EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CJ0164

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 21ης Δεκεμβρίου 2016.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Aer Lingus Ltd.
Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Εθνικός φόρος αεροπορικών μεταφορών – Εφαρμογή διαφορετικών συντελεστών – Μειωμένος συντελεστής για τις πτήσεις των οποίων ο προορισμός βρίσκεται σε απόσταση έως 300 χιλιομέτρων από τον εθνικό αερολιμένα – Πλεονέκτημα – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Εκτίμηση στην περίπτωση που το φορολογικό μέτρο δύναται να συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών – Ανάκτηση – Ειδικός φόρος καταναλώσεως.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-164/15 P και C-165/15 P.

Court reports – general

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑164/15 P και C‑165/15 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Aer Lingus Ltd
και
Ryanair Designated Activity Company

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Εθνικός φόρος αεροπορικών μεταφορών – Εφαρμογή διαφορετικών συντελεστών – Μειωμένος συντελεστής για τις πτήσεις των οποίων ο προορισμός βρίσκεται σε απόσταση έως 300 χιλιομέτρων από τον εθνικό αερολιμένα – Πλεονέκτημα – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Εκτίμηση στην περίπτωση που το φορολογικό μέτρο δύναται να συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών – Ανάκτηση – Ειδικός φόρος καταναλώσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 21ης Δεκεμβρίου 2016

  1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη–Έννοια–Ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων από τις δημόσιες αρχές–Εμπίπτει–Φορολογική ελάφρυνση η οποία συνιστά μέτρο γενικής ισχύος, το οποίο εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους επιχειρηματικούς φορείς–Δεν εμπίπτει

    (Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

  2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη–Έννοια–Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου–Εθνικό μέτρο ικανό να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής σε σχέση με άλλους/άλλες που βρίσκονται σε παρόμοια πραγματική και νομική κατάσταση

    (Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

  3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη–Έννοια–Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου–Εκτίμηση βασιζόμενη στη λήψη υπόψη της χρησιμοποιηθείσας νομοθετικής τεχνικής–Αποκλείεται

    (Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

  4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη–Έννοια–Φορολογικό μέτρο αντίθετο στις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης εκτός των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ–Αδυναμία χαρακτηρισμού ως κρατικής ενισχύσεως της εξαιρέσεως από αυτό το μέτρο ορισμένων υποκειμένων στον φόρο–Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

  5. Αναίρεση–Λόγοι–Λόγος που στρέφεται κατά σημείου του σκεπτικού το οποίο δεν είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση του διατακτικού της αποφάσεως–Αλυσιτελής λόγος

    (Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58)

  6. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη–Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα την ασυμβατότητα ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά και διατάσσουσα την κατάργησή της–Καθορισμός των υποχρεώσεων του κράτους μέλους–Υποχρέωση ανακτήσεως–Περιεχόμενο–Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση

    (Άρθρο 108 § 2, εδ. 1, ΣΛΕΕ)

  7. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη–Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως–Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση–Παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως–Δεν υφίσταται

    (Άρθρα 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ)

  1.  Η έννοια της ενισχύσεως είναι ευρύτερη από εκείνη της επιδοτήσεως διότι δεν περιλαμβάνει μόνο τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που βαρύνουν κανονικώς τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και, κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή του όρου έννοια, είναι της ιδίας φύσεως ή συνεπάγονται τα ίδια αποτελέσματα.

    Εκ των προαναφερθέντων συνάγεται ότι μέτρο διά του οποίου οι δημόσιες αρχές επιφυλάσσουν σε ορισμένες επιχειρήσεις ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση και το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων, περιάγει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από μέτρο γενικής ισχύος, το οποίο εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους επιχειρηματίες, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

    (βλ. σκέψεις 40, 41)

  2.  Όσον αφορά την εκτίμηση της προϋποθέσεως της επιλεκτικότητας, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιτάσσει να εξακριβώνεται αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, μπορεί ένα κρατικό μέτρο να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων οι οποίοι βρίσκονται, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει το εν λόγω καθεστώς, σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση.

    (βλ. σκέψη 51)

  3.  Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει μεταξύ των κρατικών παρεμβάσεων αναλόγως των τεχνικών που χρησιμοποιούνται από τις εθνικές αρχές.

    Μόνον τα αποτελέσματα του επίμαχου φορολογικού μέτρου έχουν σημασία στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του τυχόν χαρακτήρα του ως «κρατικής ενισχύσεως» και, ιδίως, προκειμένου να κριθεί εάν το μέτρο αυτό οδηγεί σε ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση των δικαιούχων του σε σχέση με τους λοιπούς υποκειμένους στον φόρο.

    (βλ. σκέψεις 58, 68)

  4.  Το ότι ένα φορολογικό μέτρο είναι αντίθετο προς άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης εκτός των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ δεν δύναται να αποκλείσει τον χαρακτηρισμό της απαλλαγής από το εν λόγω μέτρο της οποίας τυγχάνουν ορισμένοι υποκείμενοι στον φόρο ως κρατικής ενισχύσεως, ενόσω το επίμαχο μέτρο παράγει αποτελέσματα έναντι των λοιπών υποκειμένων στον φόρο και ούτε έχει καταργηθεί ούτε έχει κριθεί παράνομο και, κατά συνέπεια, μη εφαρμοστέο.

    Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Επιτροπή πρέπει, προκειμένου να χαρακτηρίσει ένα φορολογικό μέτρο ως κρατική ενίσχυση, να λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα αυτά και δεν μπορεί να τα αγνοήσει απλώς και μόνο για τον λόγο ότι οι υποκείμενοι στον φόρο οι οποίοι υπάγονται σε λιγότερο ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση μπορούν ενδεχομένως να λάβουν επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου τον οποίον έχουν καταβάλει, κατόπιν διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    (βλ. σκέψεις 69, 77)

  5.  Στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, οι αιτιάσεις κατά της αιτιολογίας που διατυπώνεται ως εκ περισσού σε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να απορρίπτονται ως αλυσιτελείς διότι δεν μπορούν να επιφέρουν ακύρωση της προσβαλλομένης απόφασης.

    (βλ. σκέψη 86)

  6.  Η υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να καταργήσει, διά ανακτήσεως, ενίσχυση την οποία η Επιτροπή κρίνει ως ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά αποσκοπεί στην επαναφορά στην προτέρα της χορηγήσεως της ενισχύσεως κατάσταση.

    Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται εφόσον οι επίμαχες ενισχύσεις, προσαυξημένες ενδεχομένως με τους τόκους υπερημερίας, επιστραφούν από τον δικαιούχο ή, διατυπωμένο διαφορετικά, από τις επιχειρήσεις οι οποίες πράγματι τις καρπώθηκαν. Με την επιστροφή αυτή, ο λαβών χάνει πράγματι το πλεονέκτημα του οποίου απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και τα πράγματα επανέρχονται στην προ της καταβολής κατάσταση.

    Επιπροσθέτως, η αποκατάσταση αυτή δεν συνεπάγεται διαφορετική ανασύσταση του παρελθόντος με βάση υποθετικά στοιχεία όπως οι συχνά σύνθετες επιλογές στις οποίες θα μπορούσαν να είχαν προβεί οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες, δεδομένου μάλιστα ότι οι πραγματοποιηθείσες με τη συμβολή της ενισχύσεως επιλογές ενδέχεται να αποδειχθούν μη αναστρέψιμες.

    Η ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής συνεπάγεται την επιστροφή του πλεονεκτήματος που αυτή εξασφάλισε στον δικαιούχο της και όχι την επιστροφή του τυχόν οικονομικού οφέλους που αυτός αποκόμισε από την εκμετάλλευση του συγκεκριμένου πλεονεκτήματος. Τέτοιο όφελος μπορεί να μην ταυτίζεται προς το πλεονέκτημα στο οποίο συνίσταται η ως άνω ενίσχυση, ή ακόμα και να αποδειχθεί ανύπαρκτο, χωρίς το γεγονός αυτό να δύναται να δικαιολογήσει τη μη ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής καθεαυτήν, ή την ανάκτηση ποσού διαφορετικού από εκείνο που συνιστά το πλεονέκτημα που εξασφαλίστηκε μέσω της επίμαχης παράνομης ενισχύσεως.

    Ιδίως όσον αφορά παράνομη ενίσχυση χορηγηθείσα υπό τη μορφή φορολογικού πλεονεκτήματος, η ανάκτηση της ενισχύσεως συνεπάγεται την υπαγωγή των συναλλαγών που όντως πραγματοποιήθηκαν από τους δικαιούχους της επίμαχης ενισχύσεως στη φορολογική μεταχείριση της οποίας θα ετύγχαναν ελλείψει της παράνομης ενισχύσεως.

    Τέλος, η ανάκτηση ποσού ίσου προς τη διαφορά μεταξύ του φόρου που θα οφειλόταν ελλείψει της κρατικής ενισχύσεως και του μικρότερου ποσού που καταβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν αυτού του μέτρου δεν συνιστά νέο, αναδρομικώς επιβαλλόμενο φόρο. Πρόκειται για ανάκτηση του τμήματος του αρχικού φόρου το οποίο δεν καταβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν της παράνομης απαλλαγής. Τέτοια ανάκτηση δεν συνιστά επίσης κύρωση.

    (βλ. σκέψεις 89-92, 93, 114)

  7.  Η υποχρέωση ανακτήσεως της ως άνω ενισχύσεως δεν παραβιάζει ούτε την αρχή της αναλογικότητας ούτε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Αφενός, η κατάργηση παράνομης ενίσχυσης μέσω της ανάκτησής της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπίστωσης του παράνομου χαρακτήρα της, οπότε η ανάκτηση της ενίσχυσης αυτής, με σκοπό την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

    Αφετέρου, οι λήπτες της ενισχύσεως, οι οποίοι υποχρεούνται να την επιστρέψουν, προδήλως δεν τελούν στην ίδια κατάσταση με τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν έτυχαν της ενισχύσεως και τις οποίες δεν αφορά η ανάκτηση, οπότε δεν τίθεται ζήτημα διαφορετικής μεταχειρίσεως ανάλογων καταστάσεων, κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    (βλ. σκέψεις 116, 117)

Top