This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62016CJ0003
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 15ης Μαρτίου 2017.
Lucio Cesare Aquino κατά Belgische Staat.
Προδικαστική παραπομπή – Δίκαιο της Ένωσης – Δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών – Παράβαση από δικαιοδοτικό όργανο – Προδικαστικά ερωτήματα – Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο – Εθνικό δικαστήριο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό.
Υπόθεση C-3/16.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 15ης Μαρτίου 2017.
Lucio Cesare Aquino κατά Belgische Staat.
Προδικαστική παραπομπή – Δίκαιο της Ένωσης – Δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών – Παράβαση από δικαιοδοτικό όργανο – Προδικαστικά ερωτήματα – Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο – Εθνικό δικαστήριο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό.
Υπόθεση C-3/16.
Court reports – general
Υπόθεση C-3/16
Lucio Cesare Aquino
κατά
Belgische Staat
(αίτηση του hof van beroep te Brussel
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Προδικαστική παραπομπή – Δίκαιο της Ένωσης – Δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών – Παράβαση από δικαιοδοτικό όργανο – Προδικαστικά ερωτήματα – Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο – Εθνικό δικαστήριο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό»
Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 15ης Μαρτίου 2017
Προδικαστικά ερωτήματα–Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο–Ζητήματα ερμηνείας–Υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος–Δικαστήριο εκδίδον απόφαση υποκείμενη σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου–Μη ύπαρξη τέτοιας υποχρεώσεως–Μη εξέταση της αναιρέσεως λόγω παραιτήσεως του αναιρεσείοντος–Δεν ασκεί επιρροή
(Άρθρο 267, εδ. 3, ΣΛΕΕ)
Προδικαστικά ερωτήματα–Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο–Ζητήματα ερμηνείας–Υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος–Απόρριψη αναιρέσεως για λόγους απαραδέκτου αφορώντες την ενώπιον του οικείου δικαστηρίου διαδικασία–Μη ύπαρξη τέτοιας υποχρεώσεως–Τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας
(Άρθρο 267, εδ. 3, ΣΛΕΕ)
Το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαστήριο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του δικαστηρίου αυτού δεν εξετάστηκε λόγω παραιτήσεως του αναιρεσείοντος από το δικόγραφο.
Όπως το Δικαστήριο τόνισε πλειστάκις, ένα δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο αποτελεί, εξ ορισμού, το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο ενώπιον του οποίου οι ιδιώτες μπορούν να προβάλλουν τα δικαιώματα που τους εξασφαλίζει το δίκαιο της Ένωσης. Τα αποφαινόμενα σε τελευταίο βαθμό δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίζουν την ομοιόμορφη ερμηνεία των κανόνων δικαίου σε εθνικό επίπεδο (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C-224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 34, και της 13ης Ιουνίου 2006, Traghetti del Mediterraneo,C-173/03, EU:C:2006:391, point 31).
Επομένως, το Raad voor Vreemdelingenbetwistingen (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών αλλοδαπών) δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαστήριο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό, καθόσον οι αποφάσεις του υπόκεινται στον έλεγχο ανώτερου δικαστηρίου ενώπιον του οποίου οι ιδιώτες μπορούν να προβάλλουν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, οι αποφάσεις που λαμβάνει δεν προέρχονται από εθνικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
Το γεγονός ότι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 18 του βασιλικού διατάγματος της 30ής Νοεμβρίου 2006 περί της αναιρετικής διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναιρεσείων ο οποίος υποβάλλει αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Raad voor Vreemdelingenbetwistingen (Συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών αλλοδαπών) τεκμαίρεται αμαχήτως ότι παραιτείται του δικογράφου εάν δεν ζητήσει τη συνέχιση της διαδικασίας εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημέρα που του κοινοποιήθηκε η έκθεση του εισηγητή περί του απαραδέκτου ή της απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως, ουδεμία επιρροή ασκεί επί του ότι οι αποφάσεις του Raad voor Vreemdelingenbetwistingen (Συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών αλλοδαπών) μπορούν να προσβληθούν ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου και ότι, ως εκ τούτου, προέρχονται από δικαστήριο μη αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό.
(βλ. σκέψεις 34, 36-38, διατακτ. 1)
Το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δικαστήριο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό μπορεί να μην υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται για λόγους απαραδέκτου απτόμενους της ενώπιον του δικαστηρίου αυτού διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, εφόσον δεν χωρεί ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου, το δικαστήριο αυτό, όταν ανακύπτει ενώπιόν του ζήτημα σχετικό με την ερμηνεία της Συνθήκης ΛΕΕ, υποχρεούται καταρχήν να το παραπέμψει στο Δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εφόσον (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Consiglio Nazionale dei Geologi, C-136/12, EU:C:2013:489, σκέψη 25).
Από τη σχέση μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου εδαφίου του άρθρου 267 ΣΛΕΕ συνάγεται ότι τα δικαστήρια που αναφέρονται στο άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ διαθέτουν την ίδια εξουσία εκτιμήσεως όπως όλα τα άλλα εθνικά δικαστήρια ως προς το αν μία απόφαση επί ζητήματος του δικαίου της Ένωσης είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους αποφάσεως. Τα δικαστήρια αυτά δεν οφείλουν συνεπώς να παραπέμψουν ένα ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που ανέκυψε ενώπιόν τους, αν το ζήτημα αυτό δεν είναι ουσιώδες, δηλαδή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η απάντηση στο ζήτημα αυτό, οποιαδήποτε και αν είναι, δεν ασκεί καμία επιρροή στην έκβαση της δίκης (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Consiglio Nazionale dei Geologi, C-136/12, EU:C:2013:489, σκέψη 26).
Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες του οικείου κράτους μέλους, οι λόγοι που προβλήθηκαν ενώπιον δικαστηρίου που αναφέρεται στο άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να κριθούν απαράδεκτοι, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη και λυσιτελής για την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου αυτού.
(βλ. σκέψεις 42-44, 56, διατακτ. 3)