Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0083

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 18ης Μαΐου 2021.
Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ. κατά Inspecţia Judiciară κ.λπ.
Προδικαστική παραπομπή – Συνθήκη για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ένωση – Άρθρα 37 και 38 – Κατάλληλα μέτρα – Μηχανισμός για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου της Ρουμανίας όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς – Απόφαση 2006/928/ΕΚ – Φύση και έννομα αποτελέσματα, αφενός, του μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο και, αφετέρου, των εκθέσεων που καταρτίζονται από την Επιτροπή βάσει του μηχανισμού αυτού – Κράτος δικαίου – Ανεξαρτησία της δικαιοσύνης – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Νόμοι και έκτακτα κυβερνητικά διατάγματα που εκδόθηκαν στη Ρουμανία κατά τα έτη 2018 και 2019, σχετικά με την οργάνωση του δικαστικού συστήματος και με την ευθύνη των δικαστών – Προσωρινός διορισμός σε διευθυντικές θέσεις της Δικαστικής Επιθεώρησης – Ίδρυση υπηρεσίας υπαγόμενης στην εισαγγελική αρχή και επιφορτισμένης με τη διερεύνηση των αδικημάτων που διαπράττονται εντός του δικαστικού σώματος – Αστική ευθύνη του Δημοσίου και προσωπική ευθύνη των δικαστών σε περίπτωση δικαστικής πλάνης.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-83/19, C-127/19, C-195/19, C-291/19, C-355/19 και C-397/19.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:393

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-83/19, C-127/19, C-195/19, C-291/19, C-355/19 και C‑397/19

Asociaţia «Forumul Judecătorilor Din România» κ.λπ.

(αιτήσεις του Tribunalul Olt, του Curtea de Apel Piteşti, του Curtea de Apel Bucureşti, του Curtea de Apel Braşov, του Curtea de Apel Piteşti και του Tribunalul Bucureşti για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 18ης Μαΐου 2021

«Προδικαστική παραπομπή – Συνθήκη για την Προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας – Άρθρα 37 και 38 – Κατάλληλα μέτρα – Μηχανισμός για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου της Ρουμανίας όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς – Απόφαση 2006/928/ΕΚ – Φύση και έννομα αποτελέσματα, αφενός, του μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο και, αφετέρου, των εκθέσεων που καταρτίζονται από την Επιτροπή βάσει του μηχανισμού αυτού – Κράτος δικαίου – Ανεξαρτησία της δικαιοσύνης – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Νόμοι και έκτακτα κυβερνητικά διατάγματα που εκδόθηκαν στη Ρουμανία κατά τα έτη 2018 και 2019, σχετικά με την οργάνωση του δικαστικού συστήματος και με την ευθύνη των δικαστών – Προσωρινός διορισμός στις διευθυντικές θέσεις της Δικαστικής Επιθεώρησης – Ίδρυση υπηρεσίας υπαγόμενης στην εισαγγελική αρχή και αρμόδιας για τη διερεύνηση των αδικημάτων που διαπράττονται εντός του δικαστικού σώματος – Αστική ευθύνη του Δημοσίου και προσωπική ευθύνη των δικαστών σε περίπτωση δικαστικής πλάνης»

  1. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Πράξεις των θεσμικών οργάνων – Έννοια – Απόφαση 2006/928 και εκθέσεις που καταρτίζονται βάσει της αποφάσεως αυτής – Εμπίπτουν

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ· απόφαση 2006/928 της Επιτροπής)

    (βλ. σκέψεις 148-151, διατακτ. 1)

  2. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αξίες και στόχοι της Ένωσης – Αξίες – Σεβασμός του κράτους δικαίου – Περιεχόμενο – Προσχώρηση στην Ένωση – Μη υποβάθμιση της προστασίας των αξιών της Ένωσης – Συνθήκη για την Προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Πεδίο εφαρμογής – Απόφαση 2006/928 – Εμπίπτει

    (Άρθρα 2, 4 § 3, 19 § 1, εδ. 2, και 49 ΣΕΕ· Πράξη Προσχώρησης του 2005, άρθρα 2, 37 και 38· απόφαση 2006/928 της Επιτροπής)

