This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62021TJ0296
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 14ης Δεκεμβρίου 2022.
SU κατά Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων.
Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση ορισμένου χρόνου – Μη ανανέωση – Διαδικασία ανανέωσης – Συνεκτίμηση των εκθέσεων αξιολόγησης – Μη οριστικοποιηθείσα έκθεση αξιολόγησης – Ευθύνη – Υλική ζημία – Απώλεια ευκαιρίας – Ηθική βλάβη – Πλήρης δικαιοδοσία – Εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.
Υπόθεση T-296/21.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 14ης Δεκεμβρίου 2022.
SU κατά Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων.
Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση ορισμένου χρόνου – Μη ανανέωση – Διαδικασία ανανέωσης – Συνεκτίμηση των εκθέσεων αξιολόγησης – Μη οριστικοποιηθείσα έκθεση αξιολόγησης – Ευθύνη – Υλική ζημία – Απώλεια ευκαιρίας – Ηθική βλάβη – Πλήρης δικαιοδοσία – Εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.
Υπόθεση T-296/21.
ECLI identifier: ECLI:EU:T:2022:808
Υπόθεση T-296/21
SU
κατά
Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ)
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 14ης Δεκεμβρίου 2022
«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση ορισμένου χρόνου – Μη ανανέωση – Διαδικασία ανανέωσης – Συνεκτίμηση των εκθέσεων αξιολόγησης – Μη οριστικοποιηθείσα έκθεση αξιολόγησης – Ευθύνη – Υλική ζημία – Απώλεια ευκαιρίας – Ηθική βλάβη – Πλήρης δικαιοδοσία – Εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου»
Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Βαθμολογία – Εσωτερική οδηγία σχετικά με τη διαδικασία βαθμολόγησης – Έννομα αποτελέσματα
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 15 § 2 και 54)
(βλ. σκέψεις 36-39)
Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση αξιολόγησης – Κατάρτιση – Σύστημα που ορίστηκε από την Επιτροπή – Αμφισβήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου αξιολογητή – Έλλειψη απάντησης – Συνέπεια – Μη οριστικοποιηθείσα έκθεση
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 15 § 2 και 54)
(βλ. σκέψεις 40-42, 45, 47)
Υπάλληλοι – Βαθμολογία – Έκθεση αξιολόγησης – Κατάρτιση – Υποχρέωση της Διοίκησης – Παράβαση – Δικαιολόγηση στηριζόμενη στην εσωτερική οργάνωση – Απαράδεκτη
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)
(βλ. σκέψη 44)
Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Μη ανανέωση σύμβασης ορισμένου χρόνου – Έκδοση εσωτερικών οδηγιών για τη θέσπιση διαδικασίας λήψης αποφάσεων περί ανανέωσης – Σύστημα που ορίστηκε από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) – Συνεκτίμηση μη οριστικοποιηθείσας έκθεσης αξιολόγησης – Συνέπειες – Ακύρωση απόφασης περί μη ανανέωσης – Προϋποθέσεις
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 8, 15 § 2 και 54)
(βλ. σκέψεις 51-62, 64-67)
Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Ζημία – Απώλεια αποδοχών κατόπιν μη ανανέωσης σύμβασης ορισμένου χρόνου – Δεν υφίσταται δικαίωμα ανανέωσης σύμβασης – Έλλειψη ειδικής και συγκεκριμένης διαβεβαίωσης εκ μέρους της Διοίκησης ως προς την ανανέωση – Απόρριψη
(Άρθρα 266 και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψη 82)
Υπάλληλοι – Εξωσυμβατική ευθύνη θεσμικών οργάνων – Προϋποθέσεις – Ζημία – Υλική ζημία που συνδέεται με απώλεια ευκαιρίας ανανέωσης σύμβασης – Εκτίμηση – Κριτήρια – Πραγματικός και οριστικός χαρακτήρας της απώλειας
(Άρθρα 266 και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 83-98)
Υπαλληλικές προσφυγές – Αγωγή αποζημιώσεως – Ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης η οποία δεν συνιστά επαρκή επανόρθωση για την ηθική βλάβη – Ηθική βλάβη προκληθείσα από την απόφαση περί μη ανανέωσης της σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου καθώς και από τις περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση – Έκτακτος υπάλληλος σε αναρρωτική άδεια κατόπιν της έκδοσης της εν λόγω απόφασης
(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 108-113)
Υπαλληλικές προσφυγές – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψης μέτρων εκτέλεσης – Απόφαση του δικαστή της Ένωσης που ακυρώνει απόφαση περί μη ανανέωσης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου – Αίτημα του ενάγοντος περί αποζημιώσεως όσον αφορά τη δυνατότητα αποκτήσεως συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Πρόωρος χαρακτήρας του αιτήματος
(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψη 114)
Σύνοψη
Τον Ιανουάριο του 2015, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ήτοι η SU, προσελήφθη ως έκτακτη υπάλληλος από την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) με σύμβαση τριετούς διάρκειας, η οποία ανανεώθηκε στη συνέχεια για άλλα τρία έτη.
