EUR-Lex L'accès au droit de l'Union européenne

Retour vers la page d'accueil d'EUR-Lex

Ce document est extrait du site web EUR-Lex

Document 62015CJ0076

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 21ης Δεκεμβρίου 2016.
Paul Vervloet κ.λπ. κατά Ministerraad.
Προδικαστική παραπομπή – Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή το Βασίλειο του Βελγίου υπέρ των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών του ομίλου ARCO – Συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων – Οδηγία 94/19/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Σύστημα εγγυήσεως για την προστασία των μεριδίων των μελών, φυσικών προσώπων, των συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα – Δεν εμπίπτει – Άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ – Απόφαση της Επιτροπής κηρύσσουσα την ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά.
Υπόθεση C-76/15.

Recueil – Recueil général

Υπόθεση C‑76/15

Paul Vervloet κ.λπ.

κατά

Ministerraad

(αίτηση του Grondwettelijk Hof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή το Βασίλειο του Βελγίου υπέρ των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών του ομίλου ARCO – Συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων – Οδηγία 94/19/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Σύστημα εγγυήσεως για την προστασία των μεριδίων των μελών, φυσικών προσώπων, των συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα – Δεν εμπίπτει – Άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ – Απόφαση της Επιτροπής κηρύσσουσα την ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 21ης Δεκεμβρίου 2016

  1. Προδικαστικά ερωτήματα–Παραδεκτό–Αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και λυσιτέλεια των ερωτημάτων που τίθενται–Εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου–Τεκμήριο λυσιτέλειας των υποβληθέντων ερωτημάτων

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  2. Ελευθερία εγκαταστάσεως–Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών–Πιστωτικά ιδρύματα–Συστήματα εγγύησης καταθέσεων–Οδηγία 94/19–Πεδίο εφαρμογής–Κατάθεση–Έννοια–Μερίδια των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα–Δεν εμπίπτουν

    (Οδηγία 94/19 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2005/1, άρθρο 1, σημείο 1, εδ. 1 και 2)

  3. Ελευθερία εγκαταστάσεως–Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών–Πιστωτικά ιδρύματα–Συστήματα εγγύησης των καταθέσεων–Οδηγία 94/19–Πεδίο εφαρμογής–Αναγνωρισμένοι συνεταιρισμοί οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα–Δεν εμπίπτουν

    (Οδηγία 94/19 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/1, άρθρο 1, σημεία 1, εδ. 1, και 4)

  4. Ελευθερία εγκαταστάσεως–Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών–Πιστωτικά ιδρύματα–Συστήματα εγγύησης των καταθέσεων–Οδηγία 94/19–Εθνική ρύθμιση που προβλέπει σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα–Επιτρέπεται–Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 107 ΣΛΕΕ και 108 ΣΛΕΕ· οδηγία 94/19 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2005/1, άρθρα 2 και 3)

  5. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη–Έννοια–Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους–Σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα–Εμπίπτει

    (Άρθρο 107 ΣΛΕΕ)

  6. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη–Έννοια–Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου–Σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα–Εμπίπτει

    (Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ· οδηγία 94/19 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2005/1, αιτιολογική σκέψη 1)

  7. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη–Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών–Νόθευση του ανταγωνισμού–Σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα–Κριτήρια εκτιμήσεως

    (Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

  8. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη–Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασύμβατο ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά–Υποχρέωση αιτιολογήσεως–Περιεχόμενο

    (Άρθρα 107 § 1 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

  9. Προσφυγή ακυρώσεως–Λόγοι–Έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκής αιτιολογία–Λόγος διαφορετικός από εκείνον που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα

    (Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

  10. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη–Σχέδια ενισχύσεων–Υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως και προσωρινής αναστολής της υλοποιήσεως του μέτρου ενισχύσεως–Περιεχόμενο

    (Άρθρα 107 § 1 ΣΛΕΕ και 108 § 3 ΣΛΕΕ)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 56, 57)

  2.  Όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 94/19, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/1, από τον ίδιο τον τίτλο της προκύπτει ότι η οδηγία αυτή αφορά τα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων. Κατά το άρθρο 1, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, ως «κατάθεση» νοείται, για τους σκοπούς της, αφενός, κάθε πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή από μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές, το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να επιστρέψει βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, καθώς και, αφετέρου, κάθε χρέος για το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα αυτό έχει εκδώσει παραστατικούς τίτλους. Στον ορισμό αυτό δεν εμπίπτουν μερίδια των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Πράγματι, είναι προφανές ότι τέτοια μερίδια συνιστούν κατά βάση συμμετοχή σ’ αυτό καθαυτό το κεφάλαιο μιας εταιρίας, ενώ οι καταθέσεις στις οποίες αναφέρεται η οδηγία 94/19 διαφέρουν καθόσον ανήκουν στις δανειακές υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος.

