Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021TJ0309

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 7ης Ιουνίου 2023.
    TC κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
    Θεσμικό δίκαιο – Διατάξεις που αφορούν τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Αποζημίωση βουλευτικής επικουρίας – Ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Εύλογη προθεσμία – Βάρος απόδειξης – Δικαίωμα ακρόασης – Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 – Άρθρο 26 ΚΥΚ.
    Υπόθεση T-309/21.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2023:315

    (Υπόθεση T‑309/21)

    TC

    κατά

    Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 7ης Ιουνίου 2023

    «Θεσμικό δίκαιο – Διατάξεις που αφορούν τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Αποζημίωση βουλευτικής επικουρίας – Ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Εύλογη προθεσμία – Βάρος απόδειξης – Δικαίωμα ακρόασης – Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 – Άρθρο 26 ΚΥΚ»

    1. Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Απαιτείται γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον – Απόφαση περί μερικής ανάκλησης ή αντικατάστασης της προσβαλλόμενης πράξης κατά τη διάρκεια της δίκης – Μερική κατάργηση της δίκης

      (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 38, 39)

    2. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Μέλη – Έξοδα και αποζημιώσεις – Αποζημίωση βουλευτικής επικουρίας – Έλεγχος όσον αφορά τη χρήση των δαπανών βουλευτικής επικουρίας – Βάρος απόδειξης

      (Απόφαση του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άρθρα 33 § 1, δεύτερη περίοδος, και 68)

      (βλ. σκέψεις 49-53, 89)

    3. Προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δημοσιονομικός κανονισμός – Ανάκτηση απαιτήσεων της Ένωσης από τρίτους – Προθεσμία κοινοποίησης του χρεωστικού σημειώματος – Νομοθετική αποσαφήνιση της προθεσμίας για την αποστολή του χρεωστικού σημειώματος στον οφειλέτη – Αρχή της ευλόγου προθεσμίας – Δυνατότητα εφαρμογής – Δεν υφίσταται

      (Κανονισμός 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 98 § 2, εδ. 2)

      (βλ. σκέψεις 61, 62)

    4. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Μέλη – Έξοδα και αποζημιώσεις – Ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Δικαίωμα ακρόασης πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς το μέλος – Αίτηση κοινοποίησης των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη διατύπωση παρατηρήσεων – Περιλαμβάνεται

      (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2)

      (βλ. σκέψεις 89, 90)

    5. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Μέλη – Έξοδα και αποζημιώσεις – Ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Δικαίωμα ακρόασης πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς το μέλος – Πρόσκληση εκ μέρους του θεσμικού οργάνου για υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με στοιχεία τα οποία δεν έχει στη διάθεσή του το μέλος – Διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος ακρόασης κατά τρόπο λυσιτελή και αποτελεσματικό – Περιεχόμενο – Δικαίωμα γνωστοποίησης των στοιχείων στο μέλος – Εμπίπτει – Προϋπόθεση – Στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του δικαιώματος ακρόασης

      (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2· κανονισμός 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 9)

      (βλ. σκέψεις 112-117)

    Σύνοψη

    Με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, L κατά Κοινοβουλίου ( 1 ), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την οποία καταγγέλθηκε η σύμβαση πρόσληψης του L ως διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού (στο εξής: ΔΚΒ), για την επικουρία του προσφεύγοντος ευρωβουλευτή, TC, λόγω διάρρηξης της σχέσης εμπιστοσύνης, η οποία οφειλόταν στη μη τήρηση εκ μέρους του L των κανόνων σχετικά με τις εγκρίσεις άσκησης εξωτερικών δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, ο προσφεύγων δεν είχε απλώς γνώση των εξωτερικών δραστηριοτήτων του ΔΚΒ, αλλά ότι, περαιτέρω, σε αυτόν ανήκε η σχετική άμεση πρωτοβουλία.

