Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0333

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Δεκεμβρίου 2023.
    European Superleague Company, SL κατά Fédération internationale de football association (FIFA) και Union des associations européennes de football (UEFA).
    Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Εσωτερική αγορά – Ρυθμίσεις που έχουν θεσπισθεί από διεθνείς αθλητικές ομοσπονδίες – Επαγγελματικό ποδόσφαιρο – Φορείς ιδιωτικού δικαίου στους οποίους έχουν ανατεθεί ρυθμιστικές και ελεγκτικές εξουσίες, καθώς και εξουσίες λήψεως αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων – Κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για διοργανώσεις, περί συμμετοχής των ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών στις διοργανώσεις αυτές, καθώς και περί εκμεταλλεύσεως των εμπορικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων μεταδόσεως και επικοινωνίας για τις εν λόγω διοργανώσεις – Παράλληλη άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων – Διεξαγωγή και εμπορική εκμετάλλευση διοργανώσεων – Εκμετάλλευση των σχετικών εμπορικών δικαιωμάτων και δικαιωμάτων μεταδόσεως και επικοινωνίας – Άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων θίγουσα τον ανταγωνισμό – Έννοιες του αντιθέτου προς τον ανταγωνισμό “αντικειμένου” και “αποτελέσματος” – Εξαίρεση βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Προϋποθέσεις – Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Δικαιολόγηση – Προϋποθέσεις – Άρθρο 56 ΣΛΕΕ – Εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ενδεχόμενη δικαιολόγηση – Προϋποθέσεις – Βάρος αποδείξεως.
    Υπόθεση C-333/21.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:1011

    Υπόθεση C-333/21

    European Superleague Company SL

    κατά

    Fédération internationale de football association (FIFA)
    και
    Union des associations européennes de football (UEFA)

    (αίτηση του Juzgado de lo Mercantil de Madrid για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Δεκεμβρίου 2023

    «Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Εσωτερική αγορά – Ρυθμίσεις που έχουν θεσπισθεί από διεθνείς αθλητικές ομοσπονδίες – Επαγγελματικό ποδόσφαιρο – Φορείς ιδιωτικού δικαίου στους οποίους έχουν ανατεθεί ρυθμιστικές και ελεγκτικές εξουσίες, καθώς και εξουσίες λήψεως αποφάσεων και επιβολής κυρώσεων – Κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για διοργανώσεις, περί συμμετοχής των ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών στις διοργανώσεις αυτές, καθώς και περί εκμεταλλεύσεως των εμπορικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων μεταδόσεως και επικοινωνίας για τις εν λόγω διοργανώσεις – Παράλληλη άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων – Διεξαγωγή και εμπορική εκμετάλλευση διοργανώσεων – Εκμετάλλευση των σχετικών εμπορικών δικαιωμάτων και δικαιωμάτων μεταδόσεως και επικοινωνίας – Άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων θίγουσα τον ανταγωνισμό – Έννοιες του αντιθέτου προς τον ανταγωνισμό “αντικειμένου” και “αποτελέσματος” – Εξαίρεση βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Προϋποθέσεις – Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Δικαιολόγηση – Προϋποθέσεις – Άρθρο 56 ΣΛΕΕ – Εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ενδεχόμενη δικαιολόγηση – Προϋποθέσεις – Βάρος αποδείξεως»

    1. Προδικαστικά ερωτήματα – Υποβολή στο Δικαστήριο – Απόφαση περί παραπομπής εκδοθείσα σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου περί οργανώσεως των δικαστηρίων και με τους δικονομικούς κανόνες του εθνικού δικαίου – Διακρίβωση μη εναποκείμενη στο Δικαστήριο

      (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 56, 57)

    2. Προδικαστικά ερωτήματα – Παραδεκτό – Ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και λυσιτέλεια των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων – Εκτίμηση από το εθνικό δικαστήριο – Τεκμήριο λυσιτέλειας των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων

      (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 64-66)

    3. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Πεδίο εφαρμογής – Άσκηση αθλητικών δραστηριοτήτων ως οικονομική δραστηριότητα – Εμπίπτει – Θέσπιση κανόνων από αθλητικές ενώσεις σχετικά με τις διοργανώσεις στον χώρο του αθλήματός τους, την ομαλή διεξαγωγή των συγκεκριμένων διοργανώσεων και τη συμμετοχή των αθλητών σε αυτές – Επιτρέπεται – Όρια – Άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης στους ιδιώτες

      (Άρθρα 45, 49, 56, 63, 101, 102 και 165 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 75, 83, 85-88, 101)

    4. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Πεδίο εφαρμογής – Άσκηση αθλητικών δραστηριοτήτων ως οικονομική δραστηριότητα – Εμπίπτει – Κανόνες θεσπισθέντες αποκλειστικώς για λόγους μη οικονομικής φύσεως και σχετικοί με ζητήματα αποκλειστικώς αθλητικού χαρακτήρα – Δεν εμπίπτουν – Κανόνες αθλητικών ενώσεων με σκοπό τη θέσπιση καθεστώτος προηγούμενης αδείας για αθλητικές διοργανώσεις, τη ρύθμιση του ζητήματος της συμμετοχής των ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών στις διοργανώσεις αυτές, καθώς και την εκμετάλλευση των εμπορικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων μεταδόσεως και επικοινωνίας για τις εν λόγω διοργανώσεις – Κανόνες διέποντες οικονομικές δραστηριότητες – Εμπίπτουν

