»

  1. Προδικαστικά ερωτήματα – Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο – Εθνικό δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ – Έννοια – Unabhängige Schiedskommission Wien (ανεξάρτητη επιτροπή διαιτησίας Βιέννης, Αυστρία) – Δεν εμπίπτει

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 34-38, 48-50, 52-54, 56, 57 και διατακτ.)

  2. Προδικαστικά ερωτήματα – Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο – Εθνικό δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ – Έννοια – Κριτήριο ανεξαρτησίας – Καθεστώς των μελών του οικείου εθνικού οργάνου – Απαίτηση περί ισοβιότητας – Περιεχόμενο

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 41-44)

  3. Προδικαστικά ερωτήματα – Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο – Εθνικό δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ – Έννοια – Κριτήριο ανεξαρτησίας – Αμεροληψία – Έννοια

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 45-47)

  4. Το δίκαιο της Ένωσης – Υπεροχή – Αντίθετο εθνικό δίκαιο – Εθνική επιτροπή διαιτησίας αρμόδια για την καταπολέμηση της φαρμακοδιέγερσης στον αθλητισμό – Υποχρέωση μη εφαρμογής εθνικών διατάξεων οι οποίες δεν συνάδουν με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν άμεσο αποτέλεσμα

    (βλ. σκέψη 55)

Σύνοψη

Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε η Unabhängige Schiedskommission Wien (ανεξάρτητη επιτροπή διαιτησίας Βιέννης, Αυστρία, στο εξής: USK), για τον λόγο ότι το όργανο αυτό δεν πληροί το κριτήριο της ανεξαρτησίας που απαιτείται για να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

Η αιτούσα της κύριας δίκης ήταν αθλήτρια αγώνων από το 1998 έως το 2015. Το 2021, ο Nationale Anti-Doping Agentur Austria GmbH (NADA), ανεξάρτητος οργανισμός για την καταπολέμηση της φαρμακοδιέγερσης, υπέβαλε αίτηση διενέργειας ελέγχου για την περίπτωση της αιτούσας ενώπιον της Österreichische Anti-Doping Rechtskommission (αυστριακής πειθαρχικής επιτροπής κατά της φαρμακοδιέγερσης, στο εξής: ÖADR), διότι θεωρούσε ότι η αιτούσα είχε παραβεί τους κανόνες αντιντόπινγκ ( 1 ).

Με απόφαση της 31ης Μαΐου 2021, η ÖADR έκρινε την αιτούσα ένοχη για την ως άνω παράβαση. Ακύρωσε όλα τα αποτελέσματα της αιτούσας κατά την επίμαχη περίοδο και ανακάλεσε όλα τα καταβληθέντα για τη συμμετοχή της χρηματικά ποσά και/ή χρηματικά έπαθλα. Επιπλέον, η ÖADR επέβαλε στην αιτούσα αποκλεισμό συμμετοχής σε κάθε είδους αθλητικούς αγώνες για χρονική περίοδο τεσσάρων ετών. Κατά την ενώπιον της ÖADR διαδικασία, η αιτούσα ζήτησε τη μη γνωστοποίηση της απόφασης αυτής στο ευρύ κοινό, ιδίως να μη δημοσιοποιηθεί και δημοσιευθεί το όνομά της και άλλα ατομικά χαρακτηριστικά της. H ÖADR απέρριψε το αίτημα αυτό.

Η αιτούσα υπέβαλε αίτηση επανεξέτασης ενώπιον της USK, αιτούντος οργάνου στην υπό κρίση υπόθεση, με αίτημα τη μεταρρύθμιση της εν λόγω απόφασης, προκειμένου να μην ενημερωθεί το ευρύ κοινό –μέσω της δημοσίευσης του πλήρους ονόματός της σε δικτυακό τόπο ο οποίος είναι ελευθέρα προσβάσιμος– για τις παραβάσεις των κανόνων αντιντόπινγκ που είχε διαπράξει και για τις κυρώσεις που της είχαν επιβληθεί. Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, η USK επικύρωσε τις ανωτέρω κυρώσεις. Επιφυλάχθηκε ωστόσο να αποφανθεί με χωριστή απόφαση επί του αιτήματος περί της μη δημοσίευσης των παραβάσεων των κανόνων αντιντόπινγκ που διέπραξε η αιτούσα και των επακόλουθων κυρώσεων.