    Κατόπιν της απόφασης αυτής, ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την κίνηση διαδικασίας ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ( 2 ), τα οποία αφορούσαν την βουλευτική επικουρία που παρέσχε ο ΔΚΒ στον προσφεύγοντα. Με το ίδιο έγγραφο, ο προσφεύγων κλήθηκε να υποβάλει, εντός προθεσμίας δύο μηνών, παρατηρήσεις και αποδεικτικά στοιχεία προς αντίκρουση των προκαταρκτικών συμπερασμάτων του Κοινοβουλίου σχετικά με τις εξωτερικές δραστηριότητες του ΔΚΒ και να αποδείξει ότι ο ΔΚΒ είχε πράγματι ασκήσει καθήκοντα διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού. Σε απάντηση του εγγράφου αυτού, ο προσφεύγων υπέβαλε στο Κοινοβούλιο παρατηρήσεις και συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία, ενώ ζήτησε παράλληλα ορισμένα έγγραφα και πληροφορίες σχετικά με τον ατομικό φάκελο του ΔΚΒ στο Κοινοβούλιο, αντίγραφα της αλληλογραφίας του ΔΚΒ με τους εκπροσώπους του Κοινοβουλίου όσον αφορά την εργασία του καθώς και την πλήρη δικογραφία της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019. Το Κοινοβούλιο δέχτηκε εν μέρει τα αιτήματα του προσφεύγοντος για παροχή εγγράφων και πληροφοριών.

    Με απόφαση της 16ης Μαρτίου 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου έκρινε ότι στο πλαίσιο της απασχόλησης του ΔΚΒ το θεσμικό όργανο ανέλαβε αχρεωστήτως ορισμένο χρηματικό ποσό το οποίο έπρεπε να ανακτηθεί από τον προσφεύγοντα ( 3 ). Ως εκ τούτου, στις 31 Μαρτίου 2021 ο γενικός διευθυντής οικονομικών του Κοινοβουλίου εξέδωσε χρεωστικό σημείωμα με το οποίο διατασσόταν η ανάκτηση του εν λόγω ποσού.

    Το Γενικό Δικαστήριο δέχεται την προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης απόφασης και αποφαίνεται επί του δικαιώματος οφειλέτη να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της ευλόγου προθεσμίας όταν το θεσμικό όργανο του αποστέλλει χρεωστικό σημείωμα εντός της πενταετούς προθεσμίας που τάσσει ο δημοσιονομικός κανονισμός, επαναλαμβάνει τη σημασία του σεβασμού της αρχής του δικαιώματος ακρόασης στις διαδικασίες ανάκτησης εξόδων βουλευτικής επικουρίας τις οποίες κινεί το Κοινοβούλιο κατά των μελών του και, τέλος, επιλύει το καινοφανές ζήτημα του κατά πόσον είναι δυνατή, ως διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης, η επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος προκειμένου να διαβιβαστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της τήρησης ευλόγου προθεσμίας, για τον λόγο ότι το Κοινοβούλιο στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση σε δεδομένα της υπόθεσης L κατά Κοινοβουλίου, στο πλαίσιο της οποίας είχε ασκηθεί η προσφυγή τον Απρίλιο του 2017.

    Συναφώς, υπενθυμίζει ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης καθιερώνει την αρχή της τήρησης ευλόγου προθεσμίας, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και ότι η τήρηση ευλόγου προθεσμίας απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις όπου, ελλείψει σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου ή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εμποδίζουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να ενεργούν χωρίς κανένα χρονικό όριο. Τουναντίον, όταν η Διοίκηση ενεργεί εντός της προθεσμίας που της έχει ταχθεί ειδικώς από διάταξη, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι παραβιάζονται οι απαιτήσεις που απορρέουν από το δικαίωμα προσώπου στην εξέταση των υποθέσεών του εντός ευλόγου προθεσμίας.

    Αντιθέτως προς την προϊσχύσασα νομοθεσία ( 4 ), η ισχύουσα εν προκειμένω νομοθεσία ( 5 ) προβλέπει πλέον ότι ο διατάκτης αποστέλλει το χρεωστικό σημείωμα αμέσως μετά τη βεβαίωση της απαίτησης και το αργότερο εντός πέντε ετών από τη χρονική στιγμή κατά την οποία το θεσμικό όργανο της Ένωσης είναι σε θέση να απαιτήσει την εξόφληση της οφειλής.

    Επομένως, δεν συντρέχει εν προκειμένω λόγος επίκλησης της αρχής της τήρησης ευλόγου προθεσμίας προκειμένου να εξεταστεί η προθεσμία εντός της οποίας απεστάλη το χρεωστικό σημείωμα. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι το χρεωστικό σημείωμα απευθύνθηκε στον προσφεύγοντα αμέσως μετά τη βεβαίωση της απαίτησης με την προσβαλλόμενη απόφαση και, αφετέρου, ότι το χρονικό σημείο κατά το οποίο το Κοινοβούλιο ήταν σε θέση να απαιτήσει την εξόφληση της οφειλής συμπίπτει με την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής στην υπόθεση L κατά Κοινοβουλίου ή με τη δημοσίευση της απόφασης στην τελευταία αυτή υπόθεση, οπότε το Κοινοβούλιο τήρησε την πενταετή προθεσμία που προβλέπει ο ισχύων δημοσιονομικός κανονισμός.

