Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0038

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Δεκεμβρίου 2023.
    VK κ.λπ. κατά BMW Bank GmbH κ.λπ.
    Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου χωρίς υποχρέωση αγοράς – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ – Έννοια της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης χωρίς υποχρέωση αγοράς του αντικειμένου της σύμβασης – Οδηγία 2002/65/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 1, και άρθρο 2, στοιχείο βʹ – Έννοια της σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών – Οδηγία 2011/83/ΕΕ – Άρθρο 2, σημείο 6, και άρθρο 3, παράγραφος 1 – Έννοια της σύμβασης παροχής υπηρεσιών – Άρθρο 2, σημείο 7 – Έννοια της εξ αποστάσεως σύμβασης – Άρθρο 2, σημείο 8 – Έννοια της σύμβασης εκτός εμπορικού καταστήματος – Άρθρο 16, στοιχείο ιβʹ – Εξαίρεση από το δικαίωμα υπαναχώρησης όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών ενοικίασης αυτοκινήτων – Σύμβαση πίστωσης για την αγορά αυτοκινήτου – Οδηγία 2008/48 – Άρθρο 10, παράγραφος 2 – Απαιτήσεις σχετικές με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση – Τεκμήριο συμμόρφωσης προς την υποχρέωση παροχής πληροφοριών στην περίπτωση χρήσης προβλεπόμενου από τη σχετική ρύθμιση υποδείγματος παροχής πληροφοριών – Έλλειψη οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος οδηγίας – Άρθρο 14, παράγραφος 1 – Δικαίωμα υπαναχώρησης – Έναρξη της προθεσμίας υπαναχώρησης σε περίπτωση ελλιπών ή εσφαλμένων πληροφοριών – Καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης – Αποδυνάμωση του δικαιώματος υπαναχώρησης – Απαίτηση περί προηγούμενης επιστροφής του οχήματος σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης ως προς συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-38/21, C-47/21 και C-232/21.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:1014

    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-38/21, C-47/21 και C-232/21

    VK
    κατά
    BMW Bank GmbH,

    F.F.
    κατά
    C. Bank AG

    CR κ.λπ.
    κατά
    Volkswagen Bank GmbH,
    και
    Audi Bank

    (αιτήσεις του Landgericht Ravensburg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Δεκεμβρίου 2023

    «Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου χωρίς υποχρέωση αγοράς – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ – Έννοια της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης χωρίς υποχρέωση αγοράς του αντικειμένου της σύμβασης – Οδηγία 2002/65/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 1, και άρθρο 2, στοιχείο βʹ – Έννοια της σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών – Οδηγία 2011/83/ΕΕ – Άρθρο 2, σημείο 6, και άρθρο 3, παράγραφος 1 – Έννοια της σύμβασης παροχής υπηρεσιών – Άρθρο 2, σημείο 7 – Έννοια της εξ αποστάσεως σύμβασης – Άρθρο 2, σημείο 8 – Έννοια της σύμβασης εκτός εμπορικού καταστήματος – Άρθρο 16, στοιχείο ιβʹ– Εξαίρεση από το δικαίωμα υπαναχώρησης όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών ενοικίασης αυτοκινήτων – Σύμβαση πίστωσης για την αγορά αυτοκινήτου – Οδηγία 2008/48 – Άρθρο 10, παράγραφος 2 – Απαιτήσεις σχετικές με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση – Τεκμήριο συμμόρφωσης προς την υποχρέωση παροχής πληροφοριών στην περίπτωση χρήσης προβλεπόμενου από τη σχετική ρύθμιση υποδείγματος παροχής πληροφοριών–Έλλειψη οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος οδηγίας – Άρθρο 14, παράγραφος 1 – Δικαίωμα υπαναχώρησης – Έναρξη της προθεσμίας υπαναχώρησης σε περίπτωση ελλιπών ή εσφαλμένων πληροφοριών – Καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης – Αποδυνάμωση του δικαιώματος υπαναχώρησης – Απαίτηση περί προηγούμενης επιστροφής του οχήματος σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης ως προς συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης»

    1. Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Οδηγία 2008/48 – Εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών – Οδηγία 2002/65 – Πεδίο εφαρμογής – Σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου οχήματος χωρίς υποχρέωση αγοράς – Δεν εμπίπτει

      (Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2002/65, άρθρα 1 § 1 και 2, στοιχείο βʹ, και 2008/48, άρθρο 2 § 2, στοιχείο δʹ)

      (βλ. σκέψεις 131-135, 137-151, 156, διατακτ. 1)

    2. Προστασία των καταναλωτών – Καταναλωτικές συμβάσεις – Οδηγία 2011/83 – Σύμβαση παροχής υπηρεσιών – Έννοια – Σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου οχήματος χωρίς υποχρέωση αγοράς – Εμπίπτει

