Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0351

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 16ης Μαρτίου 2023.
    ZG κατά Beobank SA.
    Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά – Οδηγία 2007/64/ΕΚ – Άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Πληροφορίες που παρέχονται στον πληρωτή μετά την παραλαβή της εντολής πληρωμής – Άρθρα 58, 60 και 61 – Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής – Υποχρέωση του παρόχου να επιστρέψει στον ως άνω πληρωτή τα ποσά των μη εγκεκριμένων πράξεων – Συμβάσεις-πλαίσια – Υποχρέωση του παρόχου να παράσχει στον πληρωτή πληροφορίες που αφορούν τον οικείο δικαιούχο.
    Υπόθεση C-351/21.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:215

    Υπόθεση C‑351/21

    ZG

    κατά

    Beobank SA

    [αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το justice de paix du canton de Forest (ειρηνοδικείο καντονίου Forest, Βέλγιο)]

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 16ης Μαρτίου 2023

    «Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά – Οδηγία 2007/64/ΕΚ – Άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Πληροφορίες που παρέχονται στον πληρωτή μετά την παραλαβή της εντολής πληρωμής – Άρθρα 58, 60 και 61 – Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής – Υποχρέωση του παρόχου να επιστρέψει στον ως άνω πληρωτή τα ποσά των μη εγκεκριμένων πράξεων – Συμβάσεις-πλαίσια – Υποχρέωση του παρόχου να παράσχει στον πληρωτή πληροφορίες που αφορούν τον οικείο δικαιούχο»

    1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά – Οδηγία 2007/64 – Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής – Αγωγή λόγω ευθύνης του παρόχου, ασκηθείσα από χρήστη υπηρεσιών πληρωμών – Αγωγή με αίτημα την επιστροφή των ποσών των πράξεων πληρωμής – Αγωγή λόγω μη τηρήσεως, εκ μέρους του οικείου παρόχου υπηρεσιών, της υποχρεώσεως παροχής πληροφοριών την οποία υπέχει – Δεν επιτρέπεται

      (Οδηγία 2007/64 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 47 § 1, στοιχείο αʹ, 58, 59, 60 § 1 και 86 § 1)

      (βλ. σκέψεις 37-40)

    2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά – Οδηγία 2007/64 – Συμβάσεις-πλαίσια – Πληροφόρηση του πληρωτή για τις επιμέρους πράξεις πληρωμής – Πληροφορίες που αφορούν τον δικαιούχο – Υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή – Υποχρέωση παροχής των πληροφοριών που παρέχουν στον πληρωτή τη δυνατότητα να ταυτοποιήσει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ήταν δικαιούχος πράξεως πληρωμής χρεωθείσας στον λογαριασμό του πληρωτή

      (Οδηγία 2007/64 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 47 § 1, στοιχείο αʹ)

      (βλ. σκέψεις 53, 56-60, 64 και διατακτ.)

    Σύνοψη

    Ο ZG, κάτοικος Βελγίου, διατηρεί τραπεζικό λογαριασμό στην Beobank, στο Βέλγιο, για τον οποίο έχει χρεωστική κάρτα. Τη νύχτα της 20ής προς την 21η Απριλίου, πραγματοποίησε, σε κατάστημα ευρισκόμενο στη Βαλένθια (Ισπανία), πληρωμή ύψους 100 ευρώ με τη συγκεκριμένη κάρτα. Εν συνεχεία, πραγματοποιήθηκαν δύο ακόμη πληρωμές με την ίδια κάρτα και στο ίδιο τερματικό πληρωμών, για ποσά ύψους 991 ευρώ και 993 ευρώ αντιστοίχως.

    Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ο ZG ζητεί, μεταξύ άλλων, την επιστροφή των ποσών των δύο τελευταίων πληρωμών, τις οποίες θεωρεί «μη εγκεκριμένες». Εξηγεί ότι δεν θυμάται πλέον ούτε το όνομα ούτε τη διεύθυνση του καταστήματος, ούτε και τι συνέβη μετά την εκ μέρους του κατανάλωση ποτών στο συγκεκριμένο κατάστημα, ισχυρίζεται δε ότι υπήρξε θύμα απάτης η οποία διευκολύνθηκε από τη χορήγηση ναρκωτικής ουσίας. Η Beobank αρνείται, ωστόσο, να προβεί στην επιστροφή των ποσών των πληρωμών αυτών, θεωρώντας ότι ο ZG τις ενέκρινε πράγματι ή ότι, τουλάχιστον, επέδειξε «βαριά αμέλεια».