    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακρόασης. Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν από τη λήψη ατομικού μέτρου εις βάρος του διασφαλίζεται, ειδικότερα, από τα ΜΕΚ ( 6 ), δυνάμει των οποίων ο ενδιαφερόμενος βουλευτής πρέπει να ακουστεί πριν από τη λήψη οποιασδήποτε σχετικής απόφασης. Επιπλέον, το δικαίωμα αυτό εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστή, λυσιτελώς και ουσιαστικώς, την άποψή τους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά τους.

    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το Κοινοβούλιο απέρριψε πολλές αιτήσεις του προσφεύγοντος για παροχή εγγράφων και πληροφοριών, με εξαίρεση τα έγγραφα που αφορούσαν τη λήξη της σύμβασης του ΔΚΒ.

    Υπενθυμίζει ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς τον νόμιμο χαρακτήρα της χρήσης των εξόδων βουλευτικής επικουρίας που καταβλήθηκαν σε ΔΚΒ, εναπόκειται στον βουλευτή να αποδείξει ότι ο εν λόγω ΔΚΒ εργάστηκε για αυτόν, σε σχέση με την βουλευτική του εντολή, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία καταβλήθηκαν τα έξοδα. Επιπλέον, όταν καλείται να προσκομίσει σχετικές αποδείξεις, ο βουλευτής οφείλει να κοινοποιήσει στο Κοινοβούλιο, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα στοιχεία που έχει στην κατοχή του. Αν άλλα στοιχεία φαίνονται κρίσιμα, ο βουλευτής μπορεί, δυνάμει του δικαιώματος ακρόασης, να ζητήσει από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης να του κοινοποιηθούν τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή τους, εφόσον αφορούν δεδομένα αναγκαία για να μπορέσει να διατυπώσει λυσιτελώς και αποτελεσματικώς τις παρατηρήσεις του επί του σχεδιαζόμενου μέτρου ανάκτησης. Όταν υποβάλλεται τέτοια αίτηση, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να αρνηθεί να παράσχει τα ζητούμενα δεδομένα χωρίς να προσβάλει το δικαίωμα ακρόασης, εκτός αν στηρίξει την άρνηση αυτή σε λόγους που μπορούν να θεωρηθούν δικαιολογημένοι υπό το πρίσμα, αφενός, των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης και, αφετέρου, των εφαρμοστέων κανόνων.

    Το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει, ακολούθως, αν είναι εν προκειμένω δικαιολογημένοι οι λόγοι που επικαλέστηκε το Κοινοβούλιο προκειμένου να μην κοινοποιήσει τα στοιχεία που ζήτησε ο προσφεύγων.

    Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τους λόγους που προέβαλε το Κοινοβούλιο προκειμένου να απορρίψει το αίτημα του προσφεύγοντος σχετικά με την κοινοποίηση «όλων των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των ετών 2015, 2016 και 2019» και της αλληλογραφίας του με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Κοινοβουλίου σχετικά με την εργασία του ΔΚΒ. Υπενθυμίζει ότι κάθε θεσμικό όργανο οργανώνει τις εργασίες του τηρώντας τους εφαρμοζόμενους σ’ αυτό κανόνες τους οποίους μπορεί το ίδιο να θεσπίσει και κρίνει ότι, εν προκειμένω, το Κοινοβούλιο μπορούσε να περιορίσει την περίοδο διατήρησης των ηλεκτρονικών μηνυμάτων των βουλευτών, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να τα αποθηκεύσουν σε προσωπικούς φακέλους. Παρά ταύτα, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει αν, εν προκειμένω, η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε κατά τρόπο διασφαλίζοντα τον σεβασμό του δικαιώματος ακρόασης.

