This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62016CJ0096
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Αυγούστου 2018.
Banco Santander SA κατά Mahamadou Demba και Mercedes Godoy Bonet και Rafael Ramón Escobedo Cortés κατά Banco de Sabadell SA.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες – Πεδίο εφαρμογής – Εκχώρηση απαιτήσεως – Σύμβαση δανείου συναφθείσα με καταναλωτή – Κριτήρια εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας περί καθορισμού του επιτοκίου υπερημερίας – Συνέπειες του χαρακτήρα αυτού.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-96/16 και C-94/17.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Αυγούστου 2018.
Banco Santander SA κατά Mahamadou Demba και Mercedes Godoy Bonet και Rafael Ramón Escobedo Cortés κατά Banco de Sabadell SA.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες – Πεδίο εφαρμογής – Εκχώρηση απαιτήσεως – Σύμβαση δανείου συναφθείσα με καταναλωτή – Κριτήρια εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας περί καθορισμού του επιτοκίου υπερημερίας – Συνέπειες του χαρακτήρα αυτού.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-96/16 και C-94/17.
Court reports – general
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑96/16 και C‑94/17
Banco Santander SA κατά Mahamadou Demba και Mercedes Godoy Bonet
και
Rafael Ramón Escobedo Cortés κατά Banco de Sabadell SA
(αιτήσεις του Juzgado de Primera Instancia no 38 de Barcelona
και του Tribunal Supremo
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες – Πεδίο εφαρμογής – Εκχώρηση απαιτήσεως – Σύμβαση δανείου συναφθείσα με καταναλωτή – Κριτήρια εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας περί καθορισμού του επιτοκίου υπερημερίας – Συνέπειες του χαρακτήρα αυτού»
Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Αυγούστου 2018
Προστασία των καταναλωτών–Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές–Οδηγία 93/13–Πεδίο εφαρμογής–Επιχειρηματική πρακτική σε εκχώρηση ή αγορά απαιτήσεως έναντι καταναλωτή–Μη ύπαρξη συμβατικής ρήτρας προβλέπουσας την εν λόγω πρακτική–Μη εφαρμογή της οδηγίας–Αποκλεισμός των συμβατικών ρητρών οι οποίες απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου–Μη ύπαρξη συμβατικών ρητρών περί τροποποιήσεως του περιεχομένου ή του πεδίου εφαρμογής των εθνικών διατάξεων–Μη εφαρμογή της οδηγίας
(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου)
Προδικαστικά ερωτήματα–Παραδεκτό–Όρια–Ερωτήματα προδήλως άσχετα με την υπόθεση και υποθετικά ερωτήματα υποβαλλόμενα σε πλαίσιο που αποκλείει τη δυνατότητα να δοθεί χρήσιμη απάντηση
(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)
Προδικαστικά ερωτήματα–Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου–Όρια–Ερμηνεία του εθνικού δικαίου–Αποκλείεται
(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)
Προστασία των καταναλωτών–Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές–Οδηγία 93/13–Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας–Περιεχόμενο–Ρήτρα μη έχουσα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεως σε σύμβαση δανείου καθορίζουσα το επιτόκιο των τόκων υπερημερίας–Εθνική νομολογία εισάγουσα αμάχητο τεκμήριο περί του καταχρηστικού χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας λόγω της δυσανάλογης αποζημιώσεως–Επιτρέπεται
(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 1 και 8)
Προστασία των καταναλωτών–Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές–Οδηγία 93/13–Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας–Περιεχόμενο–Αναθεώρηση του περιεχομένου καταχρηστικής ρήτρας από το εθνικό δικαστήριο–Δεν επιτρέπεται
(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)
Προστασία των καταναλωτών–Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές–Οδηγία 93/13–Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας–Περιεχόμενο–Ρήτρα μη έχουσα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεως σε σύμβαση δανείου καθορίζουσα το επιτόκιο των τόκων υπερημερίας–Εθνική νομολογία προβλέπουσα την πλήρη κατάργηση των τόκων υπερημερίας, ενώ εξακολουθούν να οφείλονται οι συμβατικοί τόκοι–Επιτρέπεται
(Οδηγία 93/13 του Συμβουλίου)
Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια, αφενός, ότι δεν εφαρμόζεται σε επιχειρηματική πρακτική συνιστάμενη σε εκχώρηση ή αγορά απαιτήσεως έναντι καταναλωτή, χωρίς η δυνατότητα της εκχωρήσεως αυτής να προβλέπεται στη σύμβαση δανείου που έχει συναφθεί με τον εν λόγω καταναλωτή, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του καταναλωτή για την εκχώρηση αυτή ή τη συγκατάθεσή του και χωρίς παροχή στον καταναλωτή της δυνατότητας να εξαγοράσει την οφειλή του και με τον τρόπο αυτό να την αποσβέσει, επιστρέφοντας στον εκδοχέα το τίμημα που αυτός κατέβαλε για την εν λόγω εκχώρηση, πλέον δαπανών, τόκων και παρεπόμενων εξόδων. Αφετέρου, η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται ούτε σε εθνικές διατάξεις, όπως οι περιλαμβανόμενες στο άρθρο 1535 του Código Civil (αστικού κώδικα) καθώς και στα άρθρα 17 και 540 του Ley 1/2000 de Enjuiciamiento Civil (νόμου 1/2000 περί του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), της 7ης Ιανουαρίου 2000, που προβλέπουν αυτή τη δυνατότητα εξαγοράς και ρυθμίζουν την υπεισέλευση του εκδοχέα στη δικονομική θέση του εκχωρητή.