      (Άρθρα 45, 49, 56, 63, 101, 102 και 165 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 84, 89-94)

    5. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Πεδίο εφαρμογής – Άσκηση αθλητικών δραστηριοτήτων ως οικονομική δραστηριότητα – Εμπίπτει – Κανόνες αθλητικών ενώσεων με σκοπό τη θέσπιση καθεστώτος προηγούμενης αδείας για αθλητικές διοργανώσεις, τη ρύθμιση του ζητήματος της συμμετοχής των ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών στις διοργανώσεις αυτές, καθώς και την εκμετάλλευση των εμπορικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων μεταδόσεως και επικοινωνίας για τις εν λόγω διοργανώσεις – Περιορισμός – Δικαιολόγηση – Συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων της αθλητικής δραστηριότητας

      (Άρθρα 45, 49, 56, 63, 101, 102 και 165 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 96-100, 102-106)

    6. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Επιχείρηση – Έννοια – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας – Οργάνωση διεξαγωγής και εμπορική εκμετάλλευση από αθλητικές ενώσεις των διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων εντός της Ένωσης και εκμετάλλευση των συνδεομένων με τις διοργανώσεις αυτές δικαιωμάτων – Εμπίπτει

      (Άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 112-115)

    7. Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Απαγόρευση – Σκοπός – Επιβολή κυρώσεων για συμπεριφορές δυνάμενες να προκαλέσουν, ακόμη και εμμέσως, ζημία στους καταναλωτές θίγοντας τον υφιστάμενο ουσιαστικό ανταγωνισμό

      (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψη 124)

    8. Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Αντικειμενική έννοια που αφορά τις συμπεριφορές οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν τη διάρθρωση της αγοράς και οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της διατηρήσεως ή της αναπτύξεως του ανταγωνισμού – Υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση – Άσκηση αποκλειστικώς υγιούς ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως

      (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 125-130)

    9. Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Ικανότητα περιορισμού του ανταγωνισμού και αποτέλεσμα αποκλεισμού – Συμπεριφορές έχουσες ως αντικείμενο ή ως πραγματικό ή δυνητικό αποτέλεσμα να παρεμποδίζουν την πρόσβαση των δυνητικώς ανταγωνιστριών επιχειρήσεων στην αγορά – Εμπίπτουν

      (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψη 131)

    10. Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Εκ του καταστατικού σκοπός αθλητικής ενώσεως που ασκεί οικονομικές δραστηριότητες στον τομέα της διεξαγωγής και της εμπορικής εκμεταλλεύσεως αθλητικών διοργανώσεων – Αθλητική ένωση η οποία οργανώνει τη διεξαγωγή και εκμεταλλεύεται εμπορικώς αθλητικές διοργανώσεις και η οποία έχει την εξουσία να καθορίζει τους όρους συμμετοχής άλλων επιχειρήσεων στη συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα – Εξουσία χορηγήσεως προηγούμενης αδείας και καθορισμός των προϋποθέσεων ασκήσεως των εν λόγω δραστηριοτήτων έναντι των υφιστάμενων ή δυνητικών ανταγωνιστών – Επιτρέπεται – Προϋπόθεση – Οριοθέτηση κατάλληλη να αποκλείσει τον κίνδυνο καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως

      (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 132-138)

    11. Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Αθλητικές ενώσεις που έχουν θεσπίσει κανόνες οι οποίοι τους παρέχουν διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη χορήγηση προηγούμενης αδείας, τη συμμετοχή και την επιβολή κυρώσεων στο πλαίσιο των διεθνών διοργανώσεων επαγγελματικού ποδοσφαίρου – Έλλειψη ουσιαστικών κριτηρίων και διαδικαστικών κανόνων που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο, μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα των εν λόγω κανόνων και κυρώσεων – Εμπίπτει

      (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 143-152, διατακτ. 1)

    12. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Διάκριση μεταξύ περιορισμού ως εκ του αντικειμένου και περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου – Περιορισμός αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό – Επαρκής διαπίστωση

      (Άρθρο 101 §1 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 159, 161-163)

    13. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Περιεχόμενο και σκοπός της συμπράξεως, καθώς και οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσεται – Διάκριση μεταξύ περιορισμού ως εκ του αντικειμένου και περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος – Πρόθεση των συμβαλλομένων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό – Μη απαραίτητο κριτήριο – Παράβαση εξ αντικειμένου – Αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό παράβαση – Κριτήρια εκτιμήσεως – Ανάγκη να εξετάζονται τα αποτελέσματα της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς όσον αφορά τον ανταγωνισμό – Δεν υφίσταται

      (Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 165-168)

    14. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως – Διάκριση μεταξύ περιορισμού ως εκ του αντικειμένου και περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος – Περιορισμός ως εκ του αποτελέσματος – Εξέταση της λειτουργίας του ανταγωνισμού εάν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία

      (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 169, 170)

