Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0395

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 12ης Ιανουαρίου 2023.
    D.V. κατά M.A.
    Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών – Εξαίρεση των ρητρών που αφορούν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως – Συμβατική ρήτρα που καθορίζει το ύψος της δικηγορικής αμοιβής σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Εξουσίες του εθνικού δικαστή σε περίπτωση ρήτρας που κρίνεται καταχρηστική.
    Υπόθεση C-395/21.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:14

    Υπόθεση C‑395/21

    D.V.

    κατά

    M.A.

    (αίτηση του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 12ης Ιανουαρίου 2023

    «Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών συναφθείσα μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή – Άρθρο 4, παράγραφος 2 – Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών – Εξαίρεση των ρητρών που αφορούν το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως – Συμβατική ρήτρα που καθορίζει το ύψος της δικηγορικής αμοιβής σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Εξουσίες του εθνικού δικαστή σε περίπτωση ρήτρας που κρίνεται καταχρηστική»

    1. Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Πεδίο εφαρμογής – Ρήτρες με τις οποίες καθορίζεται το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως ή οι οποίες αφορούν το τίμημα και την αμοιβή και τις υπηρεσίες ή τα αγαθά που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα – Έννοια – Ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή η οποία καθορίζει το ύψος της δικηγορικής αμοιβής σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως – Εμπίπτει

      (Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83, άρθρο 4 § 2)

      (βλ. σκέψεις 31-34, διατακτ. 1)

    2. Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή η οποία καθορίζει το ύψος της δικηγορικής αμοιβής σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως χωρίς να περιλαμβάνει άλλες πληροφορίες – Απαίτηση περί διαφάνειας – Περιεχόμενο – Κριτήρια εκτιμήσεως – Απαιτούμενο επίπεδο προσυμβατικών πληροφοριών

      (Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2011/83, άρθρα 4 § 2, και 5)

      (βλ. σκέψεις 36-41, 43-45, διατακτ. 2)

    3. Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Καταχρηστική ρήτρα κατά την έννοια του άρθρου 3 – Ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή η οποία καθορίζει το ύψος της δικηγορικής αμοιβής σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως – Ρήτρα που δεν πληροί την απαίτηση περί διαφάνειας – Δυνατότητα των κρατών μελών να χαρακτηρίσουν τέτοιου είδους ρήτρα καταχρηστική

      (Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/83, άρθρα 3 § 1, 4 § 2, και 8)

      (βλ. σκέψεις 47-49, 51, 52, διατακτ. 3)

    4. Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13 – Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας – Περιεχόμενο – Σύμβαση η οποία δεν μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται μετά την απαλοιφή των καταχρηστικών ρητρών – Επαναφορά της προτέρας καταστάσεως από τον εθνικό δικαστή η οποία καταλείπει τον επαγγελματία χωρίς αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της συμβάσεως – Επιτρέπεται – Ακύρωση της συμβάσεως η οποία έχει ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή – Αντικατάσταση της καταχρηστικής ρήτρας με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή εθνική διάταξη που εφαρμόζεται σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων στην εν λόγω σύμβαση – Επιτρέπεται – Αντικατάσταση καταχρηστικής ρήτρας με δικαστική εκτίμηση του ύψους της αμοιβής – Δεν επιτρέπεται

      (Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2011/83, άρθρα 6 § 1 και 7 § 1)

      (βλ. σκέψεις 56, 58-65, 68, διατακτ. 4)

    Σύνοψη

    Ο M.A. συνήψε ως καταναλωτής πέντε συμβάσεις παροχής νομικών υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας με τη δικηγόρο D.V. Καθεμία από τις εν λόγω συμβάσεις προέβλεπε ότι το ύψος της δικηγορικής αμοιβής έπρεπε να υπολογίζεται σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως, η οποία καθορίστηκε στα 100 ευρώ για κάθε ώρα παροχής συμβουλευτικών ή νομικών υπηρεσιών στον M.A.

    Επειδή δεν έλαβε το σύνολο της ζητηθείσας αμοιβής, η D.V. άσκησε αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αίτημα να υποχρεωθεί ο M.A. να καταβάλει την οφειλόμενη δικηγορική αμοιβή για τις παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ικανοποίησε εν μέρει το αίτημα της D.V., διαπιστώνοντας ωστόσο τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας περί τιμής των υπηρεσιών που είχαν παρασχεθεί, και μείωσε κατά το ήμισυ τη ζητηθείσα αμοιβή. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το εφετείο και, κατόπιν τούτου, η D.V. άσκησε αναίρεση ενώπιον Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας).