    Διαπιστώνει ότι, ήδη από τις αρχές του 2016, το Κοινοβούλιο γνώριζε τις προστριβές ανάμεσα στον προσφεύγοντα και τον ΔΚΒ ως προς το κατά πόσον ο ΔΚΒ ασκούσε τις δραστηριότητές του για λογαριασμό του προσφεύγοντος σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη βουλευτική επικουρία. Κατά συνέπεια, το Κοινοβούλιο, ήδη από το χρονικό εκείνο σημείο, έπρεπε να διασφαλίσει τη διατήρηση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που θα μπορούσαν να αποδείξουν την ακριβή φύση των δραστηριοτήτων του ΔΚΒ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απόλυσης και, αν η διαδικασία αυτή οδηγούσε σε άλλες δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες, όπως είναι η διαδικασία ανάκτησης, για όσο διάστημα οι λοιπές αυτές διαδικασίες εκκρεμούσαν.

    Εξάλλου, η δυνατότητα προσωπικής αρχειοθέτησης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του Κοινοβουλίου από την υποχρέωση να διασφαλίζει τη διατήρηση κάθε κρίσιμου ηλεκτρονικού μηνύματος προκειμένου να αποδειχθεί ότι, σύμφωνα με τους κανόνες που έχει θέσει το θεσμικό όργανο, ένας ΔΚΒ άσκησε τις δραστηριότητές του, κατά τρόπο αποτελεσματικό και αποκλειστικό, για τον βουλευτή στον οποίο υπηρετούσε, σε άμεση σχέση με την εντολή του τελευταίου. Το Γενικό Δικαστήριο προσθέτει ότι η δυνατότητα αυτή δεν θα μπορούσε να απαλλάξει το Κοινοβούλιο από την υποχρέωση κοινοποίησης των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που διατηρούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν, κατ’ εφαρμογήν του δικαιώματος ακρόασης, το οποίο έχει θεμελιώδη χαρακτήρα στην έννομη τάξη της Ένωσης, υποβάλλεται τέτοιο αίτημα από τον ενδιαφερόμενο βουλευτή έναντι του οποίου κινείται, όπως εν προκειμένω, διαδικασία ανάκτησης των εξόδων βουλευτικής επικουρίας λόγω παράτυπης χρήσης της βουλευτικής επικουρίας.

    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τους λόγους που προέβαλε το Κοινοβούλιο προκειμένου να απορρίψει το αίτημα σχετικά με τον «ατομικό φάκελο» του ΔΚΒ (όλα τα έγγραφα σχετικά με την πρόσληψη και την εργασία του), συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες ζητήθηκε η προστασία του Κοινοβουλίου για τον ΔΚΒ, καθώς και των δεδομένων σχετικά με τις παρουσίες του, τα οποία μπορούν να αντληθούν από το δελτίο πρόσβασής του στο Κοινοβούλιο.

    Όσον αφορά τον λόγο ότι η διαβίβαση των δεδομένων αυτών ήταν αντίθετη προς τον κανονισμό για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών ( 7 ), το Γενικό Δικαστήριο δέχεται, βεβαίως, ότι, καθόσον τα στοιχεία που ζήτησε ο προσφεύγων επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για την άμυνά του στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάκτησης, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως αναγκαία «για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον αποδέκτη» ( 8 ). Για τον ίδιο λόγο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων στον προσφεύγοντα ανταποκρινόταν σε «συγκεκριμένο σκοπό δημοσίου συμφέροντος» ( 9 ).

    Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η πρόσκληση του Κοινοβουλίου προς τον προσφεύγοντα για υποβολή παρατηρήσεων, προκειμένου να του παράσχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του ακρόασης, στηρίζεται, εν προκειμένω, σε στοιχεία που είχε στην κατοχή του το θεσμικό αυτό όργανο τα οποία, ενδεχομένως, δεν γνώριζε ο προσφεύγων ή σε στοιχεία τα οποία γνώριζε μεν ο προσφεύγων όταν προΐστατο ιεραρχικώς του ΔΚΒ πλην όμως δεν έχει πλέον στη διάθεσή του.

    Ως εκ τούτου, δεδομένης της σημασίας που αναγνωρίζεται στο δικαίωμα ακρόασης, το γεγονός ότι τέτοια στοιχεία ενδέχεται να περιλαμβάνονται στον «ατομικό φάκελο» του ΔΚΒ δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να εμποδίσει την κοινοποίησή τους στον προσφεύγοντα προκειμένου να του παρασχεθεί η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του κατά τρόπο λυσιτελή και αποτελεσματικό, στο πλαίσιο της άσκησης του εν λόγω δικαιώματος.

