EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020TJ0748

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 6ης Σεπτεμβρίου 2023.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Centre d’étude et de valorisation des algues SA (CEVA) κ.λπ.
Ρήτρα διαιτησίας – Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα “Ποιότητα ζωής και διαχείριση έμβιων πόρων” – Σύμβαση επιδοτήσεως – Έκθεση έρευνας της OLAF με την οποία διαπιστώθηκαν οικονομικές παρατυπίες – Επιστροφή των καταβληθέντων ποσών – Εφαρμοστέο δίκαιο – Παραγραφή – Συνέπειες της έκθεσης της OLAF.
Υπόθεση T-748/20.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2023:521

Υπόθεση T‑748/20

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Centre d’étude et de valorisation des algues SA (CEVA) κ.λπ.

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 6ης Σεπτεμβρίου 2023

«Ρήτρα διαιτησίας – Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα “Ποιότητα ζωής και διαχείριση έμβιων πόρων” – Σύμβαση επιδοτήσεως – Έκθεση έρευνας της OLAF με την οποία διαπιστώθηκαν οικονομικές παρατυπίες – Επιστροφή των καταβληθέντων ποσών – Εφαρμοστέο δίκαιο – Παραγραφή – Συνέπειες της έκθεσης της OLAF»

  1. Ένδικη διαδικασία – Άσκηση αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει ρήτρας διαιτησίας – Σύμβαση επιδοτήσεως συναφθείσα στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος έρευνας και ανάπτυξης – Σύμβαση διεπόμενη από το δίκαιο κράτους μέλους – Έκθεση έρευνας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) με την οποία διαπιστώνονται οικονομικές παρατυπίες εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου – Αίτημα επιστροφής των καταβληθεισών επιδοτήσεων κατόπιν της διαπιστώσεως των εν λόγω παρατυπιών – Κίνηση διαδικασίας διασώσεως του αντισυμβαλλομένου σε κράτος μέλος – Συνέπεια – Εφαρμογή του κανονισμού 1346/2000 – Αναγγελία απαίτησης δανειστή στο κράτος μέλος στο οποίο κινήθηκε η διαδικασία – Αποτελέσματα – Διακοπή της προβλεπόμενης στο δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους προθεσμίας παραγραφής

    (Άρθρο 272 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1346/2000 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 1, 4 § 2, στοιχείο στʹ, 16 § 1 και 17 § 1)

    (βλ. σκέψεις 37-57)

  2. Ένδικη διαδικασία – Άσκηση αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει ρήτρας διαιτησίας – Σύμβαση διεπόμενη από το εθνικό δίκαιο – Εφαρμογή του εθνικού ουσιαστικού δικαίου

    (Άρθρο 272 ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 61, 93)

Σύνοψη

Στις 17 Ιανουαρίου 2001, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνήψε με το Centre d’étude et de valorisation des algues SA (CEVA) (Κέντρο για τη μελέτη και αξιοποίηση των φυκών, στο εξής: CEVA) σύμβαση η οποία είχε ως αντικείμενο την υλοποίηση σχεδίου στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος έρευνας και ανάπτυξης και προέβλεπε την καταβολή επιδότησης (στο εξής: σύμβαση Seapura). Η εν λόγω σύμβαση διέπεται από το βελγικό δίκαιο ( 1 ).

Το 2006, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κίνησε έρευνα λόγω υπονοιών απάτης σχετικών με διάφορα σχέδια που υλοποίησε το CEVA, μεταξύ των οποίων και το σχέδιο που αποτελούσε αντικείμενο της σύμβασης Seapura. Τον Δεκέμβριο του 2007, η OLAF εξέδωσε την τελική της έκθεση, με την οποία διαπίστωσε οικονομικές παρατυπίες στο πλαίσιο της εκτέλεσης της σύμβασης Seapura. Τον Οκτώβριο του 2008, η Επιτροπή ενημέρωσε το CEVA ότι, λόγω των σοβαρών οικονομικών παρατυπιών οι οποίες διαπιστώθηκαν με την έκθεση της OLAF, προτίθετο να εκδώσει χρεωστικά σημειώματα για την επιστροφή της επιδότησης που καταβλήθηκε βάσει της σύμβασης Seapura. Πράγματι, στις 13 Μαρτίου 2009, η Επιτροπή απέστειλε στο CEVA τέσσερα χρεωστικά σημειώματα, εν συνεχεία, στις 11 Μαΐου 2009, του απέστειλε τέσσερις υπομνηστικές επιστολές και, τέλος, στις 12 Ιουνίου 2009, λόγω μη καταβολής εκ μέρους του CEVA, η Επιτροπή του απέστειλε τέσσερα έγγραφα οχλήσεως.

