This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62014FJ0026
CN κατά Κοινοβουλίου
CN κατά Κοινοβουλίου
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)
της 26ης Μαρτίου 2015
Παναγιώτης Σταμούλης
κατά
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
«Υπαλληλική υπόθεση — Διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί — Αίτημα αρωγής — Ηθική παρενόχληση»
Αντικείμενο
:
Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο Π. Σταμούλης ζητεί να ακυρωθεί η σιωπηρή απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί απορρίψεως του αιτήματος αρωγής της 13ης Φεβρουαρίου 2013, να ακυρωθεί η απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2013 περί απορρίψεως της διοικητικής του προσφυγής η οποία ασκήθηκε στις 26 Αυγούστου 2013, καθώς και να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να του καταβάλει ποσό ύψους 7500 ευρώ ως αποκατάσταση της υλικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη και ποσό ύψους 50000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.
Απόφαση
:
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την οποία απερρίφθη σιωπηρώς το αίτημα αρωγής του Π. Σταμούλη της 13ης Φεβρουαρίου 2013 ακυρώνεται. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2013 με την οποία απερρίφθη η διοικητική ένσταση του Π. Σταμούλη της 26ης Αυγούστου 2013 ακυρώνεται. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποχρεώνεται να καταβάλει στον Π. Σταμούλη ποσό ύψους 45785,29 ευρώ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα και τα δικαστικά έξοδα του Π. Σταμούλη.
Περίληψη
Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Πηγή της παρενοχλήσεως – Φερόμενος δράστης της παρενοχλήσεως – Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Εμπίπτει
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α §§ 1 και 2)
Υπάλληλοι – Υποχρέωση αρωγής που βαρύνει τη Διοίκηση – Εφαρμογή στις περιπτώσεις ηθικής παρενοχλήσεως – Εντοπισμός του δράστη της παρενοχλήσεως – Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αρωγής
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α, 24 και 90· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 31 § 1)
Υπάλληλοι – Καθήκον μέριμνας που υπέχει η Διοίκηση – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Περιεχόμενο – Αίτημα αρωγής σχετικά με προβαλλόμενη ηθική παρενόχληση – Στοιχεία τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεως
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 12α και 24)
Τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 12α του ΚΥΚ έχουν εφαρμογή όταν ο δράστης της παρενοχλήσεως είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μολονότι είναι, βεβαίως, αληθές ότι το άρθρο 12α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ εφαρμόζεται μόνο στους υπαλλήλους, είναι επίσης αληθές ότι η δεύτερη παράγραφος της διατάξεως αυτής αναφέρεται στον υπάλληλο που είναι θύμα ηθικής παρενοχλήσεως χωρίς καμία διευκρίνιση ως προς την πηγή της παρενοχλήσεως αυτής. Επομένως, η πρώτη παράγραφος της εν λόγω διατάξεως δεν απαγορεύει, αφ’ εαυτής, στο Κοινοβούλιο να ενεργήσει, όταν ο φερόμενος ως δράστης της παρενοχλήσεως είναι μέλος του οργάνου αυτού.
(βλ. σκέψη 36)
Παραπομπή:ΔΔΔΕΕ: απόφαση CH κατά Κοινοβουλίου, F‑129/12, EU:F:2013:203, σκέψη 51
Σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη συμβουλευτική επιτροπή για την παρενόχληση και την πρόληψή της στον χώρο εργασίας, κατόπιν προσφυγής στη συμβουλευτική επιτροπή για την παρενόχληση από μόνιμο ή έκτακτο υπάλληλο του εν λόγω θεσμικού οργάνου, τούτη έχει ειδική αρμοδιότητα κατά την, κατά περίπτωση, εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12α του ΚΥΚ, κύριο καθήκον της δε είναι, βάσει του άρθρου 5 των ως άνω κανόνων, να μεριμνήσει για την πρόληψη ή την παύση της συμπεριφοράς η οποία συνιστά παρενόχληση, εργαζόμενη προς αυτόν τον σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 7 των ίδιων κανόνων, «με πλήρη αυτοτέλεια, ανεξαρτησία και εμπιστευτικότητα».
Προκύπτει ιδίως από τα άρθρα 10 και 11 των εσωτερικών κανόνων ότι η προσφυγή ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής για την παρενόχληση από μόνιμο ή μη υπάλληλο του εν λόγω θεσμικού οργάνου δεν συναρτάται προς την προσκόμιση ορισμένων πρώτων αποδεικτικών στοιχείων εκ των οποίων να διαφαίνεται περίπτωση παρενοχλήσεως και ότι, αντιθέτως, κατόπιν της προσφυγής, η επιτροπή αυτή υποχρεούται να εκπληρώσει τα καθήκοντά της χωρίς η άσκηση των καθηκόντων αυτών να συναρτάται προς οποιαδήποτε προηγούμενη απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, εκτός εάν η ίδια η ως άνω επιτροπή προσφύγει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συναφώς, δυνάμει ιδίως του άρθρου 14 των εσωτερικών κανόνων.