    Πράγματι, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο, αλλά πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του εντός της κοινωνίας και να σταθμίζεται, ως εκ τούτου, με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, στο πλαίσιο μιας προσέγγισης που προσδίδει σε καθένα από τα εμπλεκόμενα δικαιώματα τη θέση που του αναλογεί, υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης, στην έννομη τάξη της Ένωσης, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Η ανάγκη διασφάλισης τέτοιας στάθμισης μεταξύ του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στην εν λόγω έννομη τάξη υπογραμμίζεται από τον νομοθέτη της Ένωσης στον κανονισμό για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών ( 10 ), του οποίου αντίστοιχος είναι ο κανονισμός όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

    Το Γενικό Δικαστήριο συνάγει εξ αυτών ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Κοινοβούλιο δύναται να καλέσει τον προσφεύγοντα να τοποθετηθεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς επί δεδομένων που περιλαμβάνονται, ενδεχομένως, στον φάκελο του ΔΚΒ, χωρίς, όπως εν προκειμένω, να του παράσχει πρόσβαση στα στοιχεία αυτά, αφού σταθμίσει, αφενός, το συμφέρον του εν λόγω ΔΚΒ να μη διαβιβαστούν σε τρίτους τα δεδομένα που τον αφορούν και, αφετέρου, το συμφέρον του προσφεύγοντος να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του λυσιτελώς και αποτελεσματικώς στο πλαίσιο της κινηθείσας εις βάρος του διαδικασίας ανάκτησης.

    Όσον αφορά τον λόγο με τον οποίο προβάλλεται ότι η διαβίβαση των δεδομένων αυτών ήταν αντίθετη προς τις διατάξεις του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τους ατομικούς φακέλους των μονίμων υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού ( 11 ), ο οποίος εφαρμόζεται στους κοινοβουλευτικούς βοηθούς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των επίμαχων εγγράφων δεν είναι αντιτάξιμος έναντι του προσφεύγοντος, ο οποίος είναι εξάλλου ο συντάκτης ορισμένων εξ αυτών ως ιεραρχικώς προϊστάμενος του ΔΚΒ, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης από τον προσφεύγοντα.

    Τέλος, τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τους λόγους που προέβαλε το Κοινοβούλιο προκειμένου να απορρίψει το αίτημα του προσφεύγοντος σχετικά με τη δικογραφία της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο τήρησε την ανωνυμία του ΔΚΒ στη διαδικασία επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι με την ανωνυμία σκοπείται η απάλειψη του ονόματος διαδίκου ή άλλων προσώπων που μνημονεύονται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας, ή ακόμη άλλων δεδομένων από τα έγγραφα σχετικά με την υπόθεση στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό. Τουναντίον, η ανωνυμία που τήρησε το Γενικό Δικαστήριο δεν καταλαμβάνει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων που περιλήφθηκαν στη δικογραφία, εκτός αυτής της διαδικασίας, στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των διαδίκων και τρίτων. Κατά συνέπεια, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου περί τήρησης ανωνυμίας δεν απαγόρευε στο Κοινοβούλιο να κοινοποιήσει στον προσφεύγοντα τα έγγραφα που αντηλλάγησαν στο πλαίσιο της απόφασης της 7ης Μαρτίου 2019, τα οποία ήταν δυνατό να είναι κρίσιμα για την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης από τον προσφεύγοντα.


    ( 1 ) Απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, L κατά Κοινοβουλίου (T‑59/17, EU:T:2019:140).

    ( 2 ) Δυνάμει του άρθρου 68 της απόφασης του Προεδρείου του Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου και της 9ης Ιουλίου 2008 σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Κοινοβουλίου (ΕΕ 2009, C 159, σ. 1, στο εξής: ΜΕΚ).

    ( 3 ) Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 68, παράγραφος 1, των ΜΕΚ.

    ( 4 ) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1), και κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1).

    ( 5 ) Άρθρο 98, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1).

    ( 6 ) Άρθρο 68, παράγραφος 2, των ΜΕΚ.

    ( 7 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ 2018, L 295, σ. 39).

    ( 8 ) Κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2018/1725.

    ( 9 ) Κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2018/1725.

    ( 10 ) Αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1).

    ( 11 ) Άρθρο 26 του κανονισμού 31 (EOK), 11 (EKAE) περί καθορισμού της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας, όπως έχει τροποποιηθεί.

    Top