Η USK, διατηρώντας αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η δημοσίευση αυτή συνάδει με τον ΓΚΠΔ ( 2 ), υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο εξετάζει, υπό το πρίσμα των τελευταίων εξελίξεων στη νομολογία του ( 3 ), κατά πόσον το αιτούν όργανο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

Καταρχάς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει την πάγια σχετική νομολογία του, κατά την οποία, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Πρέπει συνεπώς να εξετασθεί η δυνατότητα ενός οργάνου να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με κριτήρια που αφορούν τόσο τη δομή όσο και τη λειτουργία του.

Όσον αφορά τα κριτήρια που αφορούν τη δομή του οργάνου, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκε και ιδίως από τις διατάξεις του ομοσπονδιακού νόμου του 2021 κατά της φαρμακοδιέγερσης ( 4 ) προκύπτει ότι η USK πληροί τα κριτήρια που αφορούν την ίδρυσή της με νόμο, τη μονιμότητά της, τον δεσμευτικό χαρακτήρα της δικαιοδοσίας της, καθώς και τον κατ’ αντιμωλία χαρακτήρα της ενώπιόν της διαδικασίας. Αντιθέτως, τίθεται το ζήτημα αν η USK πληροί το κριτήριο της ανεξαρτησίας.

Όσον αφορά το κριτήριο αυτό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η ανεξαρτησία των εθνικών δικαστηρίων, η οποία είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική δικαστική προστασία, είναι συμφυής με το δικαιοδοτικό έργο. Επομένως, είναι ουσιώδους σημασίας για την ορθή λειτουργία του συστήματος δικαστικής συνεργασίας το οποίο ενσαρκώνει ο μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο μηχανισμός αυτός είναι δυνατόν να ενεργοποιείται μόνον από όργανο το οποίο ανταποκρίνεται, μεταξύ άλλων, στο προαναφερθέν κριτήριο της ανεξαρτησίας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έννοια της ανεξαρτησίας περιλαμβάνει δύο πτυχές.

Η πρώτη, εξωτερική πτυχή, προϋποθέτει ότι το οικείο όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να τελεί σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους. Συναφώς, η ισοβιότητα των μελών του εν λόγω οργάνου συνιστά εγγύηση σύμφυτη με την ανεξαρτησία των δικαστών, διότι αποσκοπεί στην προστασία των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί το δικαιοδοτικό έργο.

Ειδικότερα, η αρχή της ισοβιότητας, της οποίας υπογραμμίζεται η κεφαλαιώδης σημασία, επιτάσσει, ιδίως, να έχουν οι δικαστές τη δυνατότητα να παραμένουν στη θέση τους έως τη συμπλήρωση του υποχρεωτικού ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ή έως τη λήξη της θητείας τους οσάκις αυτή έχει ορισμένη χρονική διάρκεια. Η εν λόγω αρχή, χωρίς να έχει απόλυτο χαρακτήρα, επιδέχεται εξαιρέσεις μόνον εφόσον το δικαιολογούν θεμιτοί και επιτακτικοί λόγοι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, είναι κοινώς παραδεκτό ότι οι δικαστές μπορούν να παυθούν από τα καθήκοντά τους εφόσον κριθεί ότι είναι ακατάλληλοι για την άσκησή τους λόγω αδυναμίας ή σοβαρού παραπτώματος, τηρουμένων των προσηκουσών διαδικασιών. Επομένως, η εγγύηση της ισοβιότητας των μελών ενός δικαστηρίου απαιτεί οι περιπτώσεις παύσης των μελών του εν λόγω οργάνου να καθορίζονται με ειδική ρύθμιση, μέσω ρητών νομοθετικών διατάξεων που παρέχουν εγγυήσεις οι οποίες υπερβαίνουν τις προβλεπόμενες από τους γενικούς κανόνες του διοικητικού και του εργατικού δικαίου που εφαρμόζονται σε περίπτωση καταχρηστικής παύσης.

Η δεύτερη, εσωτερική πτυχή της έννοιας της «ανεξαρτησίας» αντιστοιχεί στην έννοια της αμεροληψίας και αποσκοπεί στην τήρηση ίσων αποστάσεων ως προς τους διαδίκους και τα αντιμαχόμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Η πτυχή αυτή επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε άλλου συμφέροντος ως προς την επίλυση της διαφοράς πέραν της αυστηρής εφαρμογής του κανόνα δικαίου. Επομένως, η έννοια της «ανεξαρτησίας» προϋποθέτει πρωτίστως ότι το οικείο όργανο έχει την ιδιότητα τρίτου έναντι της αρχής που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση. Αυτές οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας απαιτούν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαιρέσεως ή παύσεώς τους, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη θωράκιση του εν λόγω οργάνου έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιμαχομένων συμφερόντων.

