Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018TJ0721

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 21ης Δεκεμβρίου 2021.
    Ζωή Αποστολοπούλου και Αναστασία Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Εξωσυμβατική ευθύνη – Συμφωνίες επιχορήγησης συναφθείσες στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων της Ένωσης – Παράβαση των συμβατικών διατάξεων από τη δικαιούχο εταιρία – Επιλέξιμες δαπάνες – Έρευνα της OLAF – Εκκαθάριση της εταιρίας – Είσπραξη από την περιουσία των εταίρων της εν λόγω εταιρίας – Αναγκαστική εκτέλεση – Ισχυρισμοί που προέβαλαν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων – Προσδιορισμός της εναγομένης – Μη τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων – Εν μέρει απαράδεκτο – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-721/18 και T-81/19.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2021:933

    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑721/18 και T‑81/19

    Ζωή Αποστολοπούλου
    και
    Αναστασία Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 21ης Δεκεμβρίου 2021

    «Εξωσυμβατική ευθύνη – Συμφωνίες επιχορήγησης συναφθείσες στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων της Ένωσης – Παράβαση των συμβατικών διατάξεων από τη δικαιούχο εταιρία – Επιλέξιμες δαπάνες – Έρευνα της OLAF – Εκκαθάριση της εταιρίας – Είσπραξη από την περιουσία των εταίρων της εν λόγω εταιρίας – Αναγκαστική εκτέλεση – Ισχυρισμοί που προέβαλαν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων – Προσδιορισμός της εναγομένης – Μη τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων – Εν μέρει απαράδεκτο – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες»

    1. Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων – Αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από θεσμικό όργανο της Ένωσης – Αίτημα να υποχρεωθεί το εν λόγω θεσμικό όργανο να υιοθετήσει ορισμένη συμπεριφορά – Διαταγή προς παράλειψη – Παραδεκτό

      (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21, εδ. 1, και 53· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 76, στοιχείο δʹ)

      (βλ. σκέψεις 86-89)

    2. Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων – Αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από θεσμικό όργανο της Ένωσης – Αίτημα να υποχρεωθεί το εν λόγω θεσμικό όργανο να υιοθετήσει ορισμένη συμπεριφορά – Διαταγή προς πράξη – Αόριστος χαρακτήρας – Απαράδεκτο

      (Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21, εδ. 1, και 53· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 76, στοιχείο δʹ)

      (βλ. σκέψεις 90-93)

    3. Ένδικη διαδικασία – Ένσταση εκκρεμοδικίας – Ταυτότητα διαδίκων, αντικειμένου και λόγων των δύο αγωγών – Αγωγές που έχουν ως αντικείμενο την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για διαφορετικές περιπτώσεις ηθικής βλάβης – Δεν υφίσταται ταυτότητα αντικειμένου – Παραδεκτό

      (βλ. σκέψεις 98-105)

    4. Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Παρανομία – Αστική εταιρία που έχει λάβει χρηματοδοτήσεις στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων της Ένωσης – Εθνικές διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την ανάκτηση μέρους των χρηματοδοτήσεων από την περιουσία των εταίρων της εν λόγω εταιρίας – Διατύπωση από τους νόμιμους εκπροσώπους της Επιτροπής, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, διαφόρων ισχυρισμών εις βάρος της εν λόγω εταιρίας και των εταίρων της – Πράξη που δεν συνιστά παρανομία

      (Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 126-131, 151-156)

    5. Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες – Κανόνας δικαίου που απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες – Έννοια – Αρχή της δικονομικής εντιμότητας που κατοχυρώνεται στο εθνικό δίκαιο – Δεν εμπίπτει – Δεν υφίσταται παρανομία ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης

      (Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

      (βλ. σκέψεις 157-166)

    Σύνοψη

    Οι ενάγουσες είναι οι δύο μοναδικές εταίροι της εταιρίας Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες – Ισότης (στο εξής: εταιρία Ισότης), ελληνικής αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας η οποία συστάθηκε τον Ιανουάριο του 2004. Κατά την ημερομηνία σύστασής της, η εταιρία Ισότης είχε, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, νομική προσωπικότητα. Επομένως, οι δανειστές της μπορούσαν να στραφούν κατά των εταίρων για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους μόνο μετά τη λύση και την εκκαθάριση της εταιρίας και εφόσον το ενεργητικό της δεν επαρκούσε προς ικανοποίησή τους.