    15. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων – Εκ του καταστατικού σκοπός αθλητικής ενώσεως που ασκεί οικονομικές δραστηριότητες στον τομέα της διεξαγωγής και της εμπορικής εκμεταλλεύσεως αθλητικών διοργανώσεων – Κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, περί συμμετοχής και περί επιβολής κυρώσεων στο πλαίσιο των διεθνών διοργανώσεων επαγγελματικού ποδοσφαίρου – Έλλειψη ουσιαστικών κριτηρίων και διαδικαστικών κανόνων που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο, μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα των εν λόγω κανόνων και κυρώσεων – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου

      (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 171-179, διατακτ. 2)

    16. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων – Κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, περί συμμετοχής και περί επιβολής κυρώσεων στο πλαίσιο των διεθνών διοργανώσεων επαγγελματικού ποδοσφαίρου – Δικαιολόγηση βάσει θεμιτών σκοπών γενικού συμφέροντος – Προϋπόθεση – Απουσία περιορισμού ως εκ του αντικειμένου – Εξαίρεση – Προϋποθέσεις

      (Άρθρα 101 §§ 1 και 3 και 102 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 183-188)

    17. Συμπράξεις – Απαγόρευση – Εξαίρεση – Προϋποθέσεις – Βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή συμβολή στην τεχνική ή οικονομική πρόοδο – Αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα δυνάμενα να αντισταθμίσουν τα προβλήματα που προκαλούνται από τη συμφωνία ως προς τον ανταγωνισμό – Απαραίτητος ή αναγκαίος χαρακτήρας της επίμαχης συμπεριφοράς – Δεν πρέπει να εξαλείφεται πλήρως ο ουσιαστικός ανταγωνισμός ως προς σημαντικό μέρος των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών – Βάρος αποδείξεως – Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εξαιρέσεως πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς

      (Άρθρο 101 § 3 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 189-200)

    18. Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Αθλητικές ενώσεις που έχουν θεσπίσει κανόνες οι οποίοι τους παρέχουν διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη χορήγηση προηγούμενης αδείας, τη συμμετοχή και την επιβολή κυρώσεων στο πλαίσιο διεθνών διοργανώσεων επαγγελματικού ποδοσφαίρου – Καταχρηστικός χαρακτήρας – Αντικειμενική δικαιολόγηση – Προϋποθέσεις – Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως

      (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 201-209, διατακτ. 3)

    19. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Αθλητικές ενώσεις που έχουν θεσπίσει κανόνες οι οποίοι απονέμουν σε αυτές αποκλειστική εξουσία όσον αφορά την εμπορική εκμετάλλευση των δικαιωμάτων που απορρέουν από διοργανώσεις επαγγελματικού ποδοσφαίρου υπαγόμενες στη δικαιοδοσία τους – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου – Εξαίρεση – Προϋποθέσεις

      (Άρθρo 101 §§ 1 και 3 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 217-228, 230-241, διατακτ. 4)

    20. Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Αθλητικές ενώσεις που έχουν θεσπίσει κανόνες οι οποίοι απονέμουν σε αυτές αποκλειστική εξουσία όσον αφορά την εμπορική εκμετάλλευση των δικαιωμάτων που απορρέουν από διοργανώσεις επαγγελματικού ποδοσφαίρου υπαγόμενες στη δικαιοδοσία τους – Καταχρηστικός χαρακτήρας – Αντικειμενική δικαιολόγηση – Προϋποθέσεις

      (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 231-241, διατακτ. 4)

    21. Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Αθλητικές ενώσεις που έχουν θεσπίσει κανόνες οι οποίοι τους παρέχουν διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη χορήγηση προηγούμενης αδείας, τη συμμετοχή και την επιβολή κυρώσεων στο πλαίσιο των διεθνών διοργανώσεων επαγγελματικού ποδοσφαίρου – Έλλειψη ουσιαστικών κριτηρίων και διαδικαστικών κανόνων που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο, μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα των εν λόγω κανόνων και κυρώσεων – Δεν επιτρέπεται – Δικαιολόγηση – Δεν υφίσταται

      (Άρθρο 56 ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 247-257, διατακτ. 5)

    Σύνοψη

    Η Fédération internationale de football association (Διεθνής Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, FIFA) είναι ένωση ελβετικού δικαίου η οποία έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, τη θέσπιση κανόνων και διατάξεων που διέπουν το ποδόσφαιρο και τα συναφή ζητήματα, καθώς και τον έλεγχο του ποδοσφαίρου σε όλες τις μορφές του σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και την οργάνωση της διεξαγωγής των διεθνών διοργανώσεών της. Η FIFA αποτελείται από εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, μέλη μίας από τις έξι συνομοσπονδίες ηπείρων τις οποίες αναγνωρίζει και μεταξύ των οποίων καταλέγεται η Union des associations européennes de football (Ένωση Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών, UEFA), ένωση ελβετικού δικαίου με κύρια αποστολή την εποπτεία και τον έλεγχο της αναπτύξεως του ποδοσφαίρου, σε όλες τις μορφές του, σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Ως μέλη της FIFA και της UEFA, οι εν λόγω εθνικές ομοσπονδίες υπέχουν την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να επιβάλλουν την τήρηση του καταστατικού, των κανονισμών, των οδηγιών και των αποφάσεων της FIFA και της UEFA στο σύνολο όσων δραστηριοποιούνται στον χώρο του ποδοσφαίρου, ιδίως δε στις ενώσεις επαγγελματικών συλλόγων, τους συλλόγους και τους ποδοσφαιριστές.