      (Οδηγία 2011/83 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2, σημείο 6, και 3 § 1)

      (βλ. σκέψεις 153-156, διατακτ. 1)

    3. Προστασία των καταναλωτών – Καταναλωτικές συμβάσεις – Οδηγία 2011/83 – Εξ αποστάσεως σύμβαση – Έννοια – Σύμβαση υπηρεσιών συνιστάμενη στη χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτου οχήματος χωρίς υποχρέωση αγοράς – Σύμβαση συναφθείσα με χρήση μέσων επικοινωνίας εξ αποστάσεως – Στάδιο διαπραγματεύσεως της σύμβασης με ταυτόχρονη φυσική παρουσία του καταναλωτή και μεσάζοντος του εμπόρου – Τήρηση υποχρέωσης ενημέρωσης εκ μέρους του εμπόρου – Δεν εμπίπτει

      (Οδηγία 2011/83 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2, σημείο 7)

      (βλ. σκέψεις 164-167, 170-173, διατακτ. 2)

    4. Προστασία των καταναλωτών – Καταναλωτικές συμβάσεις – Οδηγία 2011/83 – Σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος – Έννοια – Σύμβαση παροχής υπηρεσιών συνιστάμενη στη χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτου οχήματος χωρίς υποχρέωση αγοράς – Σύμβαση συναφθείσα με χρήση μέσων επικοινωνίας εξ αποστάσεως – Φυσική παρουσία του καταναλωτή στο εμπορικό κατάστημα μεσάζοντος του εμπόρου που δραστηριοποιείται σε άλλο τομέα δραστηριότητας από τον έμπορο – Δεν εμπίπτει – Προϋποθέσεις

      (Οδηγία 2011/83 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2, σημείο 8, στοιχείο αʹ)

      (βλ. σκέψεις 177-183, διατακτ. 3)

    5. Προστασία των καταναλωτών – Καταναλωτικές συμβάσεις – Οδηγία 2011/83 – Δικαίωμα υπαναχώρησης – Εξαιρέσεις – Παροχή υπηρεσιών μίσθωσης αυτοκινήτων με συγκεκριμένη ημερομηνία ή προθεσμία εκτελέσεως – Σύμβαση παροχής υπηρεσιών συνιστάμενη στη χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτου οχήματος χωρίς υποχρέωση αγοράς – Κύριο αντικείμενο – Χρήση του οχήματος από τον καταναλωτή κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου εκτελέσεως έναντι χρηματικών ποσών – Εμπίπτει

      (Οδηγία 2011/83 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 16, στοιχείο ιβʹ)

      (βλ. σκέψεις 190-202, διατακτ. 4)

    6. Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Οδηγία 2008/48 – Απαιτήσεις όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση – Δικαίωμα υπαναχώρησης – Εθνική ρύθμιση θεσπίζουσα νόμιμο τεκμήριο τηρήσεως της υποχρεώσεως ενημερώσεως σχετικά με το δικαίωμα αυτό σε περίπτωση προσφυγής σε κανονιστικό υπόδειγμα πληροφορήσεως – Δεν επιτρέπεται – Υποχρέωση εθνικού δικαστηρίου που επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών αποκλειστικώς να μην εφαρμόζει τέτοια νομοθεσία, αποκλειστικά βάσει του δικαίου της Ένωσης – Έλλειψη – Δικαίωμα των ιδιωτών να αξιώσουν αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τη μη συμβατότητα του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης

      (Οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 2, στοιχείο ιστʹ)

      (βλ. σκέψεις 217, 219, 220, 224-230, διατακτ. 5)

    7. Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Οδηγία 2008/48 – Απαιτήσεις σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση – Δικαίωμα υπαναχώρησης – Υποχρέωση αναγραφής του ποσού των ημερήσιων τόκων που οφείλει να καταβάλει ο καταναλωτής σε περίπτωση ασκήσεως του δικαιώματος αυτού – Περιεχόμενο

      (Οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 10 § 2, στοιχείο ιστʹ, και 14 § 3, στοιχείο βʹ)

      (βλ. σκέψεις 233-240, διατακτ. 6)

    8. Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Οδηγία 2008/48 – Απαιτήσεις σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση – Υποχρέωση τυπικής αναγραφής των ουσιωδών πληροφοριών σχετικά με όλες τις εξωδικαστικές διαδικασίες ή μηχανισμούς επανόρθωσης που διαθέτει ο καταναλωτής – Περιεχόμενο

      (Οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 2, στοιχείο κʹ)

      (βλ. σκέψεις 243-246, διατακτ. 7)

