Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0134

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 6ης Οκτωβρίου 2020.
Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αίτηση αναιρέσεως – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) – Άρθρο 29 ΣΕΕ – Άρθρο 215 ΣΛΕΕ – Περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν – Ζημία την οποία η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της εγγραφής και διατηρήσεως της επωνυμίας της στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων επί των οποίων εφαρμόζεται η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων – Αγωγή αποζημιώσεως – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί αιτήματος για την αποκατάσταση της ζημίας η οποία φέρεται να προκλήθηκε λόγω περιοριστικών μέτρων προβλεπόμενων από αποφάσεις στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες – Ανεπαρκής αιτιολογία πράξεων με τις οποίες θεσπίζονται περιοριστικά μέτρα.
Υπόθεση C-134/19 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:793

Υπόθεση C‑134/19 P

Bank Refah Kargaran

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 6ης Οκτωβρίου 2020

«Αίτηση αναιρέσεως – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) – Άρθρο 29 ΣΕΕ – Άρθρο 215 ΣΛΕΕ – Περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν – Ζημία την οποία η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της εγγραφής και διατηρήσεως της επωνυμίας της στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων επί των οποίων εφαρμόζεται η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων – Αγωγή αποζημιώσεως – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί αιτήματος για την αποκατάσταση της ζημίας η οποία φέρεται να προκλήθηκε λόγω περιοριστικών μέτρων προβλεπόμενων από αποφάσεις στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες – Ανεπαρκής αιτιολογία πράξεων με τις οποίες θεσπίζονται περιοριστικά μέτρα»

  1. Προσφυγή ακυρώσεως – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Αυτεπάγγελτη εξέταση από το Δικαστήριο στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας

    (Άρθρα 256 § 1, εδ. 2, και 263 ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 23-25)

  2. Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Αγωγή αποζημιώσεως – Αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο ενάγων λόγω του ότι περιελήφθη εσφαλμένα σε κατάλογο προσώπων στα οποία επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα και λόγω της εφαρμογής των ως άνω μέτρων – Υπάγεται

    (Άρθρα 24 § 1, εδ. 2, και 40 ΣΕΕ· άρθρα 215, 263, εδ.4, και 275 ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 26-49)

  3. Αναίρεση – Λόγοι – Πλημμελές σκεπτικό αποφάσεως λόγω παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης – Διατακτικό ορθό για άλλους νομικούς λόγους – Απόρριψη

    (Άρθρο 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

    (βλ. σκέψεις 50-52, 106)

  4. Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Παρανομία – Ανεπαρκής αιτιολογία πράξεως επιβολής περιοριστικών μέτρων ατομικού χαρακτήρα – Δεν εμπίπτει

    (Άρθρα 296 και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 59-63)

  5. Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκής αιτιολογία – Λόγος διαφορετικός από εκείνον που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα

    (Άρθρα 263 και 296 ΣΛΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 64, 65, 103, 104)

  6. Ένδικη διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Προϋποθέσεις – Περαιτέρω ανάπτυξη προβληθέντος ισχυρισμού – Δεν υφίσταται ανάπτυξη – Απαράδεκτο

    (βλ. σκέψεις 84-88)

Σύνοψη

Το Δικαστήριο επικυρώνει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της Bank Refah Kargaran να αποζημιωθεί για τις ζημίες που υπέστη λόγω των εις βάρος της επιβληθέντων περιοριστικών μέτρων

Το 2010 και το 2011, τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι της ιρανικής τράπεζας Bank Refah Kargaran (στο εξής: αναιρεσείουσα) δεσμεύθηκαν στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που θέσπισε η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να υποχρεωθεί η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν να παύσει τις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως πυρηνικών όπλων και την ανάπτυξη συστημάτων εκτοξεύσεως πυρηνικών όπλων. Αυτή η δέσμευση κεφαλαίων πραγματοποιήθηκε με την εγγραφή της τράπεζας στον κατάλογο των οντοτήτων που συμβάλλουν στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, ο οποίος προσαρτήθηκε σε διάφορες αποφάσεις που εξέδωσε διαδοχικώς το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). Οι αποφάσεις αυτές ΚΕΠΠΑ τέθηκαν, εν συνεχεία, σε εφαρμογή με διάφορους κανονισμούς που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ.