    (βλ. σκέψεις 160-165, 169-172, 175-178, διατακτ. 2)

  3. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αξίες και στόχοι της Ένωσης – Αξίες – Σεβασμός του κράτους δικαίου – Περιεχόμενο – Προσχώρηση στην Ένωση – Μη υποβάθμιση της προστασίας των αξιών της Ένωσης – Συνθήκη για την Προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Απόφαση 2006/928 – Πεδίο εφαρμογής – Εθνικές ρυθμίσεις που διέπουν την οργάνωση της δικαιοσύνης – Εμπίπτουν

    (Άρθρα 2, 4 § 3, 19 § 1, εδ. 2, και 49 ΣΕΕ· Συνθήκη Προσχώρησης του 2005· απόφαση 2006/928 της Επιτροπής)

    (βλ. σκέψεις 184, 185, διατακτ. 3)

  4. Κράτη μέλη – Υποχρεώσεις – Θέσπιση των αναγκαίων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων προς διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Σεβασμός της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών – Προσωρινός διορισμός σε διευθυντικές θέσεις της Δικαστικής Επιθεώρησης – Άσκηση πειθαρχικής δίωξης εις βάρος των δικαστών και των εισαγγελέων – Μη τήρηση της συνήθους διαδικασίας διορισμού που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο – Δεν επιτρέπεται

    (Άρθρα 2 και 19 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47, εδ. 2)

    (βλ. σκέψεις 188-192, 194-200, 205, διατακτ. 4)

  5. Κράτη μέλη – Υποχρεώσεις – Θέσπιση των αναγκαίων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων προς διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Σεβασμός της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών – Ίδρυση υπηρεσίας υπαγόμενης στην εισαγγελική αρχή και αρμόδιας για τη διερεύνηση των αδικημάτων που διαπράττονται εντός του δικαστικού σώματος – Υπηρεσία που διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διενέργεια των ερευνών – Δεν επιτρέπεται – Δικαιολογητικοί λόγοι

    (Άρθρα 2 και 19 § 1, εδ. 2, ΣΕΕ· Συνθήκη Προσχώρησης του 2005· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 47 και 48· απόφαση 2006/928 της Επιτροπής)

    (βλ. σκέψεις 213, 214, 216, 219-221, 223, διατακτ. 5)

  6. Κράτη μέλη – Υποχρεώσεις – Θέσπιση των αναγκαίων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων προς διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Σεβασμός της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών – Αστική ευθύνη του Δημοσίου και προσωπική ευθύνη των δικαστών σε περίπτωση δικαστικής πλάνης – Διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιας πλάνης, η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο αγωγής για αστική ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς ακρόαση του δικαστή που εξέδωσε την απόφαση – Διαπίστωση η οποία είναι δεσμευτική στο πλαίσιο της δίκης επί της εξ αναγωγής αγωγής για αναγνώριση της προσωπικής ευθύνης του δικαστή που εξέδωσε την απόφαση – Έλλειψη των αναγκαίων εγγυήσεων προς αποφυγή της άσκησης πιέσεων στο δικαιοδοτικό έργο και προς διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του δικαστή που εξέδωσε την απόφαση – Δεν επιτρέπεται

    (Άρθρα 2 και 19 § 1, εδ. 2, ΣΕΕ)

    (βλ. σκέψεις 226, 227, 229, 232-237, 241, διατακτ. 6)

  7. Κράτη μέλη – Υποχρεώσεις – Θέσπιση των αναγκαίων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων προς διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Σεβασμός της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών – Υπεροχή – Άμεσο αποτέλεσμα – Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων – Εθνική συνταγματική ρύθμιση η οποία απαγορεύει σε κατώτερο δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστη μια αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης εθνική διάταξη – Δεν επιτρέπεται

    (Άρθρα 2 και 19 § 1, εδ. 2, ΣΕΕ· Συνθήκη Προσχώρησης του 2005· απόφαση 2006/928 της Επιτροπής)

    (βλ. σκέψεις 244-248, 250-252, διατακτ. 7)