Με απόφαση που εξέδωσε το tribunal correctionnel de Rennes (πλημμελειοδικείο Rennes, Γαλλία) στις 26 Απριλίου 2011, το CEVA και ο πρώην διευθύνων σύμβουλός του καταδικάστηκαν για απάτη καθώς και για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος, και τους επιβλήθηκε, αντιστοίχως, πρόστιμο και ποινή φυλάκισης. Με την απόφαση του tribunal correctionnel de Rennes (πλημμελειοδικείου Rennes) επί της πολιτικής αγωγής που άσκησε η Επιτροπή, οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν αλληλεγγύως υπόχρεοι να αποκαταστήσουν την υλική ζημία που υπέστη η Επιτροπή, ιδίως λόγω των οικονομικών παρατυπιών που εμφιλοχώρησαν κατά την εκτέλεση της σύμβασης Seapura. Με απόφαση της 1ης Απριλίου 2014, το cour d’appel de Rennes (εφετείο Rennes, Γαλλία) απάλλαξε το CEVA και τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλό του από όλες τις κατηγορίες και απέρριψε την πολιτική αγωγή της Επιτροπής. Στις 12 Νοεμβρίου 2015, κατόπιν αιτήσεως του γενικού εισαγγελέα του cour d’appel de Rennes (εφετείου Rennes), το ποινικό τμήμα του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία) αναίρεσε την απόφαση του εφετείου, μόνον καθ’ ο μέτρο απαλλάσσονταν οι κατηγορούμενοι από τις κατηγορίες της υπεξαίρεσης δημοσίου χρήματος και, κατά το μέτρο αυτό, παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του cour d’appel de Caen (εφετείου Caen, Γαλλία).

Με απόφαση της 22ας Ιουνίου 2016, το tribunal de commerce de Saint-Brieuc (εμποροδικείο Saint-Brieuc, Γαλλία) κίνησε διαδικασία διασώσεως του CEVA και όρισε σύνδικο. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, η Επιτροπή ανήγγειλε στον σύνδικο απαίτηση ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των χρεωστικών σημειωμάτων που εκδόθηκαν για την επιστροφή των επιδοτήσεων οι οποίες είχαν καταβληθεί, μεταξύ άλλων, βάσει της σύμβασης Seapura. Στις 6 Δεκεμβρίου 2016, ο σύνδικος αμφισβήτησε την απαίτηση της Επιτροπής.

Με απόφαση της 21ης Ιουλίου 2017, το tribunal de commerce de Saint-Brieuc (εμποροδικείο Saint-Brieuc) ενέκρινε το σχέδιο διασώσεως του CEVA και όρισε επιβλέποντα για την εφαρμογή του.

Με απόφαση της 23ης Αυγούστου 2017, η οποία κατέστη αμετάκλητη, το cour d’appel de Caen (εφετείο Caen), αποφαινόμενο κατόπιν παραπομπής σε συνέχεια της αναιρετικής αποφάσεως του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), απάλλαξε το CEVA από την κατηγορία της υπεξαίρεσης δημοσίου χρήματος και καταδίκασε τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλό του σε ποινή φυλάκισης με αναστολή και σε πρόστιμο για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος.

Με διάταξη της 11ης Σεπτεμβρίου 2017, ο εισηγητής δικαστής της διαδικασίας διασώσεως απέρριψε την αξίωση της Επιτροπής στο σύνολό της. Η Επιτροπή άσκησε έφεση κατά της εν λόγω διατάξεως. Με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, το cour d’appel de Rennes (εφετείο Rennes) εξαφάνισε την εν λόγω διάταξη και διαπίστωσε ότι υφίσταται σοβαρή διχογνωμία σχετικά με την παραγραφή και τη βασιμότητα των χρεωστικών σημειωμάτων, ζητήματα που έκρινε ότι έπρεπε να επιλυθούν από το αρμόδιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου όφειλε να προσφύγει η Επιτροπή.

Στο πλαίσιο αυτό, με την αγωγή που άσκησε βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ ( 2 ), η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει το ποσό της απαιτήσεώς της η οποία έγκειται στην επιστροφή των επιδοτήσεων που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της συμβάσεως Seapura.

Με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται το αίτημα της Επιτροπής και προσδιορίζει το ποσό της απαιτήσεώς της έναντι του CEVA κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΙΙ της σύμβασης Seapura.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Αφού επιβεβαίωσε ότι είναι αρμόδιο να εκδικάσει την αγωγή της Επιτροπής βάσει ρήτρας διαιτησίας περιεχόμενης στη σύμβαση Seapura ( 3 ), το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει, καταρχάς, την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το CEVA, και συγκεκριμένα την ένσταση παραγραφής του αιτήματος της Επιτροπής.