Ως εκ τούτου, έρχεται προδήλως σε αντίθεση προς τους εσωτερικούς κανόνες, αφενός, η άρνηση της συμβουλευτικής επιτροπής για την παρενόχληση να επιληφθεί υπό το πρόσχημα ότι ο φερόμενος ως δράστης της παρενοχλήσεως διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού ήταν ο βουλευτής αναφοράς του, καίτοι τέτοιος αποκλεισμός αρμοδιότητας ουδόλως προβλέπεται από τους ως άνω κανόνες, και, αφετέρου, η απόρριψη από το Κοινοβούλιο της διοικητικής ενστάσεως του ενδιαφερομένου με το επιχείρημα ότι οι ισχυρισμοί περί παρενοχλήσεως που προέβαλε ο τελευταίος ενώπιον της ως άνω επιτροπής βάσει του άρθρου 9 των προαναφερθέντων κανόνων δεν στηρίζονταν σε κανένα πρώτο αποδεικτικό υλικό, καίτοι οι ίδιοι κανόνες πουθενά δεν προβλέπουν τέτοια προϋπόθεση παραδεκτού για την εξέταση αιτήματος από τη συμβουλευτική επιτροπή για την παρενόχληση.
Επίσης προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του ΚΥΚ, η έλλειψη απαντήσεως από τη συμβουλευτική επιτροπή για την παρενόχληση επί αιτήματος υπαλλήλου ισοδυναμεί προς σιωπηρή απόρριψη από την αρχή που είναι αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων.
Ούτε ο σκοπός ούτε το περιεχόμενο των εσωτερικών κανόνων μπορούν να δικαιολογήσουν ερμηνεία βάσει της οποίας η συμβουλευτική επιτροπή για την παρενόχληση δεν έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί της περιπτώσεως διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού ο οποίος εκτιμά ότι έχει πέσει θύμα παρενοχλήσεως, και να εξετάσει αίτημα αρωγής που υπεβλήθη, συναφώς, από αυτόν.
Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι διαφορετική ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το άρθρο 12α του ΚΥΚ και να ματαιώσει την προστασία που παρέχεται βάσει της διατάξεως αυτής στους διαπιστευμένους κοινοβουλευτικούς βοηθούς κατά της ηθικής παρενοχλήσεως της οποίας αυτοί θα μπορούσαν να πέσουν θύματα από μέλος του Κοινοβουλίου. Το αποτέλεσμα αυτό θα ερχόταν προδήλως σε αντίθεση προς το άρθρο 31, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ορίζει ρητώς ότι κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του.
(βλ. σκέψεις 40 έως 43, 46 και 47)
Παραπομπή:ΔΔΔΕΕ: απόφαση CH κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2013:203, σκέψη 59
Το καθήκον μέριμνας της Διοίκησης έναντι των υπαλλήλων της, καθώς και η αρχή της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν κυρίως στην αρμόδια αρχή, όταν αποφαίνεται σχετικά με την κατάσταση ενός μόνιμου ή μη μόνιμου υπαλλήλου δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, την υποχρέωση να εξετάζει το σύνολο των στοιχείων που ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφασή της και να λαμβάνει υπόψη, κατά την εξέταση αυτή, όχι μόνο το συμφέρον της υπηρεσίας αλλά και το συμφέρον του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.
Επομένως, η Διοίκηση δεν μπορεί να απορρίψει αίτημα αρωγής σχετικά με προβαλλόμενη παρενόχληση κρίνοντας ότι ο οικείος υπάλληλος δεν προσκόμισε εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία για τους προβληθέντες ισχυρισμούς του, όταν αποδεικνύεται ότι η ίδια διαθέτει άλλα στοιχεία, ικανά να αποδείξουν την προβαλλόμενη παρενόχληση. Οσάκις η Διοίκηση αποφαίνεται δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της επί τέτοιου αιτήματος.
Το Κοινοβούλιο, καθόσον είχε στη διάθεσή του πληροφορίες οι οποίες αποτελούσαν ενδείξεις ικανές να δημιουργήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το εάν επληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 12α του ΚΥΚ, παρέβη το καθήκον του μέριμνας ως προς τον οικείο υπάλληλο, καθόσον απέρριψε τη διοικητική ένσταση του τελευταίου κατά της σιωπηρής απορρίψεως του αιτήματός του αρωγής απλώς και μόνο για τον λόγο ότι αυτός δεν είχε προσκομίσει εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία για την προβαλλόμενη ηθική παρενόχληση, και χωρίς καν να εξετάσει εάν, ενόψει παρόμοιων στοιχείων, έπρεπε να ληφθούν κατάλληλα μέτρα, ιδίως να πραγματοποιηθεί έρευνα, προκειμένου να αποδειχθεί, ενδεχομένως, εάν ευσταθούσαν τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων ασκήθηκε η προσφυγή του και να αρθούν οι αμφιβολίες ως προς την τήρηση των διατάξεων του ΚΥΚ οι οποίες προαναφέρθηκαν.
(βλ. σκέψεις 51, 52, 56 και 57)
Παραπομπή:ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις Klug κατά EMEA, F‑35/07, EU:F:2008:150, σκέψη 67· Donati κατά ΕΚΤ, F‑63/09, EU:F:2012:193, σκέψη 94, και Radelet κατά Επιτροπής, F‑7/13, EU:F:2014:217, σκέψη 97