    Επιπλέον, ενώ οι καταθέσεις πρέπει, βάσει του ορισμού που τους δίνει το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 94/19, να επιστρέφονται στον δικαιούχο βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, το ποσό που λαμβάνει, σε περίπτωση αποσύρσεως, ο κάτοχος των μεριδίων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα αντανακλά την εξέλιξη της αποδόσεως των συνεταιρισμών αυτών. Η κτήση τέτοιων μεριδίων προσιδιάζει, επομένως, περισσότερο στην κτήση εταιρικών μετοχών, ως προς τις οποίες η οδηγία 94/19 δεν προβλέπει καμία εγγύηση, παρά σε τοποθέτηση σε τραπεζικό λογαριασμό. Εξάλλου, τα μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς τα μερίδια των βρετανικών ή των ιρλανδικών building societies, τα οποία αντιμετωπίζονται ως καταθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 94/19. Κανένα στοιχείο στο γράμμα ή στο ιστορικό θεσπίσεως της διατάξεως αυτής δεν υποδηλώνει ότι ενδέχεται να περιλαμβάνει και άλλα μέσα πέραν όσων ρητώς μνημονεύει. Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη αποκλείει ρητώς από την προμνησθείσα επέκταση τα μερίδια εκείνα των building societies που αποτελούν στοιχείο του κεφαλαίου.

    (βλ. σκέψεις 65-69)

  3.  Όσον αφορά το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 94/19, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2005/1, κοινό σημείο των δύο ειδών καταθέσεων του άρθρου 1, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής είναι ότι έχουν πραγματοποιηθεί σε πιστωτικό ίδρυμα. Το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 94/19 ορίζει ως πιστωτικό ίδρυμα την επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στο να δέχεται καταθέσεις από το κοινό ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια και να χορηγεί πιστώσεις για λογαριασμό της. Δεν είναι προφανές ότι αναγνωρισμένοι συνεταιρισμοί που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα δέχονται καταθέσεις από το κοινό ή χορηγούν τακτικά, όπως οι τράπεζες, πιστώσεις για δικό τους λογαριασμό. Επομένως, μερίδια των συνεταιρισμών αυτών δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής ούτε στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 94/19.

    (βλ. σκέψεις 70-72)

  4.  Τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας 94/19, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2005/1, έχουν την έννοια ότι δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη να καθιερώνουν σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα ούτε αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους καθιέρωση ενός τέτοιου συστήματος, εφόσον το σύστημα αυτό δεν υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων που η οδηγία αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθιερώσουν, πράγμα που εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, και εφόσον είναι συμβατό με τη Συνθήκη ΛΕΕ, ιδίως με τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ.

    (βλ. σκέψη 87, διατακτ. 1)

  5.  Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, ενός συστήματος εγγυήσεως των μεριδίων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η προϋπόθεση σχετικά με το πλεονέκτημα που παρέχεται με την παρέμβαση του κράτους πληρούται όταν ένας όμιλος συνεταιρισμών ευνοείται από το σύστημα αυτό, το οποίο άλλωστε ζήτησαν οι ίδιοι οι συνεταιρισμοί, αντιθέτως προς τους λοιπούς αναγνωρισμένους συνεταιρισμούς που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, και από το οποίο αποκόμισαν εν συνεχεία πλεονέκτημα. Πράγματι, χάρη σ’ αυτό το σύστημα εγγυήσεως, ο εν λόγω όμιλος προφυλάχθηκε από την επικείμενη έξοδο των ιδιωτών επενδυτών από τον όμιλο αυτόν και κατέστη επομένως ικανός, ταυτοχρόνως, να συμβάλει, ως βασικός μέτοχος, στην ανακεφαλαιοποίηση μιας τράπεζας εθνικής σημασίας. Η περίσταση ότι και άλλοι ενδιαφερόμενοι, ήτοι οι ιδιώτες μεριδιούχοι των συνεταιρισμών του εν λόγω ομίλου, καθώς και η επίμαχη τράπεζα, μπόρεσαν επίσης να αποκομίσουν ορισμένα πλεονεκτήματα δυνάμει του εν λόγω συστήματος εγγυήσεως δεν είναι δυνατόν να αποκλείσει το ότι ο προμνησθείς όμιλος πρέπει να θεωρηθεί δικαιούχος του.