    Εν συνεχεία, το ως άνω τραπεζικό ίδρυμα παρέσχε στον ZG πληροφορίες μόνον σχετικά με τον αριθμό αναφοράς και τον εντοπισμό της γεωγραφικής θέσεως του τερματικού πληρωμών, χωρίς να προσδιορίσει την ταυτότητα του δικαιούχου των επίμαχων πληρωμών πέραν της μνείας του στοιχείου «COM SU VALENCIA ESP». Το τραπεζικό ίδρυμα του δικαιούχου των επίμαχων πληρωμών αρνείται να γνωστοποιήσει στην Beobank τα στοιχεία ταυτοποιήσεως του δικαιούχου.

    Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το εύρος της προβλεπόμενης από διάταξη της οδηγίας 2007/64 ( 1 ) υποχρεώσεως του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει «κατά περίπτωση» στον πληρωτή πληροφορίες που αφορούν τον δικαιούχο πράξεως πληρωμής. Η απάντηση του Δικαστηρίου στο ερώτημα αυτό θα παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να αντλήσει συμπεράσματα σε σχέση με την υποχρέωση της Beobank να επιστρέψει τα ποσά των επίμαχων πληρωμών.

    Με την απόφασή του, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή υποχρεούται, βάσει της ίδιας διατάξεως, να παράσχει στον πληρωτή τις πληροφορίες οι οποίες καθιστούν δυνατή την ταυτοποίηση του φυσικού ή νομικού προσώπου που ήταν δικαιούχος πράξεως πληρωμής χρεωθείσας στον λογαριασμό του πληρωτή και όχι μόνον τις πληροφορίες τις οποίες ο εν λόγω πάροχος έχει στη διάθεσή του, έχοντας καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, όσον αφορά τη συγκεκριμένη πράξη πληρωμής.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    Καταρχάς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το καθεστώς ευθύνης των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών σε περίπτωση μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 60, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/64, έχει πλήρως εναρμονισθεί. Ως εκ τούτου, δεν συμβιβάζονται με την εν λόγω οδηγία τόσο ένα καθεστώς παράλληλης ευθύνης βάσει της ίδιας γενεσιουργού αιτίας όσο και ένα παράλληλο καθεστώς ευθύνης το οποίο θα επέτρεπε στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να επικαλεσθεί την ύπαρξη τέτοιας ευθύνης βάσει άλλης γενεσιουργού αιτίας.

    Ένα εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί όμως να αγνοήσει τη διάκριση που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία όσον αφορά τις πράξεις πληρωμής, αναλόγως αν είναι εγκεκριμένες ή μη εγκεκριμένες. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποφανθεί επί αιτήματος επιστροφής πληρωμών όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης χωρίς προηγουμένως να χαρακτηρίσει τις πληρωμές αυτές ως εγκεκριμένες ή μη εγκεκριμένες πράξεις. Πράγματι, το άρθρο 60, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/64 ( 2 ), αντιτίθεται στην εκ μέρους του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών επίκληση της ευθύνης του παρόχου των υπηρεσιών αυτών για τον λόγο ότι ο συγκεκριμένος πάροχος παρέβη την υποχρέωση παροχής πληροφοριών που υπέχει από το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, στο μέτρο που η ευθύνη αυτή αφορά την επιστροφή του ποσού πράξεων πληρωμής.

    Στο μέτρο, πάντως, που το αιτούν δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, στο πλαίσιο της εκ μέρους του εκτιμήσεως του εγκεκριμένου ή μη χαρακτήρα των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης πληρωμών, να λάβει γνώση της φύσεως και του εύρους των πληροφοριών τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του οικείου πληρωτή πρέπει να παράσχει στον πληρωτή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 47, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2007/64, η λυσιτέλεια των προδικαστικών ερωτημάτων για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω.

