EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0363

Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου

Υπόθεση C‑363/14

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Προσφυγή ακυρώσεως — Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Ευρωπόλ — Κατάλογος τρίτων κρατών και οργανισμών με τα οποία η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες — Καθορισμός της νομικής βάσεως — Εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας — Μεταβατικές διατάξεις — Νομική βάση που έχει καθοριστεί από το παράγωγο δίκαιο — Διάκριση μεταξύ νομοθετικών πράξεων και εκτελεστικών μέτρων — Διαβουλεύσεις με το Κοινοβούλιο — Πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 10ης Σεπτεμβρίου 2015

  1. Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) – Σύναψη σχέσεων με τρίτα κράτη – Απόφαση 2014/269 για την τροποποίηση του καταλόγου τρίτων κρατών και οργανισμών με τα οποία η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες – Νομική βάση – Κατάργηση του άρθρου 34 ΕΕ – Δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της αποφάσεως 2014/269

    [Άρθρο 34 ΕΕ· αποφάσεις του Συμβουλίου 2009/371, άρθρο 26 § 1, στοιχείο αʹ, 2009/934, άρθρα 5 και 6, 2009/935 και 2014/269]

  2. Πράξεις των οργάνων – Επιλογή της νομικής βάσεως – Επιλογή που πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο

    (Άρθρο 5 ΣΕΕ)

  3. Πράξεις των οργάνων – Προπαρασκευαστική διαδικασία – Κανόνες των Συνθηκών – Επιτακτικός χαρακτήρας – Δυνατότητα θεσμικού οργάνου να δημιουργεί παράγωγες νομικές βάσεις – Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 13 §, ΣΕΕ)

  4. Πράξεις των οργάνων – Βασικό νομοθέτημα και εκτελεστικό μέτρο – Εκτελεστικό μέτρο που δεν μπορεί να τροποποιεί ή να συμπληρώνει τα ουσιώδη στοιχεία του βασικού νομοθετήματος – Χαρακτηρισμός στοιχείων ως ουσιωδών – Συνεκτίμηση των χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων του ρυθμιζόμενου θέματος – Τροποποίηση, με εκτελεστικό μέτρο, του καταλόγου τρίτων κρατών και οργανισμών με τα οποία η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) συνάπτει συμφωνίες – Επιτρέπεται – Τροποποίηση η οποία δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του βασικού νομοθετήματος

    (Άρθρο 290 ΣΛΕΕ· αποφάσεις του