(βλ. σκέψη 47, διατακτ. 1)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 50-53)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψη 57)
Η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομολογία, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομολογία του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ισπανία), σύμφωνα με την οποία είναι καταχρηστική η ρήτρα περί καθορισμού του επιτοκίου υπερημερίας που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεως σε σύμβαση δανείου συναφθείσα με καταναλωτή, για τον λόγο ότι επιβάλλει στον υπερήμερο καταναλωτή δυσανάλογα υψηλή αποζημίωση, εφόσον το επιτόκιο αυτό υπερβαίνει κατά περισσότερες από δύο ποσοστιαίες μονάδες το συμβατικό επιτόκιο που προβλέπει η σύμβαση αυτή.
Συναφώς, όπως παρατήρησε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών του, δεν αποκλείεται τα ανώτατα δικαστήρια κράτους μέλους, όπως το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), να μπορούν, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους εναρμονίσεως της ερμηνείας του δικαίου και για λόγους ασφάλειας δικαίου, να θεσπίσουν, τηρώντας την οδηγία 93/13, ορισμένα κριτήρια με γνώμονα τα οποία τα δικαστήρια κατώτερου βαθμού να μπορούν να εξετάζουν τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών. Ωστόσο, μολονότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομολογία του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) δεν φαίνεται ασφαλώς ότι εμπίπτει στις αυστηρότερες διατάξεις τις οποίες μπορούν να θεσπίζουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίζουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας στον καταναλωτή δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας αυτής δεδομένου ότι, μεταξύ άλλων, όπως εξέθεσε η Ισπανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η νομολογία αυτή δεν φαίνεται να έχει ισχύ νόμου ούτε να αποτελεί πηγή δικαίου στην ισπανική έννομη τάξη, εντούτοις η θέσπιση νομολογιακού κριτηρίου, όπως το εν προκειμένω καθιερωθέν από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), εντάσσεται στον σκοπό της προστασίας των καταναλωτών τον οποίο επιδιώκει η εν λόγω οδηγία. Πράγματι, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 καθώς και από τη γενική οικονομία της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η εν λόγω οδηγία δεν αποσκοπεί τόσο στη διασφάλιση συνολικής συμβατικής ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών όσο στην αποτροπή δημιουργίας ανισορροπίας μεταξύ αυτών των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων εις βάρος των καταναλωτών.
(βλ. σκέψεις 68, 69, 71, διατακτ. 2)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 73, 74)
Η οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομολογία, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομολογία του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ισπανία), σύμφωνα με την οποία οι συνέπειες του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περί καθορισμού του επιτοκίου υπερημερίας η οποία δεν έχει αποτελέσει το αντικείμενο διαπραγματεύσεως συμβάσεως δανείου συναφθείσας με καταναλωτή συνίστανται στην πλήρη απάλειψη των τόκων αυτών, ενώ εξακολουθούν να οφείλονται οι συμβατικοί τόκοι που προβλέπει η σύμβαση αυτή.
Ειδικότερα, από την εν λόγω οδηγία δεν προκύπτει ότι η μη εφαρμογή ή η ακύρωση, λόγω του καταχρηστικού της χαρακτήρα, της ρήτρας περί καθορισμού του επιτοκίου υπερημερίας συμβάσεως δανείου πρέπει επίσης να συνεπάγεται τη μη εφαρμογή της ρήτρας της συμβάσεως αυτής περί καθορισμού του συμβατικού επιτοκίου, πολλώ δε μάλλον που οι διάφορες ρήτρες πρέπει να διακρίνονται σαφώς. Επί του τελευταίου αυτού σημείου, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής στην υπόθεση C‑94/17, οι τόκοι υπερημερίας αποσκοπούν στην επιβολή κυρώσεων λόγω της μη εκπληρώσεως από τον οφειλέτη της υποχρεώσεώς του να καταβάλλει τις δόσεις του δανείου εντός των προβλεπομένων από τη σύμβαση προθεσμιών, στην αποτροπή του οφειλέτη αυτού από το να καταστεί υπερήμερος στην εκτέλεση των υποχρεώσεών του, καθώς και, ενδεχομένως, στην αποζημίωση του δανειστή για τη ζημία που υπέστη λόγω της υπερημερίας του οφειλέτη. Αντιθέτως, οι συμβατικοί τόκοι επιτελούν τη λειτουργία του ανταλλάγματος για τη διάθεση του χρηματικού ποσού από τον δανειστή μέχρι την επιστροφή του. Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 90 των προτάσεών του, οι θεωρήσεις αυτές ισχύουν ανεξαρτήτως του τρόπου διατυπώσεως της συμβατικής ρήτρας η οποία καθορίζει το επιτόκιο υπερημερίας και της ρήτρας η οποία καθορίζει συμβατικό επιτόκιο. Ειδικότερα, οι θεωρήσεις αυτές δεν ισχύουν μόνον όταν το επιτόκιο υπερημερίας καθορίζεται ανεξαρτήτως του συμβατικού επιτοκίου, σε διαφορετική ρήτρα, αλλά και όταν το επιτόκιο υπερημερίας καθορίζεται υπό μορφή προσαυξήσεως του συμβατικού επιτοκίου κατά ορισμένες ποσοστιαίες μονάδες. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εάν η καταχρηστική ρήτρα συνίσταται στην προσαύξηση αυτή, η οδηγία 93/13 απαιτεί μόνον την ακύρωση της εν λόγω προσαυξήσεως.
(βλ. σκέψεις 76, 77, 79, διατακτ. 3)