Στο πλαίσιο της αξιολόγησης για το έτος 2019, ο αξιολογητής της προσφεύγουσας‑ενάγουσας επισήμανε ότι οι επιδόσεις της δεν ήταν ικανοποιητικές και ότι τα αποτελέσματα της το 2020 θα έπρεπε να βελτιωθούν προκειμένου να παραμείνουν ικανοποιητικά συνολικώς εξεταζόμενα. Ο εκτελεστικός διευθυντής της ΕΑΑΕΣ, ο οποίος ήταν επίσης ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής, δεν αντέδρασε στη μη αποδοχή εκ μέρους της προσφεύγουσας-ενάγουσας της έκθεσης αξιολόγησής της και στις παρατηρήσεις που διατύπωσε η ίδια και, ως εκ τούτου, δεν έλαβε θέση επί των εν λόγω παρατηρήσεων στην επίμαχη έκθεση.
Τον Ιούλιο του 2020, κατόπιν της έκθεσης σχετικά με την ανανέωση της σύμβασης της προσφεύγουσας-ενάγουσας, στην οποία ο προϊστάμενος της υπηρεσίας δεν συνέστησε τη δεύτερη ανανέωση της σύμβασή της, ο εκτελεστικός διευθυντής της ΕΑΑΕΣ αποφάσισε να μην ανανεώσει τη σύμβαση της προσφεύγουσας-ενάγουσας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).
Το Γενικό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου προσέφυγε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση και διασαφηνίζει τις συνέπειες της μη οριστικοποίησης έκθεσης αξιολόγησης επί της νομιμότητας απόφασης περί μη ανανέωσης της σύμβασης. Στο σκέλος που αφορά το αίτημα αποζημίωσης, η απόφαση αυτή καθορίζει τις προϋποθέσεις αποκατάστασης της απώλειας ευκαιρίας, ιδίως της ευκαιρίας ανανέωσης μίας σύμβασης. Το Γενικό Δικαστήριο παρέχει διευκρινίσεις ως προς τις προϋποθέσεις που αφορούν τον πραγματικό και οριστικό χαρακτήρα της απώλειας ευκαιρίας και εξηγεί τη σχέση μεταξύ της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου και της υποχρέωσης της Διοίκησης να λάβει μέτρα προς εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
Στο πλαίσιο των ακυρωτικών αιτημάτων, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει κατ’ αρχάς το νομικό καθεστώς της έκθεσης αξιολόγησης της προσφεύγουσας-ενάγουσας για το έτος 2019.
Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνει ότι, όπως σαφώς προκύπτει από τις διατάξεις που έχουν εφαρμογή στην ΕΑΑΕΣ ( 1 ), όταν ο κάτοχος της θέσης δεν αποδέχεται την έκθεση αξιολόγησης, αυτή καθίσταται οριστική μόνο κατόπιν της απόφασης του δευτεροβάθμιου αξιολογητή. Πράγματι, όταν ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής διαθέτει εξουσία συνολικού ελέγχου ως προς το βάσιμο των αξιολογήσεων που περιέχονται σε έκθεση αξιολόγησης και παρανόμως δεν ασκεί τον εν λόγω έλεγχο, η έκθεση αξιολόγησης η οποία δεν έγινε αποδεκτή από τον κάτοχο της θέσης δεν καθίσταται οριστική.