Όσον αφορά τον δημοσιονομικό κανονισμό όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης Seapura, ήτοι στις 17 Ιανουαρίου 2001, ο δημοσιονομικός κανονισμός 2548/98 ( 4 ) δεν προέβλεπε ειδικές διατάξεις σχετικά με την παραγραφή ή τους τρόπους διακοπής της παραγραφής. Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση είναι εφαρμοστέοι οι κανόνες παραγραφής που προβλέπονται από το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, ήτοι το βελγικό δίκαιο.

Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι στο βελγικό δίκαιο, το άρθρο 2262bis, παράγραφος 1, του βελγικού αστικού κώδικα, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου εμπίπτουν οι συμβατικές αξιώσεις, ορίζει ότι «[ο]ι ενοχικές αξιώσεις παραγράφονται σε δέκα έτη». Το Γενικό Δικαστήριο προσθέτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2257 του βελγικού αστικού κώδικα, η παραγραφή των ενοχικών αξιώσεων αρχίζει από την επομένη της ημέρας κατά την οποία η αξίωση καθίσταται απαιτητή.

Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η υπό κρίση διαφορά είναι συμβατικής φύσεως. Πράγματι, το άρθρο 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΙΙ της σύμβασης Seapura ορίζει ότι, «[μ]ετά την πλήρη εκτέλεση της συμβάσεως, καταγγελία της συμβάσεως ή λήξη της συμμετοχής αντισυμβαλλομένου, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει ή ζητεί, κατά περίπτωση, από τον αντισυμβαλλόμενο, την επιστροφή του συνόλου της καταβληθείσας κοινοτικής χρηματοδοτικής συμμετοχής λόγω απάτης ή σοβαρών οικονομικών παρατυπιών που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο λογιστικού ελέγχου». Από το γράμμα της εν λόγω διάταξης προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι στη σύμβαση Seapura συμφώνησαν ότι η επιστροφή, λόγω απάτης ή σοβαρών οικονομικών παρατυπιών που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο λογιστικού ελέγχου, του συνόλου της ενωσιακής συμμετοχής που καταβλήθηκε στο CEVA τελεί υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης υποβολής σχετικού αιτήματος από την Επιτροπή. Προς τούτο, στις 13 Μαρτίου 2009 η Επιτροπή απέστειλε στο CEVA τέσσερα χρεωστικά σημειώματα για την είσπραξη της απαιτήσεώς της. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, συνεπώς, ότι αυτή είναι η ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή αξίωσε από το CEVA την επιστροφή των ποσών που είχε εισπράξει βάσει της σύμβασης Seapura. Υπό τις περιστάσεις αυτές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του παραρτήματος ΙΙ της σύμβασης Seapura, η αξίωση της Επιτροπής κατέστη απαιτητή στις 13 Μαρτίου 2009.

Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το CEVA δεν προέβαλε κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα από το οποίο να προκύπτει ότι η αξίωση κατέστη απαιτητή πριν από τις 13 Μαρτίου 2009. Ως εκ τούτου, η δεκαετής προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή μπορούσε να ασκήσει αγωγή κατά του CEVA άρχισε την επομένη της ημέρας κατά την οποία κατέστη απαιτητή η ενοχή, ήτοι στις 14 Μαρτίου 2009, σύμφωνα με το άρθρο 2257 του βελγικού αστικού κώδικα το οποίο μνημονεύεται ανωτέρω. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η προθεσμία παραγραφής θα έληγε, κατ’ αρχήν, στις 14 Μαρτίου 2019.

Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προθεσμία παραγραφής διεκόπη δύο φορές, πρώτον, στις 26 Απριλίου 2011, όταν παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον του tribunal correctionnel de Rennes (πλημμελειοδικείου Rennes), και έπειτα στις 15 Σεπτεμβρίου 2016, όταν ανήγγειλε επισήμως την απαίτησή της στο πλαίσιο της διαδικασίας διασώσεως του CEVA. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει μόνον αν η προθεσμία παραγραφής διεκόπη εγκύρως με την αναγγελία της απαίτησης της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας διασώσεως του CEVA, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν επίσης τα αποτελέσματα της παράστασης της Επιτροπής ως πολιτικώς ενάγουσας ενώπιον του tribunal correctionnel de Rennes (πλημμελειοδικείου Rennes). Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ανήγγειλε την απαίτησή της στον σύνδικο στις 15 Σεπτεμβρίου 2016 και ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του βελγικού Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), η αναγγελία της απαίτησης διακόπτει την παραγραφή μέχρι την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Η Επιτροπή προσθέτει ότι δικαιούται να αντλήσει τα οφέλη που απορρέουν από τις γαλλικές διαδικασίες και να επικαλεστεί τη βάσει του βελγικού δικαίου διακοπή της προθεσμίας παραγραφής.