    Η εταιρία Ισότης είχε συνάψει με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διάφορες συμβάσεις με αντικείμενο την εκτέλεση ορισμένων έργων στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων της Ένωσης. Για ορισμένες από τις συμβάσεις αυτές διενεργήθηκε οικονομικός έλεγχος από την Επιτροπή τον Φεβρουάριο του 2010. Στην οριστική έκθεση οικονομικού ελέγχου διαπιστωνόταν ότι όλες οι δαπάνες στις οποίες είχε υποβληθεί η εταιρία Ισότης κατά την εκτέλεση των συμβάσεων τις οποίες αφορούσε ο εν λόγω οικονομικός έλεγχος ήταν μη επιλέξιμες και ότι έπρεπε να αναζητηθούν όλα τα σχετικά ποσά που είχαν καταβληθεί στην εταιρία Ισότης. Τον Δεκέμβριο του 2010 η εταιρία Ισότης τέθηκε σε εκκαθάριση. Εν συνεχεία, τον Απρίλιο και τον Ιούνιο του 2011 η Επιτροπή εξέδωσε διάφορα χρεωστικά σημειώματα σχετικά με τις συμβάσεις τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010. Κατόπιν έρευνας που διεξήγαγε σχετικά με πιθανή διάπραξη απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μεταξύ άλλων, εκ μέρους της εταιρίας Ισότης, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) διατύπωσε συστάσεις για τη λήψη κατάλληλων μέτρων και την ενημέρωση των ελληνικών δικαστικών αρχών λόγω υπονοιών περί στοιχειοθέτησης του εγκλήματος της απάτης εις βάρος των εν λόγω συμφερόντων.

    Η αγωγή την οποία άσκησε η εταιρία Ισότης βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο ( 1 ), το οποίο την υποχρέωσε μεταξύ άλλων σε επιστροφή των χρηματοδοτικών συνεισφορών τις οποίες έλαβε δυνάμει των συμβάσεων τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010. Η ασκηθείσα κατά της αποφάσεως αυτής αναίρεση απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ( 2 ).

    Παράλληλα με τις συμβάσεις τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010, η Κοινότητα είχε συνάψει με διάφορους αντισυμβαλλομένους εγκατεστημένους σε διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν η εταιρία Ισότης, σύμβαση η οποία είχε ως αντικείμενο την εκτέλεση του έργου REACH112. Τον Σεπτέμβριο του 2013 η Επιτροπή εξέδωσε χρεωστικό σημείωμα για την είσπραξη ορισμένου ποσού λόγω του τερματισμού της συμμετοχής της εταιρίας Ισότης στο έργο αυτό. Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή της εταιρίας Ισότης όσον αφορά τις δαπάνες που είχε δηλώσει για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112 και την υποχρέωσε να καταβάλει στην Επιτροπή το υπόλοιπο ποσό του οποίου την επιστροφή είχε ζητήσει το ως άνω θεσμικό όργανο ( 3 ), πλέον τόκων υπερημερίας.

    Τον Σεπτέμβριο του 2017 η Επιτροπή επέδωσε στις ενάγουσες τρία εκτελεστά απόγραφα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Το Εφετείο Αθηνών εξαφάνισε την απόφαση με την οποία το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δέχθηκε μερικώς την ανακοπή των εναγουσών κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης. Το Εφετείο Αθηνών δέχθηκε την ανακοπή, για τον λόγο ότι το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο δεν επέτρεπε να επιδιωχθεί η αναγκαστική εκτέλεση κατά των εναγουσών, μολονότι αυτές ήταν οι δύο μοναδικές εταίροι της εταιρίας Ισότης, και ότι η αναγκαστική εκτέλεση μπορούσε να επισπευσθεί μόνον κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας Ισότης.

    Τον Δεκέμβριο του 2018 και τον Φεβρουάριο του 2019 οι ενάγουσες άσκησαν δύο αγωγές με αίτημα, ιδίως, την ικανοποίηση της βλάβης την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν λόγω προσβολής της υπόληψης και της αξιοπρέπειάς τους, αφενός, από τους εκπροσώπους της Επιτροπής και από υπάλληλο της OLAF κατά την εκδίκαση της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης (στο εξής: υπόθεση T‑721/18) και, αφετέρου, από τους εκπροσώπους της Επιτροπής κατά την εκδίκαση της εφέσεως (στο εξής: υπόθεση T‑81/19).

    Οι αγωγές αυτές απορρίφθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο ως εν μέρει απαράδεκτες και εν μέρει αβάσιμες. Οι υποθέσεις αυτές έδωσαν στο Γενικό Δικαστήριο την ευκαιρία να εξετάσει το δύσκολο ζήτημα του κατά πόσον οι ενάγουσες, μοναδικές εταίροι της εταιρίας Ισότης, μπορούν να επιτύχουν την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν λόγω διαφόρων ισχυρισμών τους οποίους προέβαλαν οι νόμιμοι εκπρόσωποι της Επιτροπής ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων.

    Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

    Όσον αφορά το παραδεκτό των αγωγών, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει, κατά πρώτον, την προβαλλόμενη αοριστία των δικογράφων των αγωγών. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι το αίτημα των εναγουσών να υποχρεωθεί η Επιτροπή να απέχει από κάθε προσβολή της προσωπικότητάς τους στο μέλλον πρέπει να θεωρηθεί ως αίτημα επί παραλείψει. Η διαταγή προς παράλειψη αποτελεί μία από τις μορφές τις οποίες μπορεί να λάβει η αποζημίωση σε είδος που επιδικάζει ο δικαστής της Ένωσης, μπορεί δε να εκδοθεί μόνον εφόσον έχει αποδειχθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το εν λόγω αίτημα των εναγουσών είναι παραδεκτό στο μέτρο που συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο της εκκρεμούς διαφοράς και στο μέτρο που οι ενάγουσες ζητούν την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους, που συνίσταται σε προσβολή της υπόληψής τους, για την οποία θεωρούν υπεύθυνη την Επιτροπή.

    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το αίτημα των εναγουσών να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προβεί σε δημόσια δήλωση προκειμένου να αποκαταστήσει την υπόληψή τους συνιστά αίτημα για την έκδοση διαταγής προς πράξη. Διευκρινίζει ότι κατά τη νομολογία η αποζημίωση σε είδος μπορεί μεν να λάβει τη μορφή τέτοιας διαταγής την οποίαν απευθύνει ο δικαστής της Ένωσης στην Επιτροπή, πλην όμως το αίτημα για την έκδοση διαταγής πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας ( 4 ). Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα των εναγουσών είναι απαράδεκτο στο μέτρο που, αφενός, οι ενάγουσες δεν αποσαφήνισαν με τις αγωγές τους ούτε τη μορφή ούτε τα λεπτομερή χαρακτηριστικά που έπρεπε να έχει η δήλωση για την αποκατάσταση της υπόληψής τους και, αφετέρου, δεν προέβησαν σε επαρκείς διευκρινίσεις όσον αφορά το ακριβές περιεχόμενο του αιτήματός τους.

    Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, στο μέτρο που οι δύο αγωγές δεν έχουν ακριβώς το ίδιο αντικείμενο, δεν υφίσταται εκκρεμοδικία και, ως εκ τούτου, η αγωγή στην υπόθεση T‑81/19 είναι παραδεκτή. Πράγματι, μολονότι αμφότερες οι αγωγές ασκήθηκαν με την ίδια νομική βάση ( 5 ), αφορούν τους ίδιους διαδίκους και σκοπούν στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που φέρεται ότι προκάλεσε η Επιτροπή σε καθεμία από τις ενάγουσες, οι εκάστοτε βλάβες των οποίων ζητείται η ικανοποίηση δεν ταυτίζονται στο μέτρο που απορρέουν από διαφορετικές πράξεις. Πράγματι, αφενός, η επανάληψη, στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, ισχυρισμών φερόμενων ως αναληθών και δυσφημιστικών θα μπορούσε αυτή καθαυτήν να προκαλέσει βλάβη διαφορετική από την αρχικώς προκληθείσα. Αφετέρου, στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, η Επιτροπή διατύπωσε νέους ισχυρισμούς οι οποίοι, αν γίνει δεκτό ότι έχουν επιβλαβή χαρακτήρα, θα μπορούσαν να προκαλέσουν ηθική βλάβη διαφορετική από εκείνη την οποία επικαλούνται οι ενάγουσες στην υπόθεση T‑721/18.

    Επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο αναλύει, κατά πρώτον, τη συμπεριφορά που προσάπτεται στην Επιτροπή. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, με τα δικόγραφα που κατέθεσαν πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής δεν προσήψαν στις ενάγουσες ότι είχαν προβεί σε απατηλές ενέργειες, αλλά ότι είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης. Επομένως, απλώς και μόνον ο ισχυρισμός, στην υπόθεση T‑721/18, ότι οι ενάγουσες είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης, περιλαμβανομένης της διαχείρισης των χρηματοδοτήσεων της Ένωσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εις βάρος τους κατηγορία για διάπραξη απάτης. Ομοίως, στην υπόθεση T‑81/19, οι ισχυρισμοί των εκπροσώπων της Επιτροπής στην κατ’ έφεση δίκη, με τους οποίους αμφισβητήθηκε η νομική προσωπικότητα της εταιρίας Ισότης, δεν ενέχουν, αυτοί καθαυτούς, κατηγορία κατά των εναγουσών για διάπραξη απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

    Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει αν το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κακώς υποστήριξαν ότι οι ενάγουσες είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης και προέβαλαν ορισμένο αριθμό πραγματικών ισχυρισμών με τους οποίους αμφισβητούσαν τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας Ισότης στο πλαίσιο της πρωτόδικης και της κατ’ έφεση δίκης συνιστά παράνομη συμπεριφορά ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την επιχειρηματολογία των εναγουσών που αντλείται από προσβολή του δικαιώματός τους στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια ( 6 ), κατά την οποία η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμα αυτό υποστηρίζοντας κατά την πρωτόδικη και την κατ’ έφεση δίκη ότι διέπραξαν απάτη εις βάρος της Επιτροπής και της Ένωσης, καθόσον η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη προκείμενη. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η δυνατότητα διεκδικήσεως εκ μέρους ενός προσώπου των δικαιωμάτων του διά της δικαστικής οδού και ο δικαστικός έλεγχος τον οποίο η δυνατότητα αυτή συνεπάγεται αποτελούν την έκφραση μιας κοινής στα κράτη μέλη γενικής αρχής του δικαίου ( 7 ). Ειδικότερα, διευκρινίζει ότι η επιχειρηματολογία των εναγουσών σημαίνει κατ’ αποτέλεσμα ότι η εκ μέρους της Επιτροπής προβολή, στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, οποιουδήποτε επιχειρήματος προς απόδειξη απατηλής συμπεριφοράς των εναγουσών θα συνεπαγόταν οπωσδήποτε προσβολή του δικαιώματός τους στην αξιοπρέπεια ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στο μέτρο που η εν λόγω επιχειρηματολογία απορρίφθηκε από τα εθνικά δικαστήρια. Αν όμως η επιχειρηματολογία αυτή γινόταν δεκτή, θα ισοδυναμούσε με περιορισμό του δικαιώματος της Επιτροπής να προβαίνει σε ενέργειες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου που της επιδικάζει απαίτηση ( 8 ), συμμορφούμενη προς τις υποχρεώσεις της να μεριμνά για τη χρηστή διαχείριση των πόρων της Ένωσης και να καταπολεμά την απάτη και οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ( 9 ).

    Κατά τρίτον, τέλος, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει το επιχείρημα που προέβαλαν οι ενάγουσες στην υπόθεση T–81/19, κατά το οποίο η συμπεριφορά της Επιτροπής είναι παράνομη καθόσον συνιστά παραβίαση της αρχής της δικονομικής εντιμότητας. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι οι ενάγουσες δεν προβάλλουν παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες, όπερ αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, αλλά παραβίαση μιας αρχής που είναι κατοχυρωμένη στο εθνικό δίκαιο χωρίς να έχει κατοχυρωθεί στο δίκαιο της Ένωσης. Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι αποτελεί αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να ελέγχουν την κανονικότητα των εκτελεστικών μέτρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτέλεσης ( 10 ) και σημειώνει ότι εναπέκειτο στο Εφετείο Αθηνών να βεβαιωθεί ότι η συμπεριφορά των εκπροσώπων της Επιτροπής στο πλαίσιο της ενώπιόν του εκδικάσεως της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης ήταν σύμφωνη με την αρχή της δικονομικής εντιμότητας. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, παρά το γεγονός ότι είναι το μόνο αρμόδιο να εκδικάσει τις αγωγές αποζημίωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που στρέφονται κατά της Ένωσης ή των υπαλλήλων της ( 11 ), δεν μπορεί να αποφανθεί, στο πλαίσιο μιας τέτοιας αγωγής, επί του ζητήματος της παράβασης από την Επιτροπή εθνικού δικονομικού κανόνα, στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον εθνικού δικαστηρίου που έχει ως αντικείμενο την αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να θίγει τις προνομίες που ρητώς επιφυλάσσονται στο εθνικό δικαστήριο και, ως εκ τούτου, την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ του δικαστή της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων που καθιερώνει η Συνθήκη ΛΕΕ.


    ( 1 ) Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679).

    ( 2 ) Διάταξη της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477).

    ( 3 ) Απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63).

    ( 4 ) Άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

    ( 5 ) Άρθρα 268 και 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    ( 6 ) Όπως προβλέπεται στο άρθρο 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    ( 7 ) Η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 6 και 13 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

    ( 8 ) Βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

    ( 9 ) Οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 317 και 325 ΣΛΕΕ.

    ( 10 ) Άρθρο 299, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    ( 11 ) Άρθρο 268 ΣΛΕΕ.

    Top