    Κατόπιν της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος από το εν λόγω δικαστήριο, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της ερμηνείας της οδηγίας 93/13 ( 1 ). Στην απόφασή του, εξετάζει ιδίως την απαίτηση περί διαφάνειας των ρητρών που αφορούν το κύριο αντικείμενο των συμβάσεων παροχής νομικών υπηρεσιών και τις συνέπειες της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περί τιμής αυτών των υπηρεσιών.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    Καταρχάς, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών μεταξύ δικηγόρου και καταναλωτή που καθορίζει την τιμή των παρεχόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως εμπίπτει στο «κύριο αντικείμενο της σύμβασης» δυνάμει της οδηγίας 93/13 ( 2 ).

    Εν συνεχεία, εξετάζοντας εάν η εν λόγω ρήτρα, η οποία δεν περιλαμβάνει άλλες πληροφορίες πέραν της εφαρμοζόμενης ωριαίας χρεώσεως, πληροί την απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως ( 3 ), το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών, είναι συχνά δυσχερές, αν όχι αδύνατον, να προβλέψει ο επαγγελματίας, ήδη από τη σύναψη της συμβάσεως, τον ακριβή αριθμό των ωρών που θα απαιτηθούν για την εκτέλεση της συμβάσεως και, επομένως, το συνολικό πραγματικό κόστος των υπηρεσιών του. Ωστόσο, καίτοι δεν μπορεί να απαιτηθεί από έναν επαγγελματία να ενημερώσει τον καταναλωτή για τις τελικές οικονομικές συνέπειες της δεσμεύσεώς του, οι οποίες εξαρτώνται από μελλοντικά, απρόβλεπτα και ανεξάρτητα από τη θέληση του επαγγελματία γεγονότα, ο επαγγελματίας υποχρεούται να γνωστοποιεί στον καταναλωτή, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, τις πληροφορίες που του επιτρέπουν να λάβει την απόφασή του με σύνεση και με πλήρη επίγνωση, αφενός, της πιθανότητας να προκύψουν τέτοια γεγονότα και, αφετέρου, των ενδεχόμενων συνεπειών των γεγονότων αυτών όσον αφορά τη διάρκεια της επίμαχης παροχής νομικών υπηρεσιών.

    Οι πληροφορίες αυτές, οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν, αφενός, ανάλογα με το αντικείμενο και τη φύση των παροχών που προβλέπονται στη σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών και, αφετέρου, ανάλογα με τους εφαρμοστέους επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες, πρέπει να περιλαμβάνουν στοιχεία που να παρέχουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να εκτιμήσει κατά προσέγγιση το συνολικό κόστος των υπηρεσιών. Τέτοια στοιχεία θα μπορούσαν να είναι μια εκτίμηση του προβλέψιμου ή ελάχιστου αριθμού ωρών που απαιτούνται για την παροχή ορισμένης υπηρεσίας ή η ανάληψη υποχρεώσεως αποστολής, ανά εύλογα χρονικά διαστήματα, τιμολογίων ή περιοδικών εκθέσεων που αναφέρουν τον αριθμό των ωρών παρασχεθείσας εργασίας. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που αφορούν τη σύναψη της συμβάσεως, αν οι πληροφορίες που παρέσχε ο επαγγελματίας πριν από τη σύναψη της συμβάσεως ήταν οι ενδεδειγμένες.

    Επομένως, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν πληροί την απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως ρήτρα η οποία καθορίζει την τιμή σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως χωρίς να γνωστοποιούνται στον καταναλωτή, πριν από τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως, πληροφορίες που του επιτρέπουν να λάβει την απόφασή του με σύνεση και πλήρη επίγνωση των οικονομικών συνεπειών που συνεπάγεται η σύναψη της συμβάσεως.

    Εν συνεχεία, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας συμβάσεως που έχει συναφθεί με καταναλωτή στηρίζεται σε συνολική αξιολόγηση, κατά την οποία δεν λαμβάνεται υπόψη μόνον η τυχόν έλλειψη διαφάνειας της ρήτρας. Πλην όμως, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να διασφαλίζουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών ( 4 ).

    Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ρήτρα συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών με την οποία καθορίζεται, σύμφωνα με την αρχή της ωριαίας χρεώσεως, η τιμή των επίμαχων υπηρεσιών και η οποία εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο κύριο αντικείμενο της οικείας συμβάσεως δεν πρέπει να θεωρείται καταχρηστική ( 5 ) απλώς και μόνο για τον λόγο ότι δεν πληροί την απαίτηση περί διαφάνειας, εκτός αν το κράτος μέλος το δίκαιο του οποίου εφαρμόζεται στην επίμαχη σύμβαση έχει ρητώς προβλέψει ότι ο χαρακτηρισμός «καταχρηστική ρήτρα» απορρέει εκ μόνου του γεγονότος αυτού.

    Τέλος, όσον αφορά τις συνέπειες της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περί τιμής, το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να μην εφαρμόσει την εν λόγω ρήτρα, εκτός εάν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό.

    Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι όταν, κατ’ εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, οι συμβάσεις δεν θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να ισχύουν μετά την απαλοιφή της ρήτρας περί τιμής και εφόσον αυτές οι υπηρεσίες παρασχέθηκαν, η οδηγία 93/13 ( 6 ) δεν αντιτίθεται στην ακύρωσή τους, έστω και αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη λάβει ο επαγγελματίας καμία αμοιβή για τις υπηρεσίες του.

    Όσον αφορά τις συνέπειες που θα μπορούσε να συνεπάγεται για τον καταναλωτή η ακύρωση των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης συμβάσεων, το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη νομολογία του κατά την οποία, όσον αφορά δανειακή σύμβαση, η ακύρωση τέτοιου είδους συμβάσεως στο σύνολό της θα καθιστούσε καταρχήν αμέσως απαιτητό το εναπομένον ποσό του δανείου σε βαθμό που θα μπορούσε να υπερβεί τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή και να έχει ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες γι’ αυτόν ( 7 ). Ωστόσο, ο ιδιαίτερα επιζήμιος χαρακτήρας της ακυρώσεως μιας συμβάσεως δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στις αμιγώς χρηματικές συνέπειες.

    Πράγματι, η ακύρωση συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών που έχουν ήδη παρασχεθεί δεν αποκλείεται να περιαγάγει τον καταναλωτή σε κατάσταση ανασφάλειας δικαίου, ιδίως στην περίπτωση που το εθνικό δίκαιο παρέχει στον επαγγελματία τη δυνατότητα να αξιώσει αμοιβή για τις υπηρεσίες αυτές βάσει διαφορετικής βάσεως από εκείνη της ακυρωθείσας συμβάσεως. Επιπλέον, και βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, η ακυρότητα της συμβάσεως θα μπορούσε ενδεχομένως να επηρεάσει το κύρος και την αποτελεσματικότητα των πράξεων που διενεργήθηκαν δυνάμει αυτής.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στην περίπτωση που η ακύρωση των επίμαχων συμβάσεων στο σύνολό τους θα είχε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή, στοιχείο που εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να επαληθεύσει, η οδηγία 93/13 ( 8 ) δεν εμποδίζει τον εθνικό δικαστή να θεραπεύσει την ακυρότητα της καταχρηστικής ρήτρας αντικαθιστώντας την με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή εφαρμοστέα σε περίπτωση συμφωνίας των συμβαλλομένων στις εν λόγω συμβάσεις. Αντιθέτως, η εν λόγω οδηγία αντιτίθεται στο να αντικαθιστά ο εθνικός δικαστής την ακυρωθείσα καταχρηστική ρήτρα με δικαστική εκτίμηση του ύψους της αμοιβής που οφείλεται για τις επίμαχες υπηρεσίες.


    ( 1 ) Άρθρο 3, παράγραφος 1, άρθρο 4, παράγραφος 2, άρθρο 6, παράγραφος 1, και άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

    ( 2 ) Κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2.

    ( 3 ) Απαίτηση που διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13.

    ( 4 ) Σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13.

    ( 5 ) Βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

    ( 6 ) Άρθρο 6, παράγραφος 1, και άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

    ( 7 ) Πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch,C‑125/18, EU:C:2020:138, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

    ( 8 ) Άρθρο 6, παράγραφος 1, και άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

    Top