Σύνοψη

Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί μιας σειράς ρουμανικών μεταρρυθμίσεων σχετικών με την οργάνωση του δικαστικού συστήματος, με το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών καθώς και με την αστική ευθύνη του Δημοσίου και την προσωπική ευθύνη των δικαστών σε περίπτωση δικαστικής πλάνης

Έξι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από ρουμανικά δικαστήρια στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, νομικών ή φυσικών προσώπων και, αφετέρου, αρχών ή οργάνων όπως η ρουμανική Δικαστική Επιθεώρηση, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και η εισαγγελία του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Οι διαφορές των κύριων δικών ανάγονται σε μια εκτεταμένη μεταρρύθμιση στους τομείς της δικαιοσύνης και της καταπολέμησης της διαφθοράς στη Ρουμανία, μεταρρύθμιση η οποία παρακολουθείται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2007 μέσω του μηχανισμού συνεργασίας και ελέγχου που θεσπίστηκε με την απόφαση 2006/928 επ’ ευκαιρία της προσχώρησης της Ρουμανίας στην Ένωση ( 1 ) (στο εξής: ΜΣΕ).

Προκειμένου να ενισχυθεί η ανεξαρτησία και να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, η Ρουμανία είχε θεσπίσει το 2004, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων ενόψει της προσχώρησής της στην Ένωση, τρεις νόμους, τους επονομαζόμενους «νόμους για τη δικαιοσύνη», οι οποίοι αφορούν το καθεστώς των δικαστών και των εισαγγελέων, την οργάνωση του δικαστικού συστήματος και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Από το 2017 έως το 2019 οι νόμοι αυτοί τροποποιήθηκαν επανειλημμένως με νόμους και έκτακτα κυβερνητικά διατάγματα τα οποία εκδόθηκαν βάσει του ρουμανικού Συντάγματος. Οι προσφεύγουσες των κύριων δικών αμφισβητούν τη συμβατότητα ορισμένων εξ αυτών των νομοθετικών τροποποιήσεων με το δίκαιο της Ένωσης. Προς στήριξη των προσφυγών τους, παραπέμπουν σε ορισμένες γνώμες και εκθέσεις οι οποίες έχουν καταρτιστεί, στο πλαίσιο του ΜΣΕ, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο της Ρουμανίας και οι οποίες, κατά την άποψη των προσφευγουσών, επικρίνουν τις διατάξεις που θέσπισε η Ρουμανία από το 2017 έως το 2019, σε σχέση με την απαίτηση αποτελεσματικής καταπολέμησης της διαφθοράς και με την απαίτηση διαφύλαξης της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας.

Τα αιτούντα δικαστήρια διερωτώνται συναφώς ως προς τη φύση και τα έννομα αποτελέσματα του ΜΣΕ καθώς και ως προς τη σημασία των εκθέσεων που καταρτίζει η Επιτροπή στο πλαίσιό του. Κατά την εκτίμησή τους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το περιεχόμενο, ο χαρακτήρας και η διάρκεια ισχύος του μηχανισμού αυτού εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης Προσχώρησης και ότι οι απαιτήσεις οι οποίες διατυπώνονται στις σχετικές εκθέσεις είναι δεσμευτικές για τη Ρουμανία. Εντούτοις, κάνουν λόγο για ύπαρξη εθνικής νομολογίας σύμφωνα με την οποία το δίκαιο της Ένωσης δεν υπερισχύει της ρουμανικής συνταγματικής έννομης τάξης και η απόφαση 2006/928 δεν μπορεί να συνιστά κανόνα αναφοράς στο πλαίσιο του ελέγχου συνταγματικότητας, εφόσον πρόκειται για απόφαση που έχει εκδοθεί πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση και ουδέποτε ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο αναφορικά με το ζήτημα αν το περιεχόμενό της, ο χαρακτήρας της και η διάρκεια ισχύος της εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης Προσχώρησης.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Κατά πρώτον, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου διαπιστώνει ότι η απόφαση 2006/928 και οι εκθέσεις που καταρτίζονται από την Επιτροπή βάσει της αποφάσεως αυτής συνιστούν πράξεις θεσμικού οργάνου της Ένωσης οι οποίες μπορούν να ερμηνευθούν από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο κρίνει, εν συνεχεία, ότι η εν λόγω απόφαση εμπίπτει, από την άποψη της νομικής φύσης, του περιεχομένου και των διαχρονικών αποτελεσμάτων της, στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης Προσχώρησης, διότι αποτελεί μέτρο που έχει ληφθεί βάσει της Πράξης Προσχώρησης, η οποία δεσμεύει τη Ρουμανία από την ημερομηνία προσχώρησής της στην Ένωση και εντεύθεν.