    Σύμφωνα με τα αντίστοιχα καταστατικά τους, οι FIFA και UEFA έχουν την εξουσία να χορηγούν άδειες για τη διεξαγωγή επαγγελματικών διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, ιδίως δε διοργανώσεων μεταξύ ποδοσφαιρικών συλλόγων που είναι μέλη εθνικής ομοσπονδίας (ή «διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων»). Δύνανται επίσης να οργανώνουν τη διεξαγωγή τέτοιων διοργανώσεων και να εκμεταλλεύονται τα διάφορα δικαιώματα που συνδέονται με αυτές.

    H European Superleague Company, SL (στο εξής: ESLC) είναι εταιρία ισπανικού δικαίου συσταθείσα από πλείονες επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους και έχουσα ως σκοπό τη διοργάνωση της διεξαγωγής σε ετήσια βάση μιας νέας διεθνούς διασυλλογικής διοργανώσεως επαγγελματικού ποδοσφαίρου με την ονομασία «Superleague».

    Το σύμφωνο μετόχων και επενδύσεως που συνήφθη μεταξύ όσων προωθούν το συγκεκριμένο σχέδιο εξαρτά τη θέση σε εφαρμογή της Superleague από την αναγνώρισή της εκ μέρους της FIFA ή της UEFA ως νέας διοργανώσεως σύμφωνης με τα καταστατικά τους.

    Κατόπιν της ανακοινώσεως περί δημιουργίας της Superleague, η FIFA και η UEFA δημοσίευσαν στις 21 Ιανουαρίου 2021 κοινή ανακοίνωση, προκειμένου να καταστήσουν σαφή την άρνησή τους να αναγνωρίσουν τη νέα αυτή διοργάνωση και να προειδοποιήσουν ότι οποιοσδήποτε ποδοσφαιριστής ή σύλλογος συμμετάσχει στην εν λόγω διοργάνωση θα αποβληθεί από τις διοργανώσεις της FIFA και της UEFA. Με άλλο ανακοινωθέν, η UEFA και πλείονες εθνικές ομοσπονδίες υπενθύμισαν τη δυνατότητα λήψεως πειθαρχικών μέτρων κατά των συμμετεχόντων στη Superleague, ιδίως δε τη δυνατότητα αποκλεισμού τους από ορισμένες σημαντικές ευρωπαϊκές και παγκόσμιες διοργανώσεις.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η ESLC άσκησε ενώπιον του Juzgado de lo Mercantil no 17 de Madrid (εμποροδικείου αριθ. 17 Μαδρίτης, Ισπανία) αγωγή ζητώντας, κατ’ ουσίαν, να διαπιστωθεί ο παράνομος και επιζήμιος χαρακτήρας των ως άνω ανακοινώσεων, καθώς και των συμπεριφορών με τις οποίες η FIFA, η UEFA και οι εθνικές ομοσπονδίες που είναι μέλη τους θα μπορούσαν να υλοποιήσουν τις απειλές που διατυπώθηκαν με τις ανακοινώσεις αυτές.

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι FIFA και UEFA κατέχουν θέση μονοπωλίου ή, τουλάχιστον, δεσπόζουσα θέση στην αγορά οργανώσεως της διεξαγωγής και εμπορικής εκμεταλλεύσεως των διεθνών διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων, καθώς και της εκμεταλλεύσεως των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις εν λόγω διοργανώσεις. Στο πλαίσιο αυτό διερωτάται αν ορισμένες διατάξεις των καταστατικών της FIFA και της UEFA είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, καθώς και με τις διατάξεις που αφορούν τις διάφορες θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ.

    Με την απόφασή του, η οποία δημοσιεύεται την ίδια ημέρα με δύο άλλες αποφάσεις ( 1 ) οι οποίες αφορούν την εφαρμογή του οικονομικού δικαίου της Ένωσης στην περίπτωση των κανόνων που έχουν θεσπίσει διεθνείς ή εθνικές αθλητικές ενώσεις ή ομοσπονδίες, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου διευκρινίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι κανόνες τους οποίους έχουν θεσπίσει οι FIFA και UEFA, αφενός, περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για τις διεθνείς διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, περί συμμετοχής των ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε αυτές και περί επιβολής κυρώσεων που έχουν προβλεφθεί μαζί με τους συγκεκριμένους κανόνες, και, αφετέρου, περί εκμεταλλεύσεως των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις εν λόγω διοργανώσεις, συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και αντίθετη προς τον ανταγωνισμό σύμπραξη κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο αποφαίνεται επίσης επί του ζητήματος αν οι εν λόγω κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, περί συμμετοχής και περί επιβολής κυρώσεων είναι συμβατοί με την κατά το άρθρο 56 ΣΛΕΕ ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    Προκαταρκτικώς, το Δικαστήριο διατυπώνει δέσμες παρατηρήσεων.