    9. Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Οδηγία 2008/48 – Απαιτήσεις σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση – Αποζημίωση οφειλόμενη σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης – Υποχρέωση αναγραφής, κατά τρόπο συγκεκριμένο και ευχερώς κατανοητό από τον μέσο καταναλωτή, της μεθόδου υπολογισμού της αποζημίωσης αυτής – Περιεχόμενο

      (Οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 2, στοιχείο ιηʹ)

      (βλ. σκέψεις 250-256, διατακτ. 8)

    10. Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Οδηγία 2008/48 – Απαιτήσεις σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση – Ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες τις οποίες έλαβε ο καταναλωτής – Προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της προθεσμίας υπαναχώρησης – Ελλιπής ή ανακριβής χαρακτήρας των πληροφοριών που δεν δύνανται να παραπλανήσουν τον καταναλωτή ως προς την έκταση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του

      (Οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 10 § 2 και 14 § 1, εδ. 2, στοιχείο βʹ)

      (βλ. σκέψεις 263-267, διατακτ. 9)

    11. Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Οδηγία 2008/48 – Απαιτήσεις σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση – Επιτόκιο υπερημερίας – Αναγραφή του επιτοκίου αυτού υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού και μηχανισμός προσαρμογής του – Αναφορά του επιτοκίου αναφοράς και της συχνότητας τροποποιήσεώς του για το κυμαινόμενο επιτόκιο υπερημερίας – Περιεχόμενο

      (Οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 2, στοιχείο ιβʹ)

      (βλ. σκέψεις 269-272, διατακτ. 10)

    12. Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Οδηγία 2008/48 – Δικαίωμα υπαναχώρησης – Απόσβεση του δικαιώματος αυτού με την πλήρη εκτέλεση σύμβασης πίστωσης

      (Οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 1)

      (βλ. σκέψεις 275-279, 292, διατακτ. 11)

    13. Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Οδηγία 2008/48 – Απαιτήσεις σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση – Ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει ο καταναλωτής – Πληροφορίες που παραπλανούν τον καταναλωτή ως προς την έκταση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του – Μη ενεργοποίηση της προθεσμίας υπαναχώρησης – Δεν υφίσταται κατάχρηση της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης

      (Οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 10 § 2 και 14 § 1)

      (βλ. σκέψεις 280-284, 289-293, διατακτ. 11)

    14. Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Οδηγία 2008/48 – Απαιτήσεις σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση – Ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει ο καταναλωτής – Πληροφορίες που παραπλανούν τον καταναλωτή ως προς την έκταση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του – Μη ενεργοποίηση της προθεσμίας υπαναχώρησης – Δικαίωμα υπαναχώρησης ασκούμενο από τον καταναλωτή – Δυνατότητα του πιστωτικού φορέα να επικαλεστεί την αποδυνάμωση του δικαιώματος αυτού – Δεν υφίσταται – Προϋποθέσεις

      (Οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 10 § 2 και 14 § 1)

      (βλ. σκέψεις 297-300, διατακτ. 12)

    15. Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Οδηγία 2008/48 – Δικαίωμα υπαναχώρησης – Συνέπειες της υπαναχώρησης από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης επί σύμβασης προμήθειας αγαθών – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα την υποχρέωση του καταναλωτή να επιστρέψει το χρηματοδοτούμενο από την πίστωση αγαθό ή να ειδοποιήσει τον πιστωτικό φορέα να ανακτήσει το αγαθό αυτό – Δυνατότητα του πιστωτικού φορέα να μην εξοφλήσει, κατά τον χρόνο επιστροφής των αγαθών, τις μηνιαίες δόσεις που έχουν ήδη καταβληθεί από τον καταναλωτή – Δεν επιτρέπεται

      (Οδηγία 2008/48 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3, στοιχείο ιδʹ, και 14 § 1)

      (βλ. σκέψεις 303-308, διατακτ. 13)

    Σύνοψη

    Οι τρεις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις εντάσσονται στο πλαίσιο ορισμένων διαφορών μεταξύ καταναλωτών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών συνδεομένων με αντιπροσώπους αυτοκινήτων, σχετικά με το κύρος της ασκήσεως του δικαιώματός τους υπαναχώρησης από σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου οχήματος χωρίς υποχρέωση αγοράς (υπόθεση C-38/21) και από διάφορες συμβάσεις πίστωσης προοριζόμενες για τη χρηματοδότηση της αγοράς μεταχειρισμένων αυτοκινήτων οχημάτων (υποθέσεις C-47/21 και C-232/21).