Όσον αφορά τα έννομα αποτελέσματα της αποφάσεως 2006/928, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι αυτή είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της για τη Ρουμανία ήδη από την προσχώρησή της στην Ένωση και την υποχρεώνει να επιτύχει τους, επίσης δεσμευτικούς, στόχους αναφοράς που περιλαμβάνονται στο παράρτημά της. Οι στόχοι αναφοράς, οι οποίοι ορίστηκαν λόγω των προβλημάτων που είχε εντοπίσει η Επιτροπή πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, έχουν ως σκοπό, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσουν ότι το κράτος μέλος αυτό σέβεται το κράτος δικαίου ως αξία. Συνεπώς, η Ρουμανία οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προς επίτευξη των ως άνω στόχων και να απέχει από την εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την υλοποίησή τους.

Όσον αφορά τα έννομα αποτελέσματα των εκθέσεων που καταρτίζει η Επιτροπή βάσει της αποφάσεως 2006/928, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι με τις εκθέσεις αυτές διατυπώνονται απαιτήσεις δεσμευτικές για τη Ρουμανία και απευθύνονται προς το κράτος μέλος «συστάσεις» προς επίτευξη των στόχων αναφοράς. Δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, η Ρουμανία οφείλει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις προαναφερθείσες απαιτήσεις και συστάσεις, καθώς και να μη θεσπίζει ούτε να διατηρεί σε ισχύ, στους τομείς τους οποίους καλύπτουν οι στόχοι αναφοράς, μέτρα που θα μπορούσαν να διακυβεύσουν το αποτέλεσμα το οποίο πρέπει να επιτευχθεί βάσει των ίδιων αυτών απαιτήσεων και συστάσεων.

Οι προσωρινοί διορισμοί στις διευθυντικές θέσεις της Δικαστικής Επιθεώρησης

Κατά δεύτερον, αφού διαπίστωσε ότι οι ρυθμίσεις που διέπουν την οργάνωση της δικαιοσύνης στη Ρουμανία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως 2006/928, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ίδια η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου ως εχέγγυο της τήρησης του δικαίου της Ένωσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αξία του κράτους δικαίου, η οποία κατοχυρώνεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπογραμμίζει ακολούθως ότι κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να διασφαλίζει ότι τα όργανα τα οποία εντάσσονται, ως «δικαστήρια», στο εθνικό του σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης πληρούν τις απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Κατά συνέπεια, οι επίμαχες εθνικές ρυθμίσεις πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις για τις οποίες έγινε λόγος ανωτέρω, εφόσον πρόκειται για ρυθμίσεις που έχουν εφαρμογή στους δικαστές γενικής δικαιοδοσίας του δικαίου της Ένωσης οι οποίοι καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή ή με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Η δε διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των δικαστών αυτών είναι πρωταρχικής σημασίας, προκειμένου να προφυλάσσονται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις και να αποκλείεται έτσι κάθε άμεση επιρροή, αλλά και πιο έμμεσες μορφές επιρροής που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους.

Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει, αναφορικά με τους κανόνες που διέπουν το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών, ότι η απαίτηση ανεξαρτησίας προϋποθέτει ότι προβλέπονται οι αναγκαίες εγγυήσεις προς αποτροπή της χρήσης του καθεστώτος αυτού ως συστήματος πολιτικού ελέγχου του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων. Ως εκ τούτου, καμία εθνική ρύθμιση δεν πρέπει να γεννά στους πολίτες αμφιβολίες ως προς τη χρήση των εξουσιών μιας δικαστικής αρχής που είναι αρμόδια για τις έρευνες και τις πειθαρχικές διώξεις εις βάρος των δικαστών και των εισαγγελέων ως μέσου είτε για την άσκηση πιέσεων στο δικαιοδοτικό τους έργο είτε για την άσκηση πολιτικού ελέγχου.