    Κατ’ αρχάς, διευκρινίζει ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν αποκλειστικώς τους κανόνες τους οποίους έχουν θεσπίσει η FIFA και η UEFA σχετικά, αφενός, με την προηγούμενη άδεια για διεθνείς διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, καθώς και τη συμμετοχή των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων και των ποδοσφαιριστών τους σε αυτές, και, αφετέρου, με την εκμετάλλευση των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τις συγκεκριμένες διοργανώσεις. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν καλείται να λάβει θέση ούτε επί της ίδιας της υπάρξεως των FIFA και UEFA ούτε επί του βασίμου άλλων κανόνων που έχουν θεσπίσει οι δύο αυτές ενώσεις, ούτε, τέλος, επί της υπάρξεως ή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του ίδιου του σχεδίου της Superleague, με γνώμονα είτε τους κανόνες περί ανταγωνισμού είτε τις οικονομικές ελευθερίες που κατοχυρώνει η Συνθήκη ΛΕΕ.

    Εν συνεχεία, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το σύνολο των κανόνων ως προς τους οποίους ερωτάται εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με το δίκαιο του ανταγωνισμού, καθώς και εκείνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς ότι η άσκηση αθλητικών δραστηριοτήτων, στο μέτρο που συνιστά οικονομική δραστηριότητα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που διέπουν τέτοια δραστηριότητα, πλην ορισμένων ειδικών κανόνων οι οποίοι έχουν θεσπισθεί αποκλειστικώς για λόγους μη οικονομικής φύσεως και οι οποίοι αφορούν ζητήματα σχετικά αποκλειστικώς με το άθλημα αυτό καθεαυτό. Οι επίμαχοι κανόνες, όμως, τόσο της FIFA όσο και της UEFA, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης εξαιρέσεως, καθόσον αφορούν την ενασχόληση με το ποδόσφαιρο ως οικονομική δραστηριότητα.

    Τέλος, όσον αφορά τις συνέπειες που μπορεί να έχει το άρθρο 165 ΣΛΕΕ –το οποίο καθορίζει τόσο τους σκοπούς της δράσεως της Ένωσης στον τομέα του αθλητισμού όσο και τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συμβολή στην επίτευξη των σκοπών αυτών–, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η εν λόγω διάταξη δεν συνιστά ειδικό κανόνα ο οποίος εξαιρεί τον αθλητισμό από το σύνολο ή από μέρος των λοιπών διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης που μπορούν να εφαρμοσθούν στον αθλητισμό ή ο οποίος επιβάλλει να επιφυλάσσεται στον αθλητισμό ειδική μεταχείριση στο πλαίσιο της εφαρμογής των συγκεκριμένων διατάξεων. Υπενθυμίζει, επιπλέον, ότι οι αδιαμφισβήτητες ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν την αθλητική δραστηριότητα μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων στοιχείων και εφόσον αποδεικνύονται κρίσιμες, κατά την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν το δίκαιο του ανταγωνισμού και τις ελευθερίες κυκλοφορίας, επισημαινομένου, πάντως, ότι τέτοια συνεκτίμηση χωρεί μόνο στο πλαίσιο και τηρουμένων των προϋποθέσεων και των κριτηρίων εφαρμογής που προβλέπονται σε καθεμία από τις διατάξεις αυτές.

    Με γνώμονα τις ανωτέρω παρατηρήσεις και έχοντας επισημάνει ότι οι FIFA και UEFA πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «επιχειρήσεις», κατά την έννοια του ευρωπαϊκού δικαίου του ανταγωνισμού, στο μέτρο που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες όπως είναι η οργάνωση της διεξαγωγής ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και η εκμετάλλευση των δικαιωμάτων που συνδέονται με τις διοργανώσεις αυτές, το Δικαστήριο εξετάζει, κατά πρώτον, το ζήτημα αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εκ μέρους των FIFA και UEFA θέσπιση και εφαρμογή κανόνων περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας για τις διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις και περί συμμετοχής σε αυτές επ’ απειλή κυρώσεων, συνιστά, αφενός, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, αντίθετη προς τον ανταγωνισμό σύμπραξη κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

    Το Δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι οι ιδιαιτερότητες του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, ιδίως δε η κοινωνική, πολιτιστική και επικοινωνιακή σημασία του, καθώς και το ότι το συγκεκριμένο άθλημα στηρίζεται στον ανοικτό χαρακτήρα του και στην αθλητική αξία, καθιστούν δυνατό να συναχθεί ότι είναι θεμιτό να υπόκεινται η οργάνωση και η διεξαγωγή των διεθνών διοργανώσεων επαγγελματικού ποδοσφαίρου σε κοινούς κανόνες, με σκοπό τη διασφάλιση της ομοιογένειας και του συντονισμού των συγκεκριμένων διοργανώσεων στο πλαίσιο ενός συνολικού χρονοδιαγράμματος, καθώς και, γενικότερα, την προώθηση της διεξαγωγής αθλητικών διοργανώσεων βασιζομένων στην ισότητα ευκαιριών και στην αξία. Επιπλέον, είναι θεμιτό να διασφαλίζεται η τήρηση των κοινών αυτών κανόνων μέσω κανόνων όπως αυτοί που έχουν θεσπίσει οι FIFA και UEFA όσον αφορά τη χορήγηση προηγούμενης αδείας για τη διεξαγωγή των εν λόγω διοργανώσεων, καθώς και τη συμμετοχή των συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε αυτές. Ως εκ τούτου, στο ειδικό πλαίσιο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και των οικονομικών δραστηριοτήτων τις οποίες συνεπάγεται η άσκηση του εν λόγω αθλήματος, ούτε η θέσπιση ούτε η εφαρμογή των κανόνων αυτών μπορούν να χαρακτηρισθούν, επί της αρχής και εν γένει, ως «καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως», κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Το ίδιο ισχύει και για τις κυρώσεις που προβλέπονται μαζί με τους κανόνες αυτούς, στο μέτρο που αυτές είναι καταρχήν θεμιτές για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω κανόνων.