    Στην υπόθεση C-38/21, ο VK μετέβη στις εγκαταστάσεις αντιπροσωπείας αυτοκινήτων BMW, όπου ένας υπάλληλος του εν λόγω αντιπροσώπου, ενεργών ως μεσίτης πιστώσεων για λογαριασμό της BMW Bank GmbH, του προσέφερε αυτοκίνητο όχημα υπό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης και παρουσίασε τα διάφορα στοιχεία αυτού του είδους σύμβασης, όπως τη διάρκεια και τις μηνιαίες δόσεις. Τον Νοέμβριο του 2018, ο VK συνήψε, με τη χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως, σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης με την BMW Bank σχετικά με αυτοκίνητο όχημα προοριζόμενο για ιδιωτική χρήση. Δυνάμει της σύμβασης αυτής, η οποία συνήφθη για διάστημα 24 μηνών και στηριζόταν στη χορήγηση δανείου από την BMW Bank, ο VK δεν ήταν υποχρεωμένος να αγοράσει το όχημα κατά τη λήξη της συμβατικής περιόδου. Στις 25 Ιουνίου 2019, ο VK δήλωσε ότι επιθυμούσε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η προθεσμία υπαναχώρησης των δεκατεσσάρων ημερών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο δεν είχε ακόμη αρχίσει να τρέχει, λόγω του ανεπαρκούς και δυσανάγνωστου χαρακτήρα των πληροφοριών που έπρεπε να του παρασχεθούν δυνάμει του δικαίου αυτού.

    Στις υποθέσεις C-47/21 και C-232/21, περισσότεροι καταναλωτές συνήψαν συμβάσεις δανείου για την αγορά μεταχειρισμένων επιβατικών αυτοκινήτων για ιδιωτική χρήση. Κατά την προετοιμασία και τη σύναψη των συμβάσεων αυτών, οι αντιπρόσωποι αυτοκινήτων από τους οποίους αγοράστηκαν τα οχήματα ενήργησαν ως μεσάζοντες της C. Bank AG (υπόθεση C-47/21) καθώς και της Volkswagen Bank GmbH και της Audi Bank (υπόθεση C-232/21). Στη συνέχεια, οι εν λόγω καταναλωτές υπαναχώρησαν από τις συναφθείσες δανειακές συμβάσεις, ζητώντας κατ’ ουσίαν την επιστροφή των μηνιαίων δόσεων που είχαν καταβληθεί έως την ημερομηνία υπαναχώρησης. Κατά την άποψή τους, η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο προθεσμία υπαναχώρησης των δεκατεσσάρων ημερών δεν είχε ακόμη αρχίσει να τρέχει, δεδομένου ότι οι πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησης καθώς και οι λοιπές υποχρεωτικές πληροφορίες δεν τους είχαν κοινοποιηθεί δεόντως.

    Με την απόφασή του, η οποία εκδόθηκε από το τμήμα μείζονος συνθέσεως, το Δικαστήριο διευκρινίζει, στο πλαίσιο σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου οχήματος χωρίς υποχρέωση αγοράς για τον καταναλωτή, το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 2002/65 ( 1 ), 2008/48 ( 2 ) και 2011/83 ( 3 ) περί προστασίας των καταναλωτών, καθώς και το περιεχόμενο των εννοιών «σύμβαση παροχής υπηρεσιών», «σύμβαση εξ αποστάσεως» και «σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος», κατά την τελευταία αυτή οδηγία. Επιπλέον, στο πλαίσιο συμβάσεων πίστωσης, αποφαίνεται επί διαφόρων πτυχών της υποχρέωσης που υπέχουν οι πιστωτικοί φορείς, δυνάμει της οδηγίας 2008/48, να παρέχουν στους καταναλωτές πληροφορίες που αφορούν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα υπαναχώρησης καθώς και τις συνέπειες της παροχής ανακριβών ή ελλιπών πληροφοριών για την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Εξάλλου, το Δικαστήριο εξετάζει, πάντοτε στο πλαίσιο αυτό και δυνάμει της ίδιας οδηγίας, το ζήτημα της καταχρηστικής ασκήσεως από τον καταναλωτή του δικαιώματος υπαναχώρησης και το ζήτημα της αποδυνάμωσης του δικαιώματος αυτού.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    Κατά πρώτον, το Δικαστήριο εξετάζει τη φύση σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου οχήματος χωρίς υποχρέωση αγοράς για τον καταναλωτή, υπό το πρίσμα των οδηγιών 2002/65, 2008/48 και 2011/83.