Υπό το πρίσμα των γενικών αυτών εκτιμήσεων, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι μια εθνική ρύθμιση ενδέχεται να προκαλεί τέτοιες αμφιβολίες όταν έχει, έστω προσωρινά, ως αποτέλεσμα να επιτρέπει στην κυβέρνηση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να προβαίνει σε διορισμούς στις διευθυντικές θέσεις της αρχής που είναι επιφορτισμένη με τη διενέργεια των πειθαρχικών ερευνών και την άσκηση πειθαρχικής δίωξης εις βάρος των δικαστών και των εισαγγελέων, χωρίς να τηρείται η συνήθης διαδικασία διορισμού η οποία προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο.

Η ίδρυση ειδικής υπηρεσίας με αποκλειστική αρμοδιότητα άσκησης διώξεων για τα αδικήματα που διαπράττονται από δικαστικούς λειτουργούς

Κατά τρίτον, και πάντοτε υπό το πρίσμα των ίδιων αυτών εκτιμήσεων, το Δικαστήριο εξετάζει αν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση που προβλέπει την ίδρυση εξειδικευμένης υπηρεσίας της εισαγγελικής αρχής με αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διενέργεια των ερευνών σε σχέση με τα αδικήματα τα οποία διαπράττονται από δικαστές και εισαγγελείς. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, για να συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, μια τέτοια ρύθμιση πρέπει, αφενός, να δικαιολογείται από αντικειμενικές και επαληθεύσιμες ανάγκες που άπτονται της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και, αφετέρου, να ιδρύει υπηρεσία η οποία να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πολιτικού ελέγχου του δικαιοδοτικού έργου των δικαστών και εισαγγελέων και να ασκεί την αρμοδιότητά της τηρώντας τις απαιτήσεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Αν δεν πληροί τις απαιτήσεις αυτές, η σχετική ρύθμιση θα μπορούσε να εκληφθεί υπό την έννοια ότι αποβλέπει στη δημιουργία ενός μέσου πίεσης και εκφοβισμού των δικαστών, όπερ θα υπονόμευε την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τη δικαιοσύνη. Το Δικαστήριο προσθέτει ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα την αθέτηση των ειδικών υποχρεώσεων που υπέχει η Ρουμανία από την απόφαση 2006/928 όσον αφορά την καταπολέμηση της διαφθοράς.

Απόκειται στον εθνικό δικαστή να ελέγξει αν η μεταρρύθμιση η οποία οδήγησε στην ίδρυση ειδικευμένης υπηρεσίας υπαγόμενης στην εισαγγελική αρχή και αρμόδιας για τις έρευνες εις βάρος των δικαστών και των εισαγγελέων στη Ρουμανία, καθώς και οι κανόνες διορισμού των εισαγγελέων που τοποθετούνται στην υπηρεσία αυτή ενδέχεται να την καθιστούν ευάλωτη σε εξωτερικές επιρροές. Όσον αφορά τον Χάρτη, ο εθνικός δικαστής οφείλει να βεβαιωθεί ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν συνιστά εμπόδιο στο να εκδικάζονται εντός εύλογου χρόνου οι υποθέσεις των ενδιαφερόμενων δικαστών και εισαγγελέων.

Η αστική ευθύνη του Δημοσίου και η προσωπική ευθύνη των δικαστών σε περίπτωση δικαστικής πλάνης

