This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62021TJ0167
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 15ης Νοεμβρίου 2023.
European Gaming and Betting Association κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Κρατικές ενισχύσεις – Κρατικό μέτρο που παρατείνει άδειες τυχηρών παιγνίων που χορηγήθηκαν από τις Κάτω Χώρες – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η απουσία κρατικής ενίσχυσης – Μη κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Σοβαρές δυσχέρειες – Διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων.
Υπόθεση T-167/21.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 15ης Νοεμβρίου 2023.
European Gaming and Betting Association κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Κρατικές ενισχύσεις – Κρατικό μέτρο που παρατείνει άδειες τυχηρών παιγνίων που χορηγήθηκαν από τις Κάτω Χώρες – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η απουσία κρατικής ενίσχυσης – Μη κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Σοβαρές δυσχέρειες – Διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων.
Υπόθεση T-167/21.
ECLI identifier: ECLI:EU:T:2023:723
Υπόθεση T‑167/21
European Gaming and Betting Association
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 15ης Νοεμβρίου 2023
«Κρατικές ενισχύσεις – Κρατικό μέτρο που παρατείνει άδειες τυχηρών παιγνίων που χορηγήθηκαν από τις Κάτω Χώρες – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η απουσία κρατικής ενίσχυσης – Μη κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Σοβαρές δυσχέρειες – Διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Προκαταρκτικό στάδιο και στάδιο κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας – Υποχρέωση της Επιτροπής να κινήσει την κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία σε περίπτωση σοβαρών δυσχερειών – Περιστάσεις καταδεικνύουσες την ύπαρξη τέτοιων δυσχερειών – Ανεπαρκής ή ελλιπής χαρακτήρας της εξέτασης που διενήργησε η Επιτροπή
(Άρθρο 108 §§ 2 και 3 ΣΛΕΕ· κανονισμός 2015/1589 του Συμβουλίου, άρθρο 4)
(βλ. σκέψεις 29-39, 44-51)
Σύνοψη
Η ολλανδική νομοθεσία για τα τυχηρά παίγνια στηρίζεται σε ένα σύστημα χορηγήσεως εγκρίσεων αποκλειστικού χαρακτήρα, άλλως αδειών, βάσει του οποίου απαγορεύεται η διοργάνωση ή η προώθηση τυχηρών παιγνίων εκτός εάν έχει χορηγηθεί σχετική διοικητική έγκριση.
Κατ’ εφαρμογήν ενός κανόνα γενικής πολιτικής που θέσπισε ο Ολλανδός Υφυπουργός Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, η Ολλανδική Αρχή Τυχηρών Παιγνίων ανανέωσε έξι άδειες που πλησίαζαν τον χρόνο λήξης τους και αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη διοργάνωση λαχειοφόρων αγορών και αθλητικών και ιπποδρομιακών στοιχημάτων (στο εξής, από κοινού: επίμαχο μέτρο).
Εκτιμώντας ότι ο εν λόγω κανόνας γενικής πολιτικής και η ανανέωση των έξι αποκλειστικών αδειών συνιστούσαν κρατική ενίσχυση υπέρ των ιστορικών δικαιούχων, ένα σωματείο στο οποίο συμμετέχουν ευρωπαϊκές επιχειρήσεις παιγνίων και διαδικτυακών στοιχημάτων, η European Gaming and Betting Association (στο εξής: προσφεύγουσα), υπέβαλε καταγγελία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η Επιτροπή απέρριψε την καταγγελία χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ( 1 ).
Στην απόφασή της, η Επιτροπή έκρινε ότι, εφόσον δεν υπήρχε πλεονέκτημα που να παρέχεται στους κατόχους αδειών, το επίμαχο μέτρο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συναφώς, η Επιτροπή τόνισε ότι η ολλανδική νομοθεσία υποχρέωνε τους εν λόγω κατόχους αδειών να διαθέτουν τα έσοδά τους από τις δραστηριότητες τυχηρών παιγνίων σε κοινωφελείς οργανισμούς που καθορίζονταν στις άδειες, μετά την αφαίρεση των δαπανών τους και του εύλογου κόστους.
Κατόπιν της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε η προσφεύγουσα, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε κατά πόσον το επίμαχο μέτρο παρείχε έμμεσο πλεονέκτημα στους οργανισμούς στους οποίους οι κάτοχοι αδειών όφειλαν να διαθέτουν μέρος των εσόδων τους και κατά τον τρόπο αυτό απέκλεισε το ενδεχόμενο να δημιουργεί το ζήτημα αυτό σοβαρές δυσχέρειες ως προς τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης, τις οποίες θα μπορούσε να επιλύσει μόνον η επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο παρέχει διευκρινίσεις ως προς την έκταση της έρευνας που πρέπει να διενεργεί η Επιτροπή όταν καλείται να εξακριβώσει αν συγκεκριμένο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προέβαλλε, μεταξύ άλλων, προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της λόγω της αρνήσεως της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ενώ η προκαταρκτική εξέταση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν καθιστούσε δυνατό να εξαλειφθούν όλες οι αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη ενίσχυσης. Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστήριζε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή κακώς είχε κρίνει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν παρέμενε καμία αμφιβολία ως προς το κατά πόσον το επίμαχο μέτρο παρείχε πλεονέκτημα στους δικαιούχους.
Κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα μιας απόφασης της Επιτροπής για μη διατύπωση αντιρρήσεων, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 ( 2 ), εξαρτάται από το αν η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε ή που μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή, κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξέτασης, έπρεπε αντικειμενικώς να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι οι αμφιβολίες αυτές, αν υφίστανται, πρέπει να οδηγούν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας.
Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υποστήριζε μεταξύ άλλων ότι η Επιτροπή διέθετε πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία που δημιουργούσαν υπόνοιες για ύπαρξη έμμεσου πλεονεκτήματος υπέρ των οργανισμών στους οποίους οι κάτοχοι αδειών όφειλαν να διαθέτουν μέρος των εσόδων τους από τις δραστηριότητες τυχηρών παιγνίων. Στο μέτρο όμως που παρέλειψε να εξετάσει την περίσταση αυτή, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να εξαλείψει όλες τις αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης.
Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από την ολλανδική νομοθεσία για τα τυχηρά παίγνια που υποβλήθηκε στην αξιολόγηση της Επιτροπής προκύπτει σαφώς ότι οι κάτοχοι αδειών έπρεπε να καταβάλλουν μέρος των εσόδων τους στους κοινωφελείς οργανισμούς που καθορίζονταν στις άδειες.
Το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει επιπλέον ότι η Επιτροπή στήριξε την εκτίμησή της περί απουσίας πλεονεκτήματος για τους κατόχους αδειών ακριβώς στην υποχρέωση που υπέχουν να αποδώσουν μέρος των εσόδων τους σε κοινωφελείς οργανισμούς.
Επομένως, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διέθετε πληροφορίες με βάση τις οποίες έπρεπε να είχε διερωτηθεί μήπως η ολλανδική νομοθεσία για τα τυχηρά παίγνια είχε σχεδιαστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να διοχετεύει την καταβολή των εσόδων από τη δραστηριότητα των κατόχων των επίμαχων αδειών κατά κύριο λόγο προς καθοριζόμενους στις εν λόγω άδειες κοινωφελείς οργανισμούς, πράγμα που μπορούσε να συνιστά έμμεσο πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση για τους συγκεκριμένους κοινωφελείς οργανισμούς.
Εξάλλου, το σημείο 115 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης ( 3 ) διευκρινίζει ότι έμμεσο πλεονέκτημα μπορεί να παρέχεται σε επιχείρηση διαφορετική από εκείνη προς την οποία έγινε άμεση μεταφορά κρατικών πόρων. Επιπλέον, το σημείο 116 της εν λόγω ανακοίνωσης προβλέπει ότι η έννοια του «έμμεσου πλεονεκτήματος» αφορά την περίπτωση στην οποία το μέτρο έχει σχεδιαστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να διοχετεύει τα δευτερεύοντα αποτελέσματά του προς αναγνωρίσιμες επιχειρήσεις ή ομάδες επιχειρήσεων.
Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να διερωτηθεί μήπως το επίμαχο μέτρο παρείχε έμμεσο πλεονέκτημα στους κοινωφελείς οργανισμούς και συνιστούσε, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση για τους οργανισμούς αυτούς.
Δεδομένης όμως της πλήρους παραλείψεως της Επιτροπής να προβεί, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, σε προσήκουσα διερεύνηση του εν λόγω ζητήματος, ενώ μάλιστα η καταβολή μέρους των εσόδων από τη δραστηριότητα των κατόχων αδειών σε καθοριζόμενους στις εν λόγω άδειες κοινωφελείς οργανισμούς συνιστούσε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της επίμαχης νομοθεσίας, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η μη εξέταση του εν λόγω ζητήματος στην προσβαλλόμενη απόφαση καθιστά αδύνατο να αποκλειστεί η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.
Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται την αιτίαση περί προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας λόγω της μη εκτίμησης από την Επιτροπή του ζητήματος αν οι άδειες παρείχαν έμμεσο πλεονέκτημα στους οργανισμούς στους οποίους οι κάτοχοι των αδειών όφειλαν να αποδώσουν μέρος των εσόδων τους από τις δραστηριότητες τυχηρών παιγνίων.
( 1 ) Απόφαση C(2020) 8965 τελικό της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2020, για την υπόθεση SA.44830 (2016/FC) – Κάτω Χώρες – Παράταση των αδειών για τυχηρά παίγνια στις Κάτω Χώρες (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), μνεία της οποίας γίνεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Ιανουαρίου 2021 (ΕΕ 2021, C 17, σ. 1).
( 2 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).
( 3 ) Ανακοίνωση σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2016, C 262, σ. 1).