    (βλ. σκέψεις 89, 91, 94, 95)

  6.  Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιβάλλει να εξετάζεται κατά πόσον, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής έναντι άλλων οι οποίοι τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.

    Όσον αφορά ένα σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων το οποίο επεκτάθηκε από το κράτος μέλος στα μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η υπαγωγή στο σύστημα αυτό παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στους συνεταιρισμούς αυτούς σε σχέση με άλλους οικονομικούς φορείς που προσφέρουν προς πώληση τα μερίδιά τους υπό τη μορφή μετοχών χωρίς να ωφελούνται από τέτοιο σύστημα εγγυήσεως. Πλην όμως, οι αναγνωρισμένοι συνεταιρισμοί που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα τελούν –από πλευράς του επιδιωκόμενου από το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων σκοπού, ο οποίος, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/19, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/1, συνίσταται στην προστασία των αποταμιευτών σε περίπτωση μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων στα πιστωτικά ιδρύματα και στην ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος– σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, παρά ορισμένες ιδιαιτερότητες που απορρέουν από τη νομική μορφή των εν λόγω συνεταιρισμών, με εκείνη άλλων οικονομικών φορέων –είτε πρόκειται για συνεταιρισμούς είτε όχι– οι οποίοι διαθέτουν προς πώληση τα μερίδιά τους υπό τη μορφή μετοχών, διαθέτοντας με τον τρόπο αυτό στο κοινό ένα είδος επενδύσεως κεφαλαίων που δεν καλύπτεται από το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων.

    Κατά συνέπεια, η επέκταση του συστήματος εγγυήσεως στα μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα έχει ως αποτέλεσμα την παροχή οικονομικού πλεονεκτήματος στους συνεταιρισμούς αυτούς σε σχέση με άλλους οικονομικούς φορείς οι οποίοι τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου από το εν λόγω σύστημα σκοπού, σε πραγματική και νομική κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των προμνησθέντων συνεταιρισμών και, ως εκ τούτου, έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

    (βλ. σκέψεις 98-101)

  7.  Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενισχύσεως ενός συστήματος εγγυήσεως των μεριδίων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η περίσταση ότι η αξία των μεριδίων που κατέχουν τα μέλη, φυσικά πρόσωπα, των εν λόγω συνεταιρισμών είναι κατά κανόνα μικρής σημασίας δεν είναι ικανή να αποκλείσει ότι το επίμαχο σύστημα εγγυήσεως νοθεύει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Οι επιπτώσεις ενός τέτοιου συστήματος στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών πρέπει, πράγματι, να εκτιμώνται σε σχέση με το σύνολο των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα τον οποίο αυτό καλύπτει και όχι σε σχέση με το εγγυημένο κεφάλαιο ενός συγκεκριμένου μέλους, φυσικού προσώπου. Εν πάση περιπτώσει, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori το ενδεχόμενο επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

    (βλ. σκέψεις 106, 107)

  8.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 110, 111, 113, 114)

  9.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 116)

  10.  Η προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΣΛΕΕ απαγόρευση εφαρμογής σχεδίων για τη θέσπιση ή την τροποποίηση ενισχύσεων πριν από την τελική απόφαση της Επιτροπής, έχει ως σκοπό να κατοχυρώσει ότι, προ της επελεύσεως των αποτελεσμάτων ενός συστήματος ενισχύσεων, η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της εύλογη προθεσμία για να εξετάσει το σχέδιο διεξοδικώς και, ενδεχομένως, να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    Συναφώς, όσον αφορά μέτρο που συνίσταται στην ένταξη των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα σε ένα σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μια κοινοποίηση στην Επιτροπή που έλαβε χώρα σε προχωρημένο στάδιο, τουτέστιν την ημερομηνία κατά την οποία έγινε δεκτό από το οικείο κράτος μέλος το αίτημα προστασίας, μέσω αυτού του συστήματος εγγυήσεως, του κεφαλαίου των συνεταιρισμών αυτών, έγινε εγκαίρως, κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Η κοινοποίηση του εν λόγω συστήματος αυτού πραγματοποιήθηκε, εν πάση περιπτώσει, όταν το σύστημα αυτό δεν βρισκόταν πλέον στο στάδιο του σχεδίου, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως. Κατά συνέπεια, σημειώθηκε παραβίαση της αρχής του προληπτικού ελέγχου της Επιτροπής. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε τέτοιο σύστημα εγγυήσεως, στο μέτρο που αυτό τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διάταξη αυτή.

    (βλ. σκέψεις 120, 123, 124, 126, 128, διατακτ. 3)

Haut