    Όσον αφορά, πρώτον, την οδηγία 2011/83, το Δικαστήριο κρίνει ότι η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης που αφορά μηχανοκίνητο όχημα και χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ούτε η σύμβαση αυτή ούτε χωριστή σύμβαση προβλέπει ότι ο καταναλωτής υποχρεούται να αγοράσει το όχημα κατά τη λήξη της σύμβασης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής ως «σύμβαση παροχής υπηρεσιών» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 6, αυτής ( 4 ). Η έννοια αυτή ορίζεται ευρέως και πρέπει να νοηθεί ως περιλαμβάνουσα όλες τις συμβάσεις που δεν εμπίπτουν στην έννοια της «σύμβασης πωλήσεως» κατά την εν λόγω οδηγία ( 5 ). Εν προκειμένω, σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης με την οποία έμπορος αναλαμβάνει την υποχρέωση να θέσει ένα όχημα στη διάθεση του καταναλωτή έναντι καταβολής τμηματικών δόσεων, χωρίς υποχρέωση αγοράς του οχήματος αυτού κατά τη λήξη της μίσθωσης, δεν εμπίπτει στην τελευταία αυτή έννοια, δεδομένου ότι δεν προβλέπει τη μεταβίβαση της κυριότητας του οχήματος στον καταναλωτή. Τέτοια σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης δεν εμπίπτει ούτε στον κατάλογο των συμβάσεων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/83 ( 6 ).

    Δεύτερον, το Δικαστήριο εκτιμά ότι τέτοια σύμβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48. Πράγματι, μολονότι εμπίπτει στην έννοια της «χρηματοδοτικής μίσθωσης» που προβλέπει η οδηγία αυτή ( 7 ), εντούτοις αποκλείεται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της, καθόσον δεν συνοδεύεται από καμία υποχρέωση του καταναλωτή να αγοράσει το αντικείμενο της σύμβασης κατά τη λήξη της.

    Τρίτον, όσον αφορά την οδηγία 2002/65, το Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου οχήματος, η οποία χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι ούτε η σύμβαση αυτή ούτε μια χωριστή σύμβαση προβλέπουν ότι ο καταναλωτής υποχρεούται να αγοράσει το όχημα κατά τη λήξη της σύμβασης, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Πράγματι, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, για να εμπίπτει μια σύμβαση στο πεδίο εφαρμογής της, πρέπει να έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την παροχή «χρηματοοικονομικής υπηρεσίας» ( 8 ), όπως είναι μια πιστωτική υπηρεσία. Μολονότι είναι αληθές ότι μια σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου χωρίς υποχρέωση αγοράς περιλαμβάνει τόσο στοιχείο πίστωσης όσο και στοιχείο μίσθωσης, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η σύμβαση αυτή δεν διαφέρει, κατ’ ουσίαν, από τη σύμβαση μίσθωσης οχήματος μακράς διαρκείας. Επομένως, δεδομένου ότι το κύριο αντικείμενο αυτού του είδους σύμβασης είναι η μίσθωση του οχήματος, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως σύμβαση παροχής χρηματοοικονομικής υπηρεσίας σχετική με την πίστωση.

    Κατά δεύτερον, στο πλαίσιο της ερμηνείας της οδηγίας 2011/83 σε σχέση με σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου οχήματος χωρίς υποχρέωση αγοράς για τον καταναλωτή, το Δικαστήριο εξετάζει, πρώτον, τις έννοιες της «εξ αποστάσεως σύμβασης» ( 9 ) και της «σύμβασης εκτός εμπορικού καταστήματος» ( 10 ).

    Ειδικότερα, το Δικαστήριο διευκρινίζει, αφενός, ότι σύμβαση παροχής υπηρεσιών συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και εμπόρου, με τη χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «εξ αποστάσεως σύμβαση» όταν το στάδιο της διαπραγματεύσεως που προηγήθηκε της συνάψεως αυτής διεξήχθη με την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του καταναλωτή και ενός μεσάζοντα που ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπόρου, ο οποίος παρέσχε στον καταναλωτή το σύνολο των πληροφοριών που προβλέπει η οδηγία 2011/83 ( 11 ), παρέχοντας στον καταναλωτή τη δυνατότητα να του υποβάλει ερωτήσεις σχετικά με τη σχεδιαζόμενη σύμβαση ή την προτεινόμενη προσφορά, προκειμένου να άρει κάθε αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο της ενδεχόμενης συμβατικής δεσμεύσεώς του με τον έμπορο.

    Αφετέρου, το Δικαστήριο κρίνει ότι σύμβαση παροχής υπηρεσιών συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και εμπόρου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος» όταν, κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο που προηγείται της συνάψεώς της με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως, ο καταναλωτής μετέβη στο εμπορικό κατάστημα μεσάζοντος ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπόρου με σκοπό τη διαπραγμάτευση της σύμβασης αυτής, αλλά ασκεί δραστηριότητα σε τομέα διαφορετικό από αυτόν, εφόσον πληρούνται δύο προϋποθέσεις. Πρέπει 1) ο καταναλωτής, ως μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, να αναμένει, μεταβαίνοντας στο εμπορικό κατάστημα του μεσάζοντος, ότι θα αποτελέσει αντικείμενο εμπορικής προσκλήσεως εκ μέρους του μεσάζοντος για τους σκοπούς της διαπραγματεύσεως και της σύναψης σύμβασης παροχής υπηρεσιών με τον έμπορο και 2) να μπόρεσε να αντιληφθεί ευχερώς ότι ο μεσάζων αυτός ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εν λόγω εμπόρου.

