Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0349

    Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 15ης Ιουνίου 2017.
    T.KUP SAS κατά Belgische Staat.
    Προδικαστική παραπομπή – Ντάμπινγκ – Κανονισμός (ΕΚ) 1472/2006 – Εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το άνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ – Κύρος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1294/2009 – Διαδικασία επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ των οποίων επίκειται η λήξη ισχύος – Μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς – Δειγματοληψία – Συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Υπόθεση C-349/16.

    Court reports – general

    Υπόθεση C‑349/16

    T.KUP SAS

    κατά

    Belgische Staat

    (αίτηση του Nederlandstalige rechtbank van eerste aanleg Brussel
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Προδικαστική παραπομπή – Ντάμπινγκ – Κανονισμός (ΕΚ) 1472/2006 – Εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το άνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Κίνας και Βιετνάμ – Κύρος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1294/2009 – Διαδικασία επανεξετάσεως μέτρων αντιντάμπινγκ των οποίων επίκειται η λήξη ισχύος – Μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς – Δειγματοληψία – Συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

    Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 15ης Ιουνίου 2017

    1. Προδικαστικά ερωτήματα–Εκτίμηση του κύρους–Παραδεκτό–Ανάγκη να παρατεθούν στο Δικαστήριο οι λόγοι που δικαιολογούν την αναγκαιότητα της υπάρξεως απαντήσεως στα προδικαστικά ερωτήματα

      (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 23· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 94, στοιχείο γʹ)

    2. Κοινή εμπορική πολιτική–Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ–Διαδικασία επανεξετάσεως μέτρων των οποίων επίκειται η λήξη ισχύος–Έρευνα–Δειγματοληψία–Σύνθεση των δειγμάτων–Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής–Δικαστικός έλεγχος

      (Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 8, 11 §§ 2 και 5, 17 § 1· κανονισμός 1294/2002 του Συμβουλίου)

    3. Κοινή εμπορική πολιτική–Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ–Διαδικασία επανεξετάσεως μέτρων των οποίων επίκειται η λήξη ισχύος–Εκτίμηση του συμφέροντος της Ένωσης–Ανάγκη νέας σταθμίσεως των διαφόρων διακυβευομένων συμφερόντων–Συνεκτίμηση των απόψεων των ενδιαφερομένων μερών–Βάρος αποδείξεως

      (Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 21 §§ 1, 2, 3 και 7)

    1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 16-18)

    2.  Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η σύνθεση ενός δείγματος μπορεί να καθορίζεται σύμφωνα με δύο εναλλακτικές μεθόδους. Πράγματι, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερομένων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο της επιλογής. Πάντως, η εν λόγω έρευνα είναι επίσης δυνατό να περιορίζεται, κατά την κρίση των θεσμικών οργάνων, στον μεγαλύτερο δυνατό αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών για τον οποίο μπορεί ευλόγως να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

      Επομένως, όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης επιλέγουν τη δεύτερη μέθοδο δειγματοληψίας, διαθέτουν ένα ορισμένο περιθώριο χειρισμών, το οποίο αφορά την εκτίμηση των προοπτικών αυτού που έχουν ευλόγως τη δυνατότητα να υλοποιήσουν εντός της ταχθείσας προθεσμίας για τη διεξαγωγή της έρευνάς τους.

      Οι έρευνες σχετικά με την επανεξέταση μέτρων αντιντάμπινγκ πρέπει, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, να διενεργούνται με επιμέλεια και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός δώδεκα μηνών από την έναρξή τους, με τη διευκρίνιση ότι τα θεσμικά όργανα οφείλουν εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, να ελέγχουν κατά το δυνατόν διεξοδικότερα την ακρίβεια των πληροφοριών τις οποίες παρέχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη και επί των οποίων τα εν λόγω θεσμικά όργανα στηρίζουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν.

      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα θεσμικά όργανα διέθεταν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την επιλογή της χρήσεως της δειγματοληψίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland,C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 93) και επομένως ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, στο πλαίσιο του ελέγχου του, να περιορίζεται στο να εξακριβώσει κατά πόσον η εν λόγω επιλογή δεν στηρίζεται σε ανακριβή πραγματικά περιστατικά ή δεν ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

      (βλ. σκέψεις 27, 30-32)

    3.  Πρέπει να υπομνησθεί, εν συνεχεία, ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ επιβάλλει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τα οποία καλούνται να προσδιορίσουν αν η θέσπιση μέτρων αντιντάμπινγκ ή η παράταση της ισχύος τέτοιων μέτρων εξυπηρετεί το συμφέρον της Ένωσης, την υποχρέωση να προβαίνουν σε συνολική εκτίμηση όλων των ποικίλων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης καθώς και των συμφερόντων των χρηστών και των καταναλωτών, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού. Ο κατά τα ανωτέρω προσδιορισμός μπορεί να λάβει χώρα μόνον εφόσον έχει παρασχεθεί σε όλα τα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, όπως προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού.

      Συγκεκριμένα, το άρθρο 21, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ προβλέπει το δικαίωμα των διαφόρων μερών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι εισαγωγείς, αφενός, να γνωστοποιούν τις απόψεις τους και να προσκομίζουν πληροφορίες στην Επιτροπή και, αφετέρου, να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με τις πληροφορίες που έχουν προσκομίσει τα λοιπά μέρη. Το άρθρο 21, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει επίσης το δικαίωμα όλων των μερών να γίνουν δεκτά σε ακρόαση από την Επιτροπή κατόπιν σχετικής αιτήσεώς τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

      Ως εκ τούτου, η εξέταση του συμφέροντος της Ένωσης για τη θέσπιση ή για τη διατήρηση ενός μέτρου αντιντάμπινγκ αποτελεί μια πράξη όλως οριοθετημένη από διαδικαστικής απόψεως, η οποία επιτάσσει τη στάθμιση των συμφερόντων όλων των μερών και την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων, τούτο δε έχει ως συνέπεια ότι χωρεί περιορισμένος έλεγχος εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης.

      Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, καίτοι τα θεσμικά όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη όλα τα διακυβευόμενα συμφέροντα, μεριμνώντας ώστε να έχει παρασχεθεί στα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, στα μέρη αυτά εναπόκειται να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των ισχυρισμών τους. Συγκεκριμένα, το άρθρο 21, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ προβλέπει ότι μια πληροφορία λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον θεμελιώνεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία της.

      (βλ. σκέψεις 42-44, 47)

    Top