Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0112

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 29ης Ιουλίου 2024.
    Ποινική δίκη κατά Procura della Repubblica Tribunale di Napoli κ.λπ.
    Προδικαστική παραπομπή – Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ – Ίση μεταχείριση – Μέτρα κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής και κοινωνικής προστασίας – Προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη – Έμμεση διάκριση.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-112/22 και C-223/22.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:636

    Υπόθεση C‑112/22

    CU

    [αίτηση του Tribunale di Napoli (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 29ης Ιουλίου 2024

    «Προδικαστική παραπομπή – Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ – Ίση μεταχείριση – Μέτρα κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής και κοινωνικής προστασίας – Προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη – Έμμεση διάκριση»

    Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Μεταναστευτική πολιτική – Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες – Οδηγία 2003/109 – Δικαίωμα ίσης μεταχείρισης ως προς την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία – Εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη χορήγηση κοινωνικής παροχής από προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, και η οποία προβλέπει ποινική κύρωση σε περίπτωση ψευδούς δήλωσης – Δεν επιτρέπεται

    (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 34· οδηγία 2003/109 του Συμβουλίου, αιτιολογικές σκέψεις 6 και 12 και άρθρα 4 § 1, και 11 §§ 1, στοιχείο δʹ, και 2)

    (βλ. σκέψεις 35, 38, 46, 50-52, 55-61 και διατακτ.)

    Σύνοψη

    Το Δικαστήριο, επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Tribunale di Napoli (πλημμελειοδικείο Νάπολης, Ιταλία), αποφαίνεται επί της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και των ημεδαπών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 11 της οδηγίας 2003/109 ( 1 ), και, ειδικότερα, επί του ζητήματος αν η πρόσβαση σε μέτρο κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής ή κοινωνικής προστασίας, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, μπορεί να εξαρτηθεί από προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής στο οικείο κράτος μέλος, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη.

    Το 2020 οι CU και ND, υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίες είναι επί μακρόν διαμένουσες στην Ιταλία, ζήτησαν να λάβουν το «εισόδημα του πολίτη», μια κοινωνική παροχή αποσκοπούσα στη διασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Στη συνέχεια, διώχθηκαν ποινικώς διότι βεβαίωσαν ψευδώς, με τις αιτήσεις τους, ότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις χορήγησης της εν λόγω παροχής, περιλαμβανομένης της προϋπόθεσης περί τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής τους στην Ιταλία, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη να είναι αδιάλειπτη.

    Στο πλαίσιο αυτό, το πλημμελειοδικείο Νάπολης διερωτήθηκε αν η εν λόγω προϋπόθεση χορήγησης της παροχής, η οποία ισχύει και για Ιταλούς υπηκόους, συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απαίτηση αυτή εισάγει δυσμενή μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διαθέτουν άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, σε σχέση με τη μεταχείριση που προβλέπεται για τους ημεδαπούς.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όταν διάταξη του δικαίου της Ένωσης, όπως το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, παραπέμπει ρητώς στο εθνικό δίκαιο, το Δικαστήριο δεν καλείται να δώσει στις οικείες έννοιες αυτοτελή και ενιαίο ορισμό με βάση το δίκαιο της Ένωσης. Εντούτοις, το γεγονός ότι δεν υπάρχει αυτοτελής και ενιαίος ορισμός, με βάση το δίκαιο της Ένωσης, των εννοιών της κοινωνικής ασφάλισης, της κοινωνικής αρωγής και της κοινωνικής προστασίας και ότι η διάταξη αυτή παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο σε σχέση με τις εν λόγω έννοιες δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, κατά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, να θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2003/109. Επιπλέον, τα κράτη μέλη, όταν καθορίζουν τα μέτρα κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής και κοινωνικής προστασίας σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους, οφείλουν να σέβονται τα δικαιώματα και να τηρούν τις αρχές που προβλέπονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), και συγκεκριμένα τα δικαιώματα και τις αρχές που διακηρύσσονται στο άρθρο 34 του Χάρτη.

    Δεδομένου ότι τόσο το άρθρο 34 του Χάρτη όσο και το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 παραπέμπουν στο εθνικό δίκαιο, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν το επίμαχο στις κύριες δίκες «εισόδημα του πολίτη» συνιστά κοινωνική παροχή εμπίπτουσα στις προβλεπόμενες από την εν λόγω οδηγία.

    Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το σύστημα το οποίο καθιερώνει η οδηγία 2003/109 προβλέπει ότι η υπαγωγή στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος δυνάμει της οδηγίας αυτής υπόκειται σε ειδική διαδικασία και, επιπλέον, εξαρτάται από την πλήρωση ορισμένων προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η απαίτηση περί νόμιμης και αδιάλειπτης πενταετούς διαμονής στην εθνική επικράτεια. Το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, καθόσον αντιστοιχεί στο πλέον προχωρημένο στάδιο ενσωμάτωσης για τους υπηκόους τρίτων χωρών, δικαιολογεί τη διασφάλιση υπέρ αυτών ίσης μεταχείρισης με τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής, ιδίως όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία.

    Εν συνεχεία, όσον αφορά την επίμαχη στις κύριες δίκες προϋπόθεση διαμονής, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι προϋπόθεση δεκαετούς διαμονής, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, αντιβαίνει στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109.

    Συγκεκριμένα, πρώτον, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και των ημεδαπών, η οποία απορρέει από το γεγονός ότι εθνική ρύθμιση τάσσει μια τέτοια προϋπόθεση διαμονής, συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση. Η προϋπόθεση αυτή πλήττει κυρίως τους αλλοδαπούς, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται οι υπήκοοι τρίτων χωρών, πλην όμως θίγει επίσης τα συμφέροντα των Ιταλών υπηκόων που επιστρέφουν στην Ιταλία έπειτα από μια περίοδο διαμονής σε άλλο κράτος μέλος. Πάντως, για να μπορεί ένα μέτρο να χαρακτηριστεί ως έμμεση διάκριση, δεν είναι αναγκαίο να ευνοεί, εξ αποτελέσματος, το σύνολο των ημεδαπών ή να περιάγει σε δυσμενή θέση αποκλειστικώς και μόνον τους επί μακρόν διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, χωρίς να θίγει τους ημεδαπούς.

    Δεύτερον, μια τέτοια διάκριση κατ’ αρχήν απαγορεύεται, εκτός αν δικαιολογείται αντικειμενικώς.

    Ωστόσο, το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 προβλέπει εξαντλητικώς τις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν, όσον αφορά τη διαμονή, από την ίση μεταχείριση μεταξύ των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και των ημεδαπών. Επομένως, πέραν των περιπτώσεων αυτών, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών υπηκόων συνιστά, αφ’ εαυτής, παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας.

    Ειδικότερα, διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και των υπηκόων του οικείου κράτους μέλους δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση λόγω των αντίστοιχων δεσμών τους με το εν λόγω κράτος μέλος.

    Πράγματι, η περίοδος νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής πέντε ετών που προβλέπει η οδηγία 2003/109 για την υπαγωγή στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος μαρτυρεί την «εδραίωση του προσώπου στη χώρα». Επομένως, πρέπει να θεωρείται επαρκής ώστε το πρόσωπο αυτό να δικαιούται, μετά την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, ίση μεταχείριση με τους ημεδαπούς, ιδίως όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας.

    Ως εκ τούτου, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να παρατείνει μονομερώς την περίοδο διαμονής που απαιτείται προκειμένου ο επί μακρόν διαμένων να μπορεί να απολαύει του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στη διάταξη αυτή.

    Τέλος, όσον αφορά την ποινική κύρωση που προβλέπει η εθνική ρύθμιση για την περίπτωση ψευδούς δήλωσης όσον αφορά τις προϋποθέσεις πρόσβασης στην επίμαχη κοινωνική παροχή, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι εθνικός μηχανισμός επιβολής κυρώσεων δεν είναι συμβατός με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/109 όταν επιβάλλεται προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση υποχρέωσης η οποία δεν συνάδει αυτή καθεαυτήν προς τις εν λόγω διατάξεις. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 34 του Χάρτη, αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, αφενός, εξαρτά την πρόσβαση των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών σε μέτρο κοινωνικής ασφάλισης, κοινωνικής αρωγής ή κοινωνικής προστασίας από την ισχύουσα και για τους υπηκόους του εν λόγω κράτους μέλους προϋπόθεση τουλάχιστον δεκαετούς διαμονής σε αυτό το κράτος μέλος, η οποία κατά τα δύο τελευταία έτη πρέπει να είναι αδιάλειπτη, και, αφετέρου, προβλέπει ότι τιμωρείται ποινικώς κάθε ψευδής δήλωση σχετικά με την εν λόγω προϋπόθεση διαμονής.


    ( 1 ) Οδηγία 2003/109 του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44).

    Top