    Δεύτερον, εξετάζοντας τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2011/83, δυνάμει των οποίων ο καταναλωτής δεν έχει δικαίωμα υπαναχώρησης σε ορισμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου οχήματος συναφθείσα μεταξύ εμπόρου και καταναλωτή και χαρακτηριζόμενη ως σύμβαση παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος κατά την έννοια της οδηγίας αυτής εμπίπτει στην εξαίρεση που αφορά την παροχή υπηρεσιών μίσθωσης αυτοκινήτων με συγκεκριμένη ημερομηνία ή προθεσμία εκτελέσεως ( 12 ), δεδομένου ότι το κύριο αντικείμενο τέτοιας σύμβασης συνίσταται στην παροχή στον καταναλωτή της δυνατότητας να χρησιμοποιεί το όχημα για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που προβλέπει η εν λόγω σύμβαση έναντι της τακτικής καταβολής χρηματικών ποσών. Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρινίζει, αφενός, ότι ο όρος «συγκεκριμένη» στον οποίο αναφέρεται η εξαίρεση αυτή μπορεί να καλύπτει και συμβάσεις μακροχρόνιας μίσθωσης, όπως η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης 24 μηνών στην υπόθεση της κύριας δίκης, εφόσον η διάρκεια αυτή προσδιορίζεται με επαρκή ακρίβεια στη σύμβαση. Αφετέρου, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, στο πλαίσιο σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης οχήματος ειδικώς αγορασθέντος κατόπιν αιτήματος του καταναλωτή προκειμένου να ανταποκριθεί στις προδιαγραφές του τελευταίου, ο έμπορος θα μπορούσε, σε περίπτωση αναγνωρίσεως δικαιώματος υπαναχώρησης υπέρ του καταναλωτή, να αντιμετωπίσει δυσχέρειες κατά την εκ νέου διάθεση του οχήματος. Συγκεκριμένα, λόγω ιδίως των προδιαγραφών αυτών, ο έμπορος ενδέχεται να μην επιτύχει, εντός εύλογης προθεσμίας από την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης, να εκμεταλλευτεί το όχημα για άλλη ισοδύναμη χρήση για το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην αρχικώς προβλεφθείσα διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης, χωρίς να υποστεί σημαντική οικονομική ζημία.

    Κατά τρίτον, στο πλαίσιο της ερμηνείας της οδηγίας 2008/48, το Δικαστήριο διαπιστώνει, κατ’ αρχάς, ότι οι επίμαχες στις υποθέσεις C-47/21 και C-232/21 συμβάσεις δανείου για την αγορά μεταχειρισμένων επιβατικών αυτοκινήτων προοριζόμενων για ιδιωτική χρήση εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48 ως συμβάσεις πίστωσης ( 13 ).

    Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διευκρινίζει το περιεχόμενο της υποχρεώσεως του εμπόρου όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις συμβάσεις πίστωσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής ( 14 ) και, ειδικότερα, της υποχρεώσεώς του να ενημερώνει σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησης ( 15 ). Το Δικαστήριο κρίνει ότι η υποχρέωση αυτή αποκλείει εθνική ρύθμιση η οποία θεσπίζει νομικό τεκμήριο κατά το οποίο ο έμπορος τηρεί την υποχρέωσή του να ενημερώνει τον καταναλωτή για το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει, όταν ο εν λόγω έμπορος παραπέμπει, στο πλαίσιο σύμβασης, σε εθνικές διατάξεις οι οποίες παραπέμπουν σε νομικό υπόδειγμα ενημέρωσης και χρησιμοποιεί ρήτρες που περιέχονται στο υπόδειγμα αυτό, αλλά δεν πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2008/48 ( 16 ). Δεδομένου ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία 2008/48, εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται διαφοράς αποκλειστικά μεταξύ ιδιωτών δεν υποχρεούται, με βάση το δίκαιο της Ένωσης και μόνον, να αφήσει ανεφάρμοστη την εν λόγω νομοθεσία, με την επιφύλαξη της δυνατότητας του δικαστηρίου αυτού να μην την εφαρμόσει με βάση το εσωτερικό του δίκαιο και, ελλείψει αυτού, βάσει του δικαιώματος του θιγόμενου από τη μη συμμόρφωση του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξ αυτού του λόγου.

    Τέλος, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί διαφόρων πτυχών που συνδέονται με το δικαίωμα υπαναχώρησης, όπως αυτό προβλέπεται στην οδηγία 2008/48 ( 17 ).