Εντούτοις, η Διοίκηση δεν μπορεί να επικαλεστεί την εσωτερική της διοικητική οργάνωση για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση του επιτακτικού καθήκοντος που έγκειται στο να μεριμνά για την περιοδική σύνταξη εκθέσεων αξιολόγησης εμπροθέσμως, καθώς και για τη νομότυπη κατάρτισή τους. Συνεπώς, η αδράνεια του δευτεροβάθμιου αξιολογητή εν προκειμένω, λόγω εσωτερικού οργανωτικού σφάλματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σιωπηρή επικύρωση της εν λόγω έκθεσης, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την οριστικοποίησή της και την έναρξη της προθεσμίας για την υποβολή διοικητικής ένστασης κατ’ αυτής.
Εξετάζοντας εν συνεχεία τις συνέπειες της έλλειψης οριστικοποίησης της έκθεσης αξιολόγησης για το έτος 2019, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από την εσωτερική οδηγία της ΕΑΑΕΣ στον τομέα της ανανέωσης των συμβάσεων προκύπτει ότι όταν η απόφαση για την ανανέωση μιας σύμβασης λαμβάνεται με βάση το κριτήριο που αφορά τις επιδόσεις του κατόχου της θέσης, οι εκθέσεις αξιολόγησης του ενδιαφερόμενου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τόσο κατά το στάδιο της σύστασης του προϊσταμένου της υπηρεσίας όσο και κατά το στάδιο της έκδοσης της απόφασης.
Εν προκειμένω, το γεγονός ότι τα σχόλια της προσφεύγουσας-ενάγουσας σχετικά με την έκθεση αξιολόγησής της για το έτος 2019 δεν ελήφθησαν υπόψη και το ότι αυτή δεν κατέστη οριστική επηρέασε αποφασιστικά τη διαδικασία ανανέωσης. Συνεπώς, η απόφαση περί μη ανανέωσης της σύμβασής της πρέπει να ακυρωθεί.
Στο πλαίσιο του αιτήματος περί αποζημιώσεως, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την πρώτη μορφή υλικής ζημίας που συνίσταται στην απώλεια αποδοχών λόγω μη ανανέωσης της σύμβασης εργασίας. Επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη διαδικαστική πλημμέλεια δεν συνεπάγεται ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα θα επανενταχθεί αυτομάτως στην υπηρεσία, αλλά μόνον ότι θα οριστικοποιηθεί η ημιτελής έκθεση αξιολόγησης για το έτος 2019 και θα επανεξεταστεί η αίτηση ανανέωσης της σύμβασης.
Επιπλέον, η απώλεια αποδοχών είναι εγγενής σε κάθε λύση σύμβασης ορισμένου χρόνου, ενώ η ανανέωση μιας τέτοιας σύμβασης δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά απλή δυνατότητα. Συνεπώς, ελλείψει οποιασδήποτε ειδικής και συγκεκριμένης διαβεβαίωσης εκ μέρους της ΕΑΑΕΣ περί ανανέωσης της σύμβασης της προσφεύγουσας-ενάγουσας, η τελευταία δεν μπορεί να αναμένει ότι θα συνεχίσει να λαμβάνει τις αποδοχές της μετά τη λήξη της σύμβασης ορισμένου χρόνου. Για τον ίδιο λόγο, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης θα είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση νέας απόφασης, με αναδρομική ισχύ, με την οποία η ΕΑΑΕΣ θα ανανέωνε τη σύμβαση της προσφεύγουσας-ενάγουσας.
Όσον αφορά τη δεύτερη μορφή της υλικής ζημίας, που συνίσταται στην απώλεια ευκαιρίας ανανέωσης της σύμβασης, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξή της και να θεμελιωθεί αξίωση προς αποζημίωση, η εν λόγω απώλεια ευκαιρίας πρέπει να είναι πραγματική και οριστική.
Προκειμένου να προσδιοριστεί ο πραγματικός χαρακτήρας της απώλειας ευκαιρίας πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η απόφαση περί μη ανανέωσης, ενώ πρέπει επίσης να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα στερήθηκε, όχι κατ’ ανάγκην την ανανέωση της σύμβασής της, η πραγματοποίηση της οποίας ουδέποτε θα μπορούσε να αποδειχθεί από την προσφεύγουσα-ενάγουσα, αλλά μια σοβαρή πιθανότητα ανανέωσης της σύμβασής της, με αποτέλεσμα η ενδιαφερόμενη να υποστεί υλική ζημία συνιστάμενη σε απώλεια εισοδήματος. Η ύπαρξη σοβαρής πιθανότητας δεν εξαρτάται από τον βαθμό της πιθανότητας πραγματοποίησης της ευκαιρίας, στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στη συνέχεια, εφόσον αναγνωριστεί η ύπαρξή της, προκειμένου να καθοριστεί η έκταση της επελθούσας υλικής ζημίας και της αποζημίωσής της.
Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, εν προκειμένω, αν δεν υφίστατο η παρανομία που συνδέεται με τη μη οριστικοποιηθείσα έκθεση αξιολόγησης από την οποία πάσχει η απόφαση περί μη ανανέωσης, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η ανανέωση της σύμβασης της προσφεύγουσας-ενάγουσας.
Όσον αφορά τον οριστικό χαρακτήρα της απώλειας ευκαιρίας, αυτός εκτιμάται κατά τον χρόνο κατά τον οποίο αποφαίνεται ο δικαστής της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της εκάστοτε περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων μεταγενέστερων της έκδοσης της παράνομης πράξης από την οποία επήλθε η ζημία.
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης και, ως εκ τούτου, να εξουδετερώσει τα αποτελέσματα των παρανομιών που διαπιστώθηκαν. Όταν η ακυρωθείσα πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί, η εξαφάνιση των αποτελεσμάτων της επιβάλλει, κατ’ αρχήν, την αποκατάσταση της έννομης κατάστασης στην οποία βρισκόταν ο προσφεύγων πριν από την έκδοσή της. Ωστόσο, η υποχρέωση αυτή δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην το ενδεχόμενο να είναι οριστική η απώλεια της ευκαιρίας του προσφεύγοντος που έχει επιτύχει την ακύρωση μιας απόφασης που τον αφορά.
Πράγματι, ο οριστικός χαρακτήρας της απώλειας ευκαιρίας δύναται να διαπιστωθεί όταν, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, ακόμη και αν η Διοίκηση έχει ακόμη τη δυνατότητα να λάβει μέτρα για να διορθώσει τη διαπραχθείσα παρανομία, τα μέτρα αυτά θα στερούνταν πρακτικής αποτελεσματικότητας για τον προσφεύγοντα, δεδομένου ότι δεν θα του παρείχαν την ίδια ευκαιρία με εκείνη που του στέρησε η επίμαχη παρανομία.
Εν προκειμένω συντρέχει τέτοια περίπτωση. Πράγματι, αφενός, η ακύρωση της απόφασης περί μη ανανέωσης δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτής τη νομική επανένταξη της προσφεύγουσας-ενάγουσας στις υπηρεσίες της ΕΑΑΕΣ κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της εν λόγω απόφασης. Σε αντίθεση με την απόφαση απομάκρυνσης υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού με σύμβαση αορίστου χρόνου, η απόφαση περί μη ανανέωσης δεν διέκοψε σχέση εργασίας που θα συνεχιζόταν αν δεν είχε παρεμβληθεί η απόφαση αυτή. Επομένως, η Διοίκηση δύναται να θεωρήσει ότι η νέα απόφαση που οφείλει να λάβει κατόπιν της παρούσας απόφασης θα αφορά μόνο το μέλλον. Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ΕΑΑΕΣ εκδίδει, μετά την ακύρωση της απόφασης περί μη ανανέωσης από το Γενικό Δικαστήριο, νέα απόφαση με την οποία ανανεώνεται η σύμβαση της προσφεύγουσας‑ενάγουσας από τη λήξη της προηγούμενης σύμβασής της, η απόφαση αυτή θα στερούνταν πρακτικής αποτελεσματικότητας για την προσφεύγουσα-ενάγουσα για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήξη της προηγούμενης σύμβασής της μέχρι την έκδοση της νέας απόφασης. Πράγματι, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν δικαιούται να αξιώσει βασίμως την καταβολή των αποδοχών της για το διάστημα αυτό και δεν μπορεί να ασκήσει καθήκοντα εντός της ΕΑΑΕΣ παρά μόνο μετά την επανένταξή της στον εν λόγω οργανισμό.
Κάνοντας χρήση της πλήρους δικαιοδοσίας που διαθέτει και προκειμένου να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο καθορίζει το ίδιο το ποσό της αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί προς αποκατάσταση της απώλειας ευκαιρίας.
( 1 ) Το άρθρο 43, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ)· το άρθρο 15, παράγραφος 2, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης· το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 4, της απόφασης C(2013) 8985 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 43 του ΚΥΚ και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 44, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η οποία εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στην ΕΑΑΕΣ (EIOPA-MB-14/018).