    Αντιθέτως, καμία από τις ως άνω ιδιαιτερότητες δεν επιτρέπει να θεωρηθεί θεμιτή η θέσπιση και η εφαρμογή κανόνων, καθώς και των κυρώσεων που προβλέπονται μαζί με τους εν λόγω κανόνες, οι οποίοι δεν διέπονται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, μη εισάγοντα διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους. Ειδικότερα, τα εν λόγω κριτήρια και προϋποθέσεις πρέπει να έχουν θεσπισθεί, υπό μορφή προσβάσιμη, πριν από οποιαδήποτε εφαρμογή των επίμαχων κανόνων. Επιπλέον, για να γίνει δεκτό ότι τα ως άνω κριτήρια και προϋποθέσεις δεν εισάγουν διακρίσεις, δεν πρέπει να εξαρτούν την οργάνωση της διεξαγωγής και την εμπορική εκμετάλλευση διοργανώσεων τρίτων, καθώς και τη συμμετοχή των συλλόγων και των ποδοσφαιριστών σε αυτές, από απαιτήσεις οι οποίες θα είναι είτε διαφορετικές από τις ισχύουσες για τις διοργανώσεις που οργανώνει και εκμεταλλεύεται εμπορικώς ο φορέας που λαμβάνει τις αποφάσεις είτε απαιτήσεις πανομοιότυπες ή παρόμοιες, πλην όμως τις οποίες θα είναι αδύνατο ή υπέρμετρα δυσχερές να πληροί στην πράξη επιχείρηση που δεν έχει και αυτή την ιδιότητα ενώσεως ή δεν διαθέτει τις ίδιες εξουσίες με τον συγκεκριμένο φορέα και, ως εκ τούτου, τελεί σε κατάσταση διαφορετική από αυτόν. Τέλος, προκειμένου οι κυρώσεις που έχουν προβλεφθεί μαζί με τους συγκεκριμένους κανόνες να μη συνιστούν αποτέλεσμα ασκήσεως διακριτικής ευχέρειας απαιτείται να διέπονται από κριτήρια τα οποία δεν πρέπει μόνον να είναι, και αυτά, διαφανή, αντικειμενικά, συγκεκριμένα και μη ενέχοντα διακρίσεις, αλλά και να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω κυρώσεις καθορίζονται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη της φύσεως, της διάρκειας και της σοβαρότητας της διαπιστωθείσας παραβάσεως.

    Ως εκ τούτου, σε περίπτωση κατά την οποία κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, περί συμμετοχής και περί επιβολής κυρώσεων δεν διέπονται από ουσιαστικά κριτήρια και διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο, μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους, η θέσπιση και εφαρμογή τους συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

    Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στην περίπτωση των εν λόγω κανόνων, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, ακόμη και αν η θέσπιση κανόνων περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας μπορεί να αιτιολογείται βάσει της επιδιώξεως ορισμένων θεμιτών σκοπών, όπως είναι αυτός της τηρήσεως των αρχών, των αξιών και των κανόνων του παιχνιδιού που διέπουν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, οι επίμαχοι κανόνες παρέχουν στις FIFA και UEFA την εξουσία να επιτρέπουν, να ελέγχουν ή να εξαρτούν από προϋποθέσεις την πρόσβαση κάθε δυνητικώς ανταγωνίστριας επιχειρήσεως στη σχετική αγορά και, επομένως, να καθορίζουν τόσο τον βαθμό ανταγωνισμού που μπορεί να υφίσταται στην αγορά αυτή όσο και τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να ασκείται ενδεχομένως ο εν λόγω ανταγωνισμός.

    Επιπλέον, οι κανόνες περί συμμετοχής των συλλόγων και των ποδοσφαιριστών στις συγκεκριμένες διοργανώσεις δύνανται να ενισχύσουν το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, το οποίο είναι συμφυές με κάθε μηχανισμό προηγούμενης εγκρίσεως μη υποκείμενο σε περιορισμούς, υποχρεώσεις και έλεγχο που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο και μη ενέχοντα διακρίσεις χαρακτήρα του, δεδομένου ότι εμποδίζουν κάθε επιχείρηση που οργανώνει μια δυνητικώς ανταγωνιστική διοργάνωση να χρησιμοποιεί λυσιτελώς τους διαθέσιμους στην αγορά πόρους, ήτοι τους συλλόγους και τους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι, σε περίπτωση συμμετοχής σε διοργάνωση που δεν έχει λάβει προηγούμενη άδεια της FIFA και της UEFA, υπόκεινται σε κυρώσεις μη οριοθετούμενες από κανένα ουσιαστικό κριτήριο ή διαδικαστικό κανόνα που να διασφαλίζει τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο, μη ενέχοντα διακρίσεις και αναλογικό χαρακτήρα τους.