    Πρώτον, διευκρινίζει το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας υπαναχώρησης. Συναφώς, όταν η πληροφόρηση που παρέχει ο πιστωτικός φορέας στον καταναλωτή βάσει της οδηγίας αυτής ( 18 ) αποδεικνύεται ελλιπής ή ανακριβής, η προθεσμία των δεκατεσσάρων ημερών που προβλέπει η οδηγία 2008/48 αρχίζει να τρέχει μόνον αν ο ελλιπής ή ανακριβής χαρακτήρας της πληροφόρησης αυτής δεν μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει την έκταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του βάσει της εν λόγω οδηγίας και να του στερήσει, ενδεχομένως, τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του, κατ’ ουσίαν, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που θα ίσχυαν αν οι πληροφορίες αυτές είχαν παρασχεθεί κατά τρόπο πλήρη και ακριβή. Πράγματι, η παροχή ελλιπών ή εσφαλμένων πληροφοριών μπορεί να εξομοιωθεί με έλλειψη πληροφορήσεως μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο καταναλωτής παραπλανάται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και, ως εκ τούτου, συνάπτει σύμβαση την οποία δεν θα είχε ενδεχομένως συνάψει αν διέθετε πλήρεις και ουσιωδώς ακριβείς πληροφορίες.

    Δεύτερον, το Δικαστήριο αναλύει τις συνέπειες της πλήρους εκτελέσεως σύμβασης πίστωσης επί της διατηρήσεως του δικαιώματος υπαναχώρησης. Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι η πλήρης εκτέλεση τέτοιας σύμβασης συνεπάγεται την απόσβεση του δικαιώματος αυτού. Πράγματι, δεδομένου ότι η εκτέλεση σύμβασης αποτελεί τον φυσικό μηχανισμό απόσβεσης των συμβατικών υποχρεώσεων, ο καταναλωτής δεν μπορεί πλέον να επικαλεστεί το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη στιγμή που η σύμβαση δανείου έχει πλήρως εκτελεσθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη και έχουν, ως εκ τούτου, λήξει οι αμοιβαίες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή.

    Τρίτον, όσον αφορά το ζήτημα της ασκήσεως από τον καταναλωτή του δικαιώματός του υπαναχώρησης, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι ο πιστωτικός φορέας δεν μπορεί βασίμως να προβάλει ότι ο καταναλωτής, λόγω της συμπεριφοράς του που έλαβε χώρα μεταξύ της σύναψης της σύμβασης και της ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχώρησης, άσκησε καταχρηστικώς το δικαίωμα αυτό, εφόσον, λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των πληροφοριών που περιέχονται στη σύμβαση πίστωσης, κατά παράβαση της οδηγίας 2008/48, η προθεσμία υπαναχώρησης δεν άρχισε να τρέχει λόγω του ότι ο χαρακτήρας αυτός επηρέασε την ικανότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει την έκταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του βάσει της οδηγίας καθώς και την απόφασή του να συνάψει τη σύμβαση.

    Τέταρτον, αποφαινόμενο επί της απώλειας του δικαιώματος υπαναχώρησης, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η οδηγία 2008/48 αντιτίθεται στη δυνατότητα του πιστωτικού φορέα, όταν ο καταναλωτής ασκεί το δικαίωμά του υπαναχώρησης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία αυτή ( 19 ), να προβάλει την απώλεια του δικαιώματος αυτού εφόσον τουλάχιστον μία από τις υποχρεωτικές πληροφορίες τις οποίες αφορά η ίδια οδηγία ( 20 ) δεν περιλαμβανόταν στη σύμβαση πίστωσης ή περιλαμβανόταν σε αυτήν ελλιπώς ή ανακριβώς χωρίς να έχει δεόντως γνωστοποιηθεί εκ των υστέρων και, για τον λόγο αυτό, η προθεσμία υπαναχώρησης δεν άρχισε να τρέχει. Πράγματι, η οδηγία 2008/48 δεν προβλέπει κανένα χρονικό περιορισμό όσον αφορά την άσκηση, από τον καταναλωτή, του δικαιώματός του υπαναχώρησης στην προαναφερθείσα περίπτωση. Ως εκ τούτου, η εθνική ρύθμιση δεν μπορεί να επιβάλει τέτοιο περιορισμό.

