EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CJ0219

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 19ης Δεκεμβρίου 2018.
Silvio Berlusconi και Finanziaria d'investimento Fininvest SpA (Fininvest) κατά Banca d'Italia και Istituto per la Vigilanza Sulle Assicurazioni (IVASS).
Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα – Διαδικασία που διέπεται από την οδηγία 2013/36/ΕΕ καθώς και από τον κανονισμό (ΕΕ) 1024/2013 και τον κανονισμό (ΕΕ) 468/2014 – Σύνθετη διοικητική διαδικασία – Αποκλειστική εξουσία λήψεως αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) – Προσφυγή κατά προπαρασκευαστικών πράξεων που εκδόθηκαν από την εθνική αρμόδια αρχή – Αιτίαση περί παραβιάσεως του δεδικασμένου που απορρέει από εθνική απόφαση.
Υπόθεση C-219/17.

Υπόθεση C–219/17

Silvio Berlusconi
και
Finanziaria d’investimento Fininvest SpA (Fininvest)

κατά

Banca d’Italia
και
Istituto per la Vigilanza Sulle Assicurazioni (IVASS)

(αίτηση του Consiglio di Stato
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα – Διαδικασία που διέπεται από την οδηγία 2013/36/ΕΕ καθώς και από τον κανονισμό (ΕΕ) 1024/2013 και τον κανονισμό (ΕΕ) 468/2014 – Σύνθετη διοικητική διαδικασία – Αποκλειστική εξουσία λήψεως αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) – Προσφυγή κατά προπαρασκευαστικών πράξεων που εκδόθηκαν από την εθνική αρμόδια αρχή – Αιτίαση περί παραβιάσεως του δεδικασμένου που απορρέει από εθνική απόφαση»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 19ης Δεκεμβρίου 2018

  1. Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Εξέταση της νομιμότητας εθνικής πράξεως που εντάσσεται σε σύνθετη διοικητική διαδικασία – Συνεκτίμηση του περιθωρίου εκτιμήσεως του θεσμικού οργάνου της Ένωσης κατά την έκδοση της πράξεως της Ένωσης που προκύπτει από τη διαδικασία

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

  2. Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα – Εκτίμηση από τις εθνικές αρχές – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που εκδίδεται με βάση εθνική πρόταση – Αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή να ελέγξει τη νομιμότητα της πρότασης – Δεν υφίσταται – Επίκληση παραβιάσεως του δεδικασμένου που απορρέει από εθνική απόφαση – Αλυσιτελής

    (Άρθρα 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1024/2013 του Συμβουλίου, άρθρο 15· κανονισμός 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 85 έως 87· οδηγία 2013/36 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 22 και 23)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 43-46)

  2.  Το άρθρο 263 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να ασκούν έλεγχο νομιμότητας επί των πράξεων που έχουν χαρακτήρα κινήσεως της διαδικασίας, προπαρασκευαστικό χαρακτήρα ή χαρακτήρα μη δεσμευτικής προτάσεως και που έχουν εκδοθεί από τις εθνικές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 22 και 23 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, των άρθρων 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και 15 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και των άρθρων 85, 86 και 87 του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ). Δεν ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι ενώπιον εθνικού δικαστηρίου έχει ασκηθεί ειδική προσφυγή ακυρώσεως λόγω παραβιάσεως του δεδικασμένου που απορρέει από εθνική δικαστική απόφαση.

    Υπογραμμίζεται συναφώς ότι, στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης της Ένωσης επιλέγει διοικητική διαδικασία η οποία προβλέπει την έκδοση από τις εθνικές αρχές πράξεων προπαρασκευαστικών τελικής αποφάσεως θεσμικού οργάνου της Ένωσης η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα και είναι ικανή να προκαλέσει βλάβη, σκοπεί στην εγκαθίδρυση, μεταξύ του εν λόγω θεσμικού οργάνου και των εν λόγω εθνικών αρχών, ενός ιδιαίτερου μηχανισμού συνεργασίας που έχει ως βάση την αποκλειστική αρμοδιότητα λήψεως αποφάσεως του θεσμικού οργάνου της Ένωσης. Η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας διαδικασίας λήψεως αποφάσεων προϋποθέτει οπωσδήποτε ενιαίο δικαστικό έλεγχο, ο οποίος ασκείται αποκλειστικώς από τα δικαστήρια της Ένωσης και μόνο μετά τη λήψη της αποφάσεως του θεσμικού οργάνου της Ένωσης που θέτει τέλος στη διοικητική διαδικασία· μόνον δε η απόφαση αυτή είναι ικανή να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του ασκούντος το ένδικο βοήθημα, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση.

    Ως εκ τούτου, πρέπει να κριθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αποκλειστικώς αρμόδιος να εκτιμήσει παρεμπιπτόντως αν η νομιμότητα της από 25 Οκτωβρίου 2016 αποφάσεως της ΕΚΤ θίγεται από τυχόν ελαττώματα τα οποία θίγουν τη νομιμότητα των προπαρασκευαστικών της αποφάσεως αυτής πράξεων της Τράπεζας της Ιταλίας. Η αρμοδιότητα αυτή αποκλείει οποιαδήποτε αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά τις εν λόγω πράξεις, χωρίς να ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός της ασκήσεως ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ενδίκου βοηθήματος όπως είναι η azione di ottemperanza. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, όπως επισήμανε η Επιτροπή, η αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΚΤ να αποφασίσει αν θα χορηγήσει άδεια για την απόκτηση ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα και η συνακόλουθη αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης να ελέγξουν το κύρος μιας τέτοιας αποφάσεως και παρεμπιπτόντως να εκτιμήσουν αν οι προπαρασκευαστικές εθνικές πράξεις πάσχουν από ελαττώματα ικανά να θίξουν το κύρος της αποφάσεως της ΕΚΤ δεν επιτρέπουν σε εθνικό δικαστήριο να εκδικάζει ένδικο βοήθημα με το οποίο αμφισβητείται η συμμόρφωση μιας τέτοιας πράξεως προς εθνική διάταξη σχετική την αρχή του δεδικασμένου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Lucchini,C-119/05, EU:C:2007:434, σκέψεις 62 και 63).

    (βλ. σκέψεις 48, 49, 57-59 και διατακτ.)

Top