Συναφώς, όσον αφορά την USK, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο κατά τον ADBG κανονισμός διαδικασίας της εν λόγω επιτροπής ορίζει ότι τα μέλη της απολαύουν ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και ότι οφείλουν να τηρούν την αρχή της αμεροληψίας. Εντούτοις, κατά τον ADBG ( 5 ), τα μέλη της USK διορίζονται από τον ομοσπονδιακό Υπουργό Τεχνών, Πολιτισμού, Δημόσιας Διοίκησης και Αθλητισμού για τετραετή θητεία η οποία μπορεί να ανανεωθεί, μπορούν δε να παυθούν πρόωρα «για σοβαρούς λόγους», χωρίς η έννοια αυτή να ορίζεται στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, η ισοβιότητα των μελών της USK δεν κατοχυρώνεται σε κανέναν ειδικό κανόνα. Επιπλέον, η απόφαση περί παύσεως των μελών της USK από τα καθήκοντά τους μπορεί να ληφθεί μόνον από τον ανωτέρω αναφερόμενο ομοσπονδιακό Υπουργό, ήτοι από μέλος της εκτελεστικής εξουσίας, χωρίς να έχουν προηγουμένως θεσπιστεί συγκεκριμένα κριτήρια ή εγγυήσεις.

Εκ των ανωτέρω στοιχείων το Δικαστήριο συνάγει ότι η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία δεν διασφαλίζει ότι τα μέλη της USK προστατεύονται από εξωτερικές πιέσεις, άμεσες ή έμμεσες, ικανές να εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία τους, με αποτέλεσμα το όργανο αυτό να μην πληροί την εξωτερική πτυχή της απαίτησης περί ανεξαρτησίας, η οποία είναι συμφυής με την ιδιότητα του εθνικού δικαστηρίου. Επομένως, η USK δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

Εντούτοις, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι το γεγονός αυτό δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση να διασφαλίζει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης κατά την έκδοση των αποφάσεών της και να αφήνει ανεφάρμοστες, εν ανάγκη, εθνικές διατάξεις αντίθετες προς διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες έχουν άμεσο αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις αυτές βαρύνουν το σύνολο των αρμόδιων εθνικών αρχών και όχι μόνον τις δικαστικές αρχές.

Εξάλλου, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του προκύπτει ότι η αιτούσα της κύριας δίκης υπέβαλε στην Österreichische Datenschutzbehörde (αυστριακή αρχή προστασίας δεδομένων) καταγγελία για παραβίαση της προστασίας δεδομένων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 77, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Το εν λόγω όργανο εξέδωσε απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία) κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ ( 6 ). Η εκδίκαση της προσφυγής αυτής ανεστάλη εν αναμονή της απαντήσεως του Δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση.


( 1 ) Η International Association of Athletics Federations (Διεθνής Ένωση Ομοσπονδιών Κλασικού Αθλητισμού) θέσπισε κανονισμούς αγώνων για τα έτη 2014-2015 και κανόνες αντιντόπινγκ το έτος 2017.

( 2 ) Ειδικότερα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, το άρθρο 6, παράγραφος 3, και τα άρθρα 9 και 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, στο εξής: ΓΚΠΔ).

( 3 ) Στο πλαίσιο της εκτίμησής του, το Δικαστήριο παρέπεμψε ιδίως στις αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander (C‑274/14, EU:C:2020:17), και της 3ης Μαΐου 2022, CityRail (C‑453/20, EU:C:2022:341).

( 4 ) Anti-Doping-Bundesgesetz 2021 (ομοσπονδιακός νόμος του 2021 κατά της φαρμακοδιέγερσης), της 23ης Δεκεμβρίου 2020 (BGBl. I, 152/2020 (στο εξής: ADBG).

( 5 ) Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του ADBG.

( 6 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2023, SCHUFA Holding (Πτωχευτική απαλλαγή) (C‑26/22 και C‑64/22, EU:C:2023:958, σκέψεις 52 και 70).

Top