    Πέμπτον, το Δικαστήριο εξετάζει τα αποτελέσματα του δικαιώματος υπαναχώρησης. Επισημαίνει, επομένως, ότι το δικαίωμα αυτό, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, αποκλείει εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, όταν ο καταναλωτής υπαναχωρήσει από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης ( 21 ), οφείλει να επιστρέψει στον πιστωτικό φορέα το χρηματοδοτούμενο με την πίστωση αγαθό ή να τον οχλήσει να ανακτήσει το αγαθό αυτό χωρίς ο πιστωτικός φορέας να υποχρεούται, κατά τον ίδιο χρόνο, να επιστρέψει τις μηνιαίες δόσεις της πίστωσης που έχει ήδη καταβάλει ο καταναλωτής. Πράγματι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, εθνικοί δικονομικοί κανόνες οι οποίοι επιβάλλουν στον δανειολήπτη που υπαναχωρεί να επιστρέψει στον πιστωτικό φορέα το χρηματοδοτούμενο με την πίστωση αγαθό ή να τον οχλήσει να ανακτήσει το αγαθό αυτό, χωρίς ο πιστωτικός φορέας να υπέχει υποχρέωση ταυτόχρονης επιστροφής των ήδη καταβληθεισών μηνιαίων δόσεων της πίστωσης, είναι ικανοί να καταστήσουν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης.


    ( 1 ) Οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (ΕΕ 2002, L 271, σ. 16).

    ( 2 ) Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).

    ( 3 ) Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64).

    ( 4 ) Κατά το άρθρο 2, σημείο 6, της οδηγίας 2011/83, ως «σύμβαση παροχής υπηρεσιών» νοείται «κάθε σύμβαση πλην σύμβασης πώλησης βάσει της οποίας ο έμπορος παρέχει ή αναλαμβάνει να παράσχει υπηρεσία στον καταναλωτή, ο δε καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα».

    ( 5 ) Κατά το άρθρο 2, σημείο 5, της οδηγίας 2011/83, ως «σύμβαση πώλησης» ορίζεται «κάθε σύμβαση βάσει της οποίας ο έμπορος μεταβιβάζει ή αναλαμβάνει να μεταβιβάσει την κυριότητα αγαθών στον καταναλωτή, ο δε καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων που έχουν ως αντικείμενο ταυτόχρονα αγαθά και υπηρεσίες».

    ( 6 ) Όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/83.

    ( 7 ) Κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2008/48.

    ( 8 ) Κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2002/65, «κάθε υπηρεσία τραπεζικής, πιστωτικής, ασφαλιστικής ή επενδυτικής φύσεως ή σχετική με ατομικές συντάξεις ή με πληρωμές» εμπίπτει στην έννοια της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας.

    ( 9 ) Κατά το άρθρο 2, σημείο 7, της οδηγίας 2011/83, στην έννοια αυτή εμπίπτει «κάθε σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του εμπόρου και του καταναλωτή, στο πλαίσιο ενός οργανωμένου συστήματος πωλήσεων εξ αποστάσεως ή παροχής υπηρεσιών, χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του εμπόρου και του καταναλωτή, με αποκλειστική χρήση ενός ή περισσότερων μέσων επικοινωνίας εξ αποστάσεως μέχρι και τη στιγμή σύναψης της σύμβασης».

    ( 10 ) Κατά το άρθρο 2, σημείο 8, της οδηγίας 2011/83, στην έννοια αυτή εμπίπτει «κάθε σύμβαση μεταξύ του εμπόρου και του καταναλωτή η οποία συνάπτεται με την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του εμπόρου και του καταναλωτή σε χώρο που δεν είναι το εμπορικό κατάστημα του εμπόρου».

    ( 11 ) Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 6 της οδηγίας 2011/83.

    ( 12 ) Το άρθρο 16, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας 2011/83 προβλέπει την εξαίρεση που αφορά «την παροχή στέγασης, εκτός από σκοπούς κατοικίας, μεταφοράς αγαθών, ενοικίασης αυτοκινήτων, εστίασης ή υπηρεσιών σχετιζόμενων με δραστηριότητες αναψυχής, εάν η σύμβαση προβλέπει συγκεκριμένη ημερομηνία ή προθεσμία εκτέλεσης».

    ( 13 ) Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48.

    ( 14 ) Όπως προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48.

    ( 15 ) Το άρθρο 10 παράγραφος 2, στοιχείο ιστʹ, της οδηγίας 2008/48 προβλέπει την υποχρέωση να αναφέρεται στις συμβάσεις πίστωσης η ύπαρξη ή η απουσία δικαιώματος υπαναχώρησης, η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα αυτό και οι λοιπές προϋποθέσεις άσκησής του.

    ( 16 ) Άρθρο 10 παράγραφος 2, στοιχείο ιστʹ, της οδηγίας 2008/48.

    ( 17 ) Δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, ο καταναλωτής διαθέτει προθεσμία δεκατεσσάρων ημερολογιακών ημερών για να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πίστωσης χωρίς να αναφέρει τους λόγους.

    ( 18 ) Βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48.

    ( 19 ) Όπως προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48.

    ( 20 ) Όπως προβλέπονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48.

    ( 21 ) Κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο ιδʹ, της οδηγίας 2008/48.

    Top