Κατά τέταρτον, το Δικαστήριο κρίνει ότι εθνική ρύθμιση η οποία διέπει την αστική ευθύνη του Δημοσίου και την προσωπική ευθύνη των δικαστών για τις ζημίες που προξενούνται σε περίπτωση δικαστικής πλάνης συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης μόνον εφόσον η αναγνώριση, στο πλαίσιο αγωγής εξ αναγωγής, της προσωπικής ευθύνης δικαστή λόγω τέτοιας δικαστικής πλάνης περιορίζεται σε εξαιρετικές μόνον περιπτώσεις και οριοθετείται από αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια σχετικά με ανάγκες που άπτονται της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, καθώς και από εγγυήσεις προς αποτροπή κάθε κινδύνου άσκησης εξωτερικών πιέσεων επί του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων. Για τον σκοπό αυτόν, απαιτούνται σαφείς και ακριβείς κανόνες που να ορίζουν ποιες συμπεριφορές μπορούν να στοιχειοθετήσουν την προσωπική ευθύνη των δικαστών, προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία η οποία είναι συμφυής με το λειτούργημά τους και να μην εκτίθενται στον κίνδυνο στοιχειοθέτησης της προσωπικής ευθύνης τους αποκλειστικώς και μόνο λόγω της αποφάσεως που εξέδωσαν. Το γεγονός ότι μια απόφαση ενέχει δικαστική πλάνη δεν πρέπει να αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η προσωπική ευθύνη του δικαστή που την εξέδωσε.

Ως προς τους όρους αναγνώρισης της προσωπικής ευθύνης των δικαστών, η εθνική ρύθμιση πρέπει να προβλέπει με σαφήνεια και ακρίβεια τις αναγκαίες εγγυήσεις, ούτως ώστε ούτε η έρευνα προς διαπίστωση της ενδεχόμενης συνδρομής των προϋποθέσεων και των περιστάσεων που μπορούν να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη αυτή ούτε η αγωγή εξ αναγωγής να δημιουργούν την εντύπωση ότι είναι πιθανόν να μετατραπούν σε μέσα άσκησης πιέσεων επί του δικαιοδοτικού έργου. Προς αποφυγή του ενδεχομένου να έχουν οι όροι αναγνώρισης της προσωπικής ευθύνης αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τους δικαστές κατά την εν πλήρη ανεξαρτησία άσκηση του δικαστικού τους λειτουργήματος, πρέπει, αφενός, οι αρχές οι οποίες είναι αρμόδιες για την κίνηση και τη διενέργεια της σχετικής έρευνας καθώς και για την άσκηση της σχετικής αγωγής να ενεργούν και οι ίδιες με τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο και, αφετέρου, τόσο οι ουσιαστικές προϋποθέσεις όσο και οι δικονομικές λεπτομέρειες να είναι τέτοιες που να μη γεννούν εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία των αρμόδιων αρχών. Ομοίως, έχει σημασία να διασφαλίζεται ο πλήρης σεβασμός των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, ιδίως των δικαιωμάτων άμυνας του δικαστή, καθώς και να είναι δικαστήριο το όργανο το οποίο έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της προσωπικής ευθύνης του δικαστή. Ειδικότερα, η διαπίστωση περί ύπαρξης δικαστικής πλάνης δεν πρέπει να είναι δεσμευτική στο πλαίσιο της δίκης επί της αγωγής με την οποία το Δημόσιο στρέφεται αναγωγικά κατά του δικαστή που εξέδωσε την απόφαση, σε περίπτωση που ο τελευταίος δεν έχει ακουστεί κατά την προηγούμενη διαδικασία με αντικείμενο την αναγνώριση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου.

Η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης

Κατά πέμπτον, το Δικαστήριο κρίνει ότι προσκρούει στην αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης εθνική συνταγματική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει σε κατώτερο δικαστήριο να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως να αφήσει ανεφάρμοστη εθνική διάταξη που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως 2006/928 και είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, τα αποτελέσματα της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης δεσμεύουν όλα τα όργανα ενός κράτους μέλους και οι εσωτερικές διατάξεις περί της κατανομής των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων, περιλαμβανομένων των διατάξεων συνταγματικής ισχύος, δεν μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο συναφώς. Υπενθυμίζοντας επίσης ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, κατά το μέτρο του δυνατού, να δίνουν στο εσωτερικό δίκαιο ερμηνεία σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ή να αφήνουν, εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως, ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας για την οποία δεν χωρεί σύμφωνη ερμηνεία, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι συντρέχει παραβίαση της Συνθήκης ΕΕ ή παράβαση της αποφάσεως 2006/928, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστες τις επίμαχες διατάξεις, ανεξαρτήτως της νομοθετικής ή συνταγματικής προέλευσής τους.


( 1 ) Απόφαση 2006/928/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς (ΕΕ 2006, L 354, σ. 56).

Top