Η αναιρεσείουσα επέτυχε την ακύρωση, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, του συνόλου των πράξεων αυτών κατά το μέρος που την αφορούσαν ( 1 ). Μεταγενέστερα, τον Νοέμβριο του 2013, η επωνυμία της αναιρεσείουσας επανεγγράφηκε, βάσει προσαρμοσθείσας αιτιολογίας, στον κατάλογο ο οποίος προσαρτήθηκε σε διάφορες αποφάσεις και κανονισμούς του Συμβουλίου που εκδόθηκαν βάσει, αντιστοίχως, του άρθρου 29 ΣΕΕ και του άρθρου 215 ΣΛΕΕ. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε την προσφυγή της τράπεζας με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των εν λόγω πράξεων, κατά το μέρος που αυτές την αφορούσαν.

Στις 25 Σεπτεμβρίου 2015 η αναιρεσείουσα άσκησε νέο ένδικο βοήθημα με αίτημα, αυτή τη φορά, να υποχρεωθεί η Ένωση να την αποζημιώσει για τη ζημία που, κατά την άποψή της, προκλήθηκε από την επιβολή και τη διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων που την αφορούσαν και τα οποία ακυρώθηκαν με την ακυρωτική απόφαση. Με την απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018 ( 2 ), το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, έκρινε εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί αγωγής αποζημιώσεως με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας η οποία φέρεται να προκλήθηκε λόγω της εκδόσεως αποφάσεων στον τομέα της ΚΕΠΠΑ βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ. Αφετέρου, στο μέτρο που η αγωγή αποζημιώσεως σκοπούσε στην αποκατάσταση της ζημίας η οπoία φερόταν να προκλήθηκε λόγω της εκδόσεως κανονισμών βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο την απέρριψε ως αβάσιμη, με το σκεπτικό ότι δεν είχε αποδειχθεί κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση αναιρέσεως, ζητώντας, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να ανατρέψει την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου περί του βασίμου της αγωγής αποζημιώσεως και, κάνοντας χρήση της εξουσίας του να επιληφθεί το ίδιο της υποθέσεως μετ’ αναίρεση, να αποφανθεί επί της ουσίας, κάνοντας δεκτά τα αιτήματα της αναιρεσείουσας.

Το Δικαστήριο απορρίπτει την εν λόγω αίτηση αναιρέσεως, διαπιστώνοντας συγχρόνως ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω των αποφάσεων ΚΕΠΠΑ που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ.

Κατά πρώτον, το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης να αποφανθεί επί αγωγής αποζημιώσεως με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε από περιοριστικά μέτρα, καθόσον το ζήτημα αυτό είναι δημοσίας τάξεως. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο κρίνει, αφενός, ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι είχε αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω περιοριστικών μέτρων που προβλέπουν εις βάρος της κανονισμοί εκδοθέντες βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ. Αφετέρου και αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί του ίδιου αιτήματος, κατά το μέτρο που η ζημία την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη η αναιρεσείουσα απέρρεε από αποφάσεις ΚΕΠΠΑ εκδοθείσες βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ.

Πράγματι, στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, το σύστημα αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης χαρακτηρίζεται, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, από μια καταρχήν έλλειψη αρμοδιότητας ( 3 ) η οποία συνοδεύεται από δύο εξαιρέσεις ( 4 ), μεταξύ των οποίων η σχετική με τον έλεγχο του κύρους των αποφάσεων του Συμβουλίου περί επιβολής περιοριστικών μέτρων ( 5 ). Καίτοι η τελευταία αυτή εξαίρεση δεν μνημονεύει ρητώς την αγωγή αποζημιώσεως, το Δικαστήριο στηρίζεται στην αναγκαία συνοχή του συστήματος δικαστικής προστασίας προκειμένου να ερμηνεύσει το πεδίο στο οποίο εκτείνεται η ανάλυσή του.

Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι το εν λόγω σύστημα αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ συνιστά παρέκκλιση από τη βασική αποστολή του δικαστή της Ένωσης, ήτοι τη διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου ( 6 ). Υπ’ αυτή την έννοια, το εν λόγω ιδιαίτερο σύστημα πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επιπλέον, η αγωγή αποζημιώσεως, στο μέτρο που εντάσσεται σε ένα συνολικό σύστημα δικαστικής προστασίας το οποίο ανταποκρίνεται σε συνταγματικές επιταγές ( 7 ), συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα της προστασίας αυτής και απαιτεί, ως εκ τούτου, εκτίμηση ικανή να αποτρέψει οποιοδήποτε κενό στη δικαστική προστασία και, συνακόλουθα, να διασφαλίσει τη συνολική συνοχή του σχετικού με την εν λόγω προστασία συστήματος. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, παρά τη σχέση που καθιερώνει το άρθρο 215 ΣΛΕΕ μεταξύ των κανονισμών που εκδίδονται βάσει αυτού και των αποφάσεων ΚΕΠΠΑ που εκδίδονται βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, τα περιοριστικά μέτρα που θεσπίζονται με τις πράξεις αυτές δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκην, με συνέπεια ότι θα μπορούσε να προκύψει κενό στη δικαστική προστασία από την έλλειψη αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης να επιληφθεί αγωγής αποζημιώσεως σχετικά με περιοριστικά μέτρα προβλεπόμενα από αποφάσεις ΚΕΠΠΑ. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι αγωγή αποζημιώσεως με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να υπέστη φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω περιοριστικών μέτρων προβλεπομένων από αποφάσεις ΚΕΠΠΑ δεν υπάγεται στην αρμοδιότητά του.

Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο εξετάζει τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα προκειμένου να ανατρέψει την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το βάσιμο της αγωγής αποζημιώσεως, στο μέτρο που αυτό δεν δέχθηκε την ύπαρξη παρανομίας ικανής να θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

Κατά το Δικαστήριο, πρώτον, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ανεπάρκεια της αιτιολογίας των πράξεων επιβολής περιοριστικών μέτρων εις βάρος της αναιρεσείουσας δεν ήταν αφ’ εαυτής ικανή να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Ένωσης.

Διευκρινίζοντας το περιεχόμενο τής κατ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιωθείσας νομολογιακής αρχής, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ωστόσο ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως, η οποία συνιστά απλώς ουσιώδη τύπο, πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας. Επομένως, είναι δυνατό να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Ένωσης όταν το Συμβούλιο δεν κατορθώνει να αποδείξει τους λόγους στους οποίους στηρίζονται τα ληφθέντα μέτρα, γεγονός το οποίο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της πράξεως, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προβληθεί σχετικός ισχυρισμός προς στήριξη της αγωγής αποζημιώσεως.

Δεύτερον, στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο απορρίπτει τους λόγους αναιρέσεως με τους οποίους η αναιρεσείουσα προσήπτε στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν δέχθηκε ότι η παράβαση από το Συμβούλιο της υποχρεώσεως που αυτό υπέχει να της γνωστοποιήσει τα επιβαρυντικά στοιχεία, όπως η υποχρέωση αυτή προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση, μπορούσε να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης. Πράγματι, από την ακυρωτική απόφαση προκύπτει ότι το εν λόγω επιχείρημα συνδεόταν μόνον με τον λόγο ακυρώσεως που στηριζόταν στην υποχρέωση αιτιολογήσεως.

Διαπιστώνοντας, εν κατακλείδι, ότι η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά την έκταση της αρμοδιότητάς του δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον το διατακτικό της είναι ορθό, το Δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.


( 1 ) Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου (T‑24/11, EU:T:2013:403) (στο εξής: ακυρωτική απόφαση).

( 2 ) Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου (T‑552/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:897).

( 3 ) Άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ και άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

( 4 ) Η πρώτη εξαίρεση αφορά την τήρηση του άρθρου 40 ΣΕΕ (άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ και άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ).

( 5 ) Άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ, το οποίο αφορά τις προσφυγές που ασκούνται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και αφορούν τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων που προβλέπουν περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών ή νομικών προσώπων, τις οποίες θεσπίζει το Συμβούλιο βάσει των σχετικών με την ΚΕΠΠΑ διατάξεων.

( 6 ) Άρθρο 19 ΣΕΕ.

( 7 ) Το Δικαστήριο αναφέρεται στην αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτή επιβεβαιώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στην αξία του κράτους δικαίου στην οποία γίνεται αναφορά στο άρθρο 2 ΣΕΕ και στο άρθρο 21 ΣΕΕ, όσον αφορά την εξωτερική δράση της Ένωσης, κράτους δικαίου στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 23 ΣΕΕ.

Top