    Ως εκ τούτου, σε περίπτωση κατά την οποία δεν διέπονται από τέτοια κριτήρια και από τέτοιους διαδικαστικούς κανόνες, οι επίμαχοι κανόνες είναι, ως εκ της φύσεώς τους, αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό και έχουν, επομένως, ως αντικείμενο την παρεμπόδισή του. Κατά συνέπεια, εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν τα πραγματικά ή δυνητικά αποτελέσματά τους.

    Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα αν οι κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, περί συμμετοχής και περί επιβολής κυρώσεων δύνανται να τύχουν εξαιρέσεως ή να θεωρηθούν δικαιολογημένοι. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς, πρώτον, ότι ειδικώς ορισμένες συμπεριφορές, όπως οι κανόνες περί ηθικής και δεοντολογίας που θεσπίζει μια ένωση, δύνανται να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως την οποία επιβάλλει το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μολονότι έχουν ως εγγενές αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού, εφόσον δικαιολογούνται από την επιδίωξη θεμιτών σκοπών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν, αφ’ εαυτών, αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα και εφόσον έχει αποδειχθεί προσηκόντως η αναγκαιότητα και ο αναλογικός χαρακτήρας των χρησιμοποιούμενων προς τούτο μέσων. Το Δικαστήριο διευκρινίζει, πάντως, ότι η συγκεκριμένη νομολογία δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση συμπεριφορών που αντιβαίνουν ως εκ της φύσεώς τους στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ ή είναι σε τέτοιο βαθμό επιζήμιες ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν ως «αντικείμενο» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

    Δεύτερον, όσον αφορά την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ο διάδικος που επικαλείται το ευεργέτημα της συγκεκριμένης εξαιρέσεως πρέπει να αποδείξει ότι πληρούνται σωρευτικώς τέσσερις προϋποθέσεις. Ως εκ τούτου, πρέπει να πιθανολογείται επαρκώς ότι η υπό εξέταση συμπεριφορά καθιστά δυνατή τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, εξασφαλίζοντας παράλληλα στους χρήστες δίκαιο μέρος από το όφελος που προκύπτει από την εν λόγω βελτίωση, χωρίς να επιβάλλει περιορισμούς που δεν είναι απαραίτητοι για την επίτευξη τέτοιας βελτιώσεως και χωρίς να εξαλείφει τον ουσιαστικό ανταγωνισμό όσον αφορά σημαντικό μέρος των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών.

    Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, αν πληρούνται εν προκειμένω οι προμνημονευθείσες προϋποθέσεις. Όσον αφορά, πάντως, την τελευταία προϋπόθεση, σχετικά με το αν εξακολουθεί να υφίσταται ουσιαστικός ανταγωνισμός, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, περί συμμετοχής και περί επιβολής κυρώσεων δεν διέπονται από ουσιαστικά κριτήρια και από διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν τον διαφανή, αντικειμενικό, συγκεκριμένο και μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα τους, δεδομένου ότι μια τέτοια κατάσταση είναι ικανή να παράσχει στους φορείς που θέσπισαν τους επίμαχους κανόνες τη δυνατότητα πλήρους παρεμποδίσεως του ανταγωνισμού στην αγορά διεξαγωγής και εμπορικής εκμεταλλεύσεως διασυλλογικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων εντός της Ένωσης.

    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ προκύπτει κατά τρόπο συνεκτικό ότι καταχρηστική συμπεριφορά επιχειρήσεως κατέχουσας δεσπόζουσα θέση μπορεί να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατά το εν λόγω άρθρο απαγορεύσεως, εφόσον η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδείξει είτε ότι η συμπεριφορά της δικαιολογούνταν αντικειμενικώς από εξωτερικές προς την επιχείρηση περιστάσεις και ήταν αναλογική σε σχέση με τη συγκεκριμένη δικαιολόγηση είτε ότι τα επωφελή και για τους καταναλωτές πλεονεκτήματα ως προς την αποτελεσματικότητα αντιστάθμιζαν την επίμαχη συμπεριφορά ή, ακόμη, ήταν υπέρτερα αυτής.