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, στις 22 Ιουνίου 2016, το tribunal de commerce de Saint-Brieuc (εμποροδικείο Saint-Brieuc) κίνησε διαδικασία διασώσεως όσον αφορά το CEVA. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2016, η Επιτροπή ανήγγειλε την απαίτησή της ενώπιον του συνδίκου στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Πράγματι, από το άρθρο L.622‑24 του γαλλικού εμπορικού κώδικα προκύπτει ότι, από τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης περί κινήσεως της διαδικασίας διασώσεως, όλοι οι πιστωτές των οποίων η απαίτηση γεννήθηκε πριν από την έκδοση της εν λόγω δικαστικής απόφασης, πλην των εργαζομένων, αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους στον σύνδικο πτωχεύσεως. Επομένως, βάσει αυτής της διατάξεως η Επιτροπή ανήγγειλε την απαίτησή της ενώπιον του συνδίκου στο πλαίσιο της διαδικασίας διασώσεως του CEVA. Επιπλέον, το άρθρο L.622-25-1 του γαλλικού εμπορικού κώδικα ορίζει τα εξής: «[η] αναγγελία απαιτήσεως διακόπτει την παραγραφή έως την περάτωση της διαδικασίας· απαλλάσσει από κάθε υποχρέωση οχλήσεως και ισοδυναμεί με πράξη δικαστικής επιδίωξης δικαιώματος».

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η κίνηση της διαδικασίας διασώσεως στη Γαλλία συνεπάγεται την άμεση εφαρμογή του κανονισμού 1346/2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας ( 5 ), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο των υπό κρίση πραγματικών περιστατικών και όριζε το γαλλικό δίκαιο ως lex concursus. Υπογραμμίζει επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 1346/2000, «[τ]ο δίκαιο του κράτους έναρξης καθορίζει τις προϋποθέσεις έναρξης, τη διεξαγωγή και την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας», και ιδίως «τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων». Επιπλέον, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι «[η] κήρυξη της έναρξης μιας διαδικασίας αφερεγγυότητας από τα κατ’ άρθρο 3 αρμόδια δικαστήρια κράτους μέλους, αναγνωρίζεται στο έδαφος όλων των άλλων κρατών μελών μόλις αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της στο κράτος έναρξης». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού, «[η] απόφαση έναρξης διαδικασίας του άρθρου 3 παράγραφος 1 παράγει άνευ ετέρου σε κάθε άλλο κράτος μέλος τα αποτελέσματα που ορίζει το δίκαιο του κράτους έναρξης, εφόσον ο παρών κανονισμός δεν προβλέπει άλλως και ενόσω δεν έχει κινηθεί σ’ αυτό το άλλο κράτος μέλος καμία άλλη διαδικασία του άρθρου 3 παράγραφος 2».

Βάσει των ως άνω διατάξεων συνεπάγεται ότι η κίνηση της διαδικασίας διασώσεως του CEVA στη Γαλλία και η επακόλουθη αναγγελία της απαίτησης της Επιτροπής στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας παρήγαγαν, κατ’ εφαρμογήν του γαλλικού δικαίου και, συγκεκριμένα, του άρθρου L.622-25-1 του γαλλικού εμπορικού κώδικα, αποτελέσματα στο βελγικό δίκαιο και, ειδικότερα, τη διακοπή της προβλεπόμενης στο εν λόγω δίκαιο δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι τα αποτελέσματα της διαδικασίας διασώσεως η οποία κινήθηκε έναντι του CEVA δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν στην πράξη αν η από 15 Σεπτεμβρίου 2016 αναγγελία της απαιτήσεως της Επιτροπής στη Γαλλία δεν είχε ως αποτέλεσμα την κατά το βελγικό δίκαιο διακοπή της παραγραφής.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι η αγωγή της Επιτροπής ασκήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι δεν έχει επέλθει εν προκειμένω η παραγραφή και, ως εκ τούτου, απορρίπτει την ένσταση παραγραφής που προέβαλε το CEVA, προτού δεχθεί το αίτημα της Επιτροπής και αναγνωρίσει την απαίτησή της έναντι του CEVA.


( 1 ) Άρθρο 5, παράγραφος 1, της σύμβασης Seapura.

( 2 ) Κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία συνάπτεται από την Ένωση ή για λογαριασμό της. Κατά το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί των κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ αγωγών.

( 3 ) Άρθρο 5, παράγραφος 2, της σύμβασης Seapura.

( 4 ) Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) 2548/98 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1990, για την τροποποίηση του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977 που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1998, L 320, σ. 1).

( 5 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (EE 2000, L 160, σ. 1).

Top