    Όσον αφορά συγκεκριμένα τη φύση και το εύρος των υποχρεώσεων πληροφορήσεως που προβλέπονται στη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο κρίνει, λαμβανομένης υπόψη της πλήρους εναρμονίσεως στην οποία προβαίνει η οδηγία 2007/64, ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις συνιστούν κατ’ ανάγκην υποχρεώσεις τις οποίες πρέπει να θέτουν σε εφαρμογή τα κράτη μέλη χωρίς να μπορούν να παρεκκλίνουν από αυτές και χωρίς καν να μπορούν να τις αμβλύνουν χαρακτηρίζοντάς τες ως υποχρεώσεις ως προς το μέσο και όχι ως υποχρεώσεις προς επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος. Ουδόλως προκύπτει από την οικονομία του εν λόγω άρθρου 47 ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, προβλέποντας υποχρεώσεις οι οποίες καθορίζουν με ακρίβεια τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν, είχε ως σκοπό απλώς να καταβληθούν προσπάθειες προς τούτο.

    Εξάλλου, η παρεμβολή της φράσεως «κατά περίπτωση» εντός του άρθρου 47, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2007/64 έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες οι οποίες αφορούν τον δικαιούχο πράξεως πληρωμής και τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών της εν λόγω πληρωμής πρέπει να παράσχει στον οικείο πληρωτή, κατόπιν της χρεώσεως του ποσού της πράξεως πληρωμής στον λογαριασμό του πληρωτή ή κατά το χρονικό σημείο που συμφωνήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 47, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, περιλαμβάνουν τις πληροφορίες τις οποίες ο συγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών έχει ή πρέπει να έχει στη διάθεσή του σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τον σκοπό ο οποίος επιδιώκεται με την οδηγία και ο οποίος συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση της παροχής προς τους χρήστες των υπηρεσιών αυτών της δυνατότητας να ταυτοποιούν ευχερώς τις πράξεις πληρωμής, καθόσον έχουν στη διάθεσή τους «σαφή πληροφόρηση στο ίδιο υψηλό επίπεδο». Προκειμένου να διασφαλισθεί η απολύτως ολοκληρωμένη και αυτοματοποιημένη επεξεργασία των οικείων πληρωμών και να βελτιωθούν η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα των πληρωμών, η εν λόγω πληροφόρηση πρέπει να είναι ταυτόχρονα αναγκαία και επαρκής τόσο όσον αφορά τη σύμβαση υπηρεσιών πληρωμών όσο και τις πράξεις πληρωμών αυτές καθεαυτές και να είναι ανάλογη με τις ανάγκες των χρηστών.

    Εν προκειμένω, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις ως άνω απαιτήσεις, οι πληροφορίες τις οποίες έπρεπε να παράσχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών στον οικείο πληρωτή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 47, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2007/64, έπρεπε να είναι αρκούντως ακριβείς και ουσιώδεις. Πράγματι, αν οι πληροφορίες δεν είναι τέτοιας ποιότητας, ο πληρωτής δεν θα είναι σε θέση, βάσει των συγκεκριμένων πληροφοριών, να ταυτοποιήσει μετά βεβαιότητος την οικεία πράξη πληρωμής. Το «στοιχείο αναφοράς που επιτρέπει στον πληρωτή να ταυτοποιήσει κάθε πράξη πληρωμής», κατά την πρώτη ημιπερίοδο του άρθρου 47, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2007/64, δεν παρέχει, όμως, στον οικείο πληρωτή τη δυνατότητα να συνδέσει το στοιχείο αναφοράς με συγκεκριμένη πράξη πληρωμής. Επομένως, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή πρέπει κατ’ ανάγκην να του παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να ανταποκριθεί στις απορρέουσες από τη διάταξη αυτή απαιτήσεις, στο πλαίσιο του επιπλέον στοιχείου, το οποίο μνημονεύεται στη δεύτερη ημιπερίοδο του ως άνω άρθρου 47, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ήτοι των «πληροφορ[ιών] που αφορούν τον δικαιούχο».


    ( 1 ) Η υποχρέωση αυτή προβλέπεται από το άρθρο 47, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (ΕΕ 2007, L 319, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2009, L 187, σ. 5).

    ( 2 ) Η συγκεκριμένη διάταξη ρυθμίζει τις συνέπειες που συνεπάγεται, για τα κράτη μέλη, η πλήρης εναρμόνιση στην οποία προβαίνει η ίδια οδηγία.

    Top