    Εν προκειμένω, όσον αφορά, αφενός, ενδεχόμενη αντικειμενική δικαιολόγηση, οι κανόνες που θέσπισαν και έθεσαν σε εφαρμογή οι FIFA και UEFA έχουν ως σκοπό να αναθέσουν αποκλειστικώς στους συγκεκριμένους φορείς την οργάνωση της διεξαγωγής οποιασδήποτε διοργανώσεως αυτού του είδους, με κίνδυνο πλήρους εξαλείψεως του ανταγωνισμού εκ μέρους τρίτης επιχειρήσεως, όπερ συνεπάγεται ότι μια τέτοια συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως απαγορευόμενη από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και μη δικαιολογούμενη από αναγκαιότητες τεχνικής και εμπορικής φύσεως. Αφετέρου, όσον αφορά τα πλεονεκτήματα ως προς την αποτελεσματικότητα, στις δύο αυτές αθλητικές ενώσεις απόκειται να αποδείξουν, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ότι η συγκεκριμένη βελτίωση της αποτελεσματικότητας μπορεί να επιτευχθεί με τη συμπεριφορά τους, ότι η βελτίωση αυτή εξουδετερώνει τις πιθανές επιζήμιες συνέπειες της συμπεριφοράς αυτής για τον ανταγωνισμό εντός των επηρεαζόμενων αγορών και για τα συμφέροντα των καταναλωτών, ότι η εν λόγω συμπεριφορά είναι απαραίτητη για την επίτευξη της συγκεκριμένης βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας και ότι δεν εξαλείφει τον ουσιαστικό ανταγωνισμό καταργώντας το σύνολο ή την πλειονότητα των υφιστάμενων πηγών πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού.

    Κατά τρίτον, όσον αφορά τους κανόνες της FIFA και της UEFA σχετικά με τα δικαιώματα που απορρέουν από τις διασυλλογικές επαγγελματικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις των εν λόγω φορέων, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες είναι ικανοί, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου τους, των σκοπών τους οποίους επιδιώκουν αντικειμενικώς να επιτύχουν όσον αφορά τον ανταγωνισμό, καθώς και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, όχι μόνο να παρεμποδίσουν πλήρως τον ανταγωνισμό μεταξύ των επαγγελματικών ποδοσφαιρικών συλλόγων που είναι μέλη των εθνικών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών μελών της FIFA και της UEFA, στο πλαίσιο της εμπορικής εκμεταλλεύσεως των διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με τους αγώνες στους οποίους οι σύλλογοι αυτοί μετέχουν, αλλά και να επηρεάσουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού εις βάρος τρίτων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε ένα σύνολο αγορών μέσων ενημερώσεως ή υπηρεσιών ευρισκόμενων σε επόμενη βαθμίδα της εν λόγω εμπορικής εκμεταλλεύσεως, εις βάρος των καταναλωτών και των τηλεθεατών.

    Ως εκ τούτου, τέτοιοι κανόνες έχουν ως αντικείμενο την παρεμπόδιση ή τον περιορισμό του ανταγωνισμού στις οικείες αγορές, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και συνιστούν «καταχρηστική εκμετάλλευση» δεσπόζουσας θέσεως κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, εκτός αν αποδειχθεί ότι είναι δικαιολογημένοι, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της επιτεύξεως βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας και του οφέλους για τους χρήστες. Συνεπώς, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει, αφενός, αν η διαπραγμάτευση για την αγορά των εν λόγω δικαιωμάτων τα οποία διατίθενται αποκλειστικώς από δύο πωλητές παρέχει στους υφιστάμενους ή δυνητικούς αγοραστές τη δυνατότητα μειώσεως του κόστους των συναλλαγών τους καθώς και της αβεβαιότητας που θα αντιμετώπιζαν οι αγοραστές αν έπρεπε να διαπραγματευθούν κατά περίπτωση με τους μετέχοντες συλλόγους και, αφετέρου, αν το όφελος από τη συγκεντρωτική πώληση των δικαιωμάτων αυτών διασφαλίζει, αποδεδειγμένα, ορισμένη μορφή αλληλέγγυας αναδιανομής εντός του ποδοσφαίρου, προς όφελος του συνόλου των χρηστών.

    Τέλος, κατά τέταρτον, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι κανόνες περί χορηγήσεως προηγούμενης αδείας, περί συμμετοχής και περί επιβολής κυρώσεων συνιστούν εμπόδιο στην κατά το άρθρο 56 ΣΛΕΕ ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Πράγματι, επιτρέποντας στις FIFA και UEFA να ελέγχουν, κατά διακριτική ευχέρεια, τη δυνατότητα κάθε τρίτης επιχειρήσεως να οργανώνει και να εκμεταλλεύεται εμπορικώς διασυλλογικές ποδοσφαιρικές διοργανώσεις εντός της Ένωσης, τη δυνατότητα κάθε επαγγελματικού ποδοσφαιρικού συλλόγου να συμμετέχει σε τέτοιες διοργανώσεις, καθώς και, κατ’ επέκταση, τη δυνατότητα κάθε άλλης επιχειρήσεως να παρέχει υπηρεσίες συνδεόμενες με τη διεξαγωγή ή την εμπορική εκμετάλλευση των εν λόγω διοργανώσεων, οι επίμαχοι κανόνες δεν δύνανται απλώς να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστικές τις σχετικές οικονομικές δραστηριότητες, αλλά και να τις εμποδίσουν, περιορίζοντας την πρόσβαση σε αυτές κάθε νεοεισερχομένου. Εξάλλου, καθόσον οι ως άνω κανόνες δεν διέπονται από αντικειμενικό, μη ενέχοντα δυσμενείς διακρίσεις και εκ των προτέρων γνωστό κριτήριο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι δικαιολογούνται από θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος.


    ( 1 ) Αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2023, International Skating Union κατά Επιτροπής (C-124/21), και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Royal Antwerp Football Club (C-680/21).

    Top