This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62015CJ0460
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 19ης Ιανουαρίου 2017.
Schaefer Kalk GmbH & Co. KG κατά Bundesrepublik Deutschland.
Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγία 2003/87/ΕΚ – Σχέδιο παρακολουθήσεως – Κανονισμός (ΕΕ) 601/2012 – Άρθρο 49, παράγραφος 1, και σημείο 10 του παραρτήματος IV – Υπολογισμός των εκπομπών της εγκαταστάσεως – Αφαίρεση του μεταφερθέντος διοξειδίου του άνθρακα (CO2) – Εξαίρεση του CO2 που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ιζήματος ανθρακικού ασβεστίου – Κύρος της εξαιρέσεως.
Υπόθεση C-460/15.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 19ης Ιανουαρίου 2017.
Schaefer Kalk GmbH & Co. KG κατά Bundesrepublik Deutschland.
Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγία 2003/87/ΕΚ – Σχέδιο παρακολουθήσεως – Κανονισμός (ΕΕ) 601/2012 – Άρθρο 49, παράγραφος 1, και σημείο 10 του παραρτήματος IV – Υπολογισμός των εκπομπών της εγκαταστάσεως – Αφαίρεση του μεταφερθέντος διοξειδίου του άνθρακα (CO2) – Εξαίρεση του CO2 που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ιζήματος ανθρακικού ασβεστίου – Κύρος της εξαιρέσεως.
Υπόθεση C-460/15.
Court reports – general
Υπόθεση C‑460/15
Schaefer Kalk GmbH & Co. KG
κατά
Bundesrepublik Deutschland
(αίτηση του Verwaltungsgericht Berlin
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Οδηγία 2003/87/ΕΚ – Σχέδιο παρακολουθήσεως – Κανονισμός (ΕΕ) 601/2012 – Άρθρο 49, παράγραφος 1, και σημείο 10 του παραρτήματος IV – Υπολογισμός των εκπομπών της εγκαταστάσεως – Αφαίρεση του μεταφερθέντος διοξειδίου του άνθρακα (CO2) – Εξαίρεση του CO2 που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ιζήματος ανθρακικού ασβεστίου – Κύρος της εξαιρέσεως»
Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 19ης Ιανουαρίου 2017
Περιβάλλον–Ατμοσφαιρική ρύπανση–Οδηγία 2003/87–Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου–Κανονισμός 601/2012–Παρακολούθηση των εν λόγω εκπομπών και υποβολή σχετικών εκθέσεων–Έννοια των εκπομπών–Συμπερίληψη του διοξειδίου του άνθρακα που μεταφέρεται από εγκατάσταση υποκείμενη στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου σε άλλη εγκατάσταση με σκοπό την παραγωγή ιζήματος ανθρακικού ασβεστίου–Δεν επιτρέπεται–Ανίσχυρο του κανονισμού βάσει της οδηγίας
(Κανονισμός 601/2012 της Επιτροπής, άρθρο 49 § 1, 2η περίοδος, και παράρτημα IV, σημείο 10· οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/29, άρθρα 3, στοιχείο βʹ, 12 § 3α και 14 § 1)
Περιβάλλον–Ατμοσφαιρική ρύπανση–Οδηγία 2003/87–Σκοπός–Μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου–Τήρηση των επιμέρους σκοπών που ορίζει η οδηγία–Προστασία της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς και των όρων ανταγωνισμού
(Οδηγία 2003/87 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/29, αιτιολογική σκέψη 5 και άρθρο 1)
Οι διατάξεις του άρθρου 49, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού (ΕΕ) 601/2012 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2012, για την παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και οι διατάξεις του σημείου 10, B, του παραρτήματος IV του ίδιου κανονισμού είναι ανίσχυρες, στον βαθμό που συμπεριλαμβάνουν συστηματικά στις εκπομπές μιας εγκαταστάσεως καύσεως ασβεστόλιθου το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) που μεταφέρεται σε άλλη εγκατάσταση ενόψει της παραγωγής CCP, είτε το εν λόγω διοξείδιο του άνθρακα απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα είτε όχι.
Η οικονομική λογική στην οποία στηρίζονται τα δικαιώματα εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/87, συνίσταται στο να γίνονται με το μικρότερο κόστος οι μειώσεις των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που είναι αναγκαίες για την επιτυχία ενός προκαθορισμένου για το περιβάλλον αποτελέσματος. Ειδικότερα, επιτρέποντας την πώληση των χορηγούμενων δικαιωμάτων, το σύστημα αυτό έχει ως σκοπό να παρακινήσει κάθε μετέχοντα σε αυτό να εκπέμπει ποσότητα αερίων θερμοκηπίου μικρότερη από τα δικαιώματα που του χορηγήθηκαν αρχικά, προκειμένου να μεταβιβάζει το πλεόνασμα σε άλλο μετέχοντα ο οποίος παράγει ποσότητα εκπομπών μεγαλύτερη από τα χορηγηθέντα δικαιώματα [βλ., ιδίως, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ.C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 32, καθώς και της 7ης Απριλίου 2016, Holcim (Ρουμανία) κατά Επιτροπής, C‑556/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:207, σκέψεις 64 και 65].
Επομένως, ένας από τους πυλώνες στους οποίους θεμελιώνεται το σύστημα που εγκαθιδρύει η οδηγία 2003/87 είναι η υποχρέωση των φορέων εκμεταλλεύσεως να παραδίδουν προς ακύρωση, πριν από τις 30 Απριλίου του τρέχοντος έτους, αριθμό δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου ίσο προς τις συνολικές εκπομπές τους κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ημερολογιακού έτους (απόφαση της 29ης Απριλίου 2015, Nordzucker, C‑148/14, EU:C:2015:287, σκέψη 29). Καθοριστικής επομένως σημασίας για την καλή λειτουργία του συστήματος που εγκαθιδρύει η οδηγία 2003/87 είναι να προσδιορίζονται οι εκπομπές που πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη από τους φορείς εκμεταλλεύσεως.
Σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/87, ως «εκπομπές» νοείται, για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής, η απελευθέρωση στην ατμόσφαιρα αερίων θερμοκηπίου από πηγές μιας εγκαταστάσεως. Από το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι η κατά την έννοια αυτής εκπομπή προϋποθέτει την απελευθέρωση αερίου θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα.
Πρέπει να επισημανθεί επ’ αυτού ότι είναι μεν αληθές ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3α, της οδηγίας 2003/87 προβλέπει όντως ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δεν υφίσταται υποχρέωση παραδόσεως δικαιωμάτων για εκπομπές που έχουν δεσμευθεί και μεταφερθεί για μόνιμη γεωλογική αποθήκευση σε εγκατάσταση η οποία διαθέτει έγκυρη άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2009/31. Εντούτοις, αντιθέτως προς την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, τούτο δεν σημαίνει ότι, κατά τον νομοθέτη της Ένωσης, οι φορείς εκμεταλλεύσεως απαλλάσσονται από την υποχρέωση παραδόσεως μόνο στην περίπτωση μόνιμης γεωλογικής αποθηκεύσεως.
Συγκεκριμένα, σε αντίθεση προς το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 601/2012, το οποίο προβλέπει ότι για κάθε άλλο είδος μεταφοράς CO2 δεν επιτρέπεται καμία αφαίρεση του CO2 από τις εκπομπές της εγκαταστάσεως, το άρθρο 12, παράγραφος 3α, της οδηγίας 2003/87 δεν περιέχει ανάλογο κανόνα.
Η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία δεν αφορά ουσιαστικά παρά μια ειδική περίπτωση και αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της αποθηκεύσεως των αερίων θερμοκηπίου, δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του ορισμού των «εκπομπών», κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 2003/87, ούτε, κατά συνέπεια, την τροποποίηση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1.
Εντούτοις, σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπου το CO2 που παράγεται από εγκατάσταση παραγωγής ασβέστου μεταφέρεται προς εγκατάσταση παραγωγής CCP, είναι προφανές ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 49, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 601/2012 και του σημείου 10, B, του παραρτήματος IV του ίδιου κανονισμού, το σύνολο του μεταφερθέντος CO2 –είτε τμήμα αυτού απελευθερώθηκε στην ατμόσφαιρα είτε όχι κατά τη μεταφορά του ή εξαιτίας διαρροών ή ακόμα και εξαιτίας της ίδιας της διαδικασίας παραγωγής– θεωρείται ότι εκπέμφθηκε από την εγκατάσταση παραγωγής ασβέστου στην οποία παρήχθη το CO2 αυτό, ενώ η μεταφορά αυτή θα μπορούσε να μην προκαλέσει καμία απελευθέρωση CO2 στην ατμόσφαιρα.. Όπως ανέφερε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 41 των προτάσεών της, οι διατάξεις αυτές δημιουργούν αμάχητο τεκμήριο ότι όλο το μεταφερθέν CO2 έχει απελευθερωθεί στην ατμόσφαιρα.
Οι ανωτέρω διατάξεις καταλήγουν επομένως στο να θεωρείται ότι το μεταφερθέν υπό τέτοιες συνθήκες CO2 εμπίπτει στην έννοια των «εκπομπών» κατά το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/87, μολονότι δεν απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα σε όλες τις περιπτώσεις. Επομένως, με το άρθρο 49, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 601/2012 και το σημείο 10, B, του παραρτήματος IV, η Επιτροπή διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής του όρου αυτού.
Επιπροσθέτως, συνεπεία του τεκμηρίου αυτού, οι οικείοι φορείς εκμεταλλεύσεως δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αφαιρέσουν από τις συνολικές εκπομπές της εγκαταστάσεώς τους παραγωγής ασβέστου την ποσότητα του CO2 που μεταφέρεται ενόψει της παραγωγής CCP, μολονότι το CO2 αυτό δεν απελευθερώνεται σε όλες τις περιπτώσεις στην ατμόσφαιρα. Η έλλειψη της δυνατότητας αυτής συνεπάγεται ότι τα δικαιώματα πρέπει να παραδίδονται για το σύνολο του CO2 που μεταφέρθηκε ενόψει της παραγωγής CCP και δεν μπορούν πλέον να πωλούνται ως πλεόνασμα, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων, σε μια περίπτωση που ωστόσο ανταποκρίνεται στον τελικό σκοπό της οδηγίας 2003/87 ο οποίος έγκειται στην προστασία του περιβάλλοντος μέσω της μειώσεως των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου (όσον αφορά τον σκοπό της οδηγίας 2003/87, βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 31).
Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή, έχοντας τροποποιήσει ένα ουσιώδες στοιχείο της οδηγίας 2003/87 κατά τη θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 49, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 601/2012 και του σημείου 10, B, του παραρτήματος IV του ίδιου κανονισμού, υπερέβη τα όρια που θέτει το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.
(βλ. σκέψεις 31-38, 41-43, 50, 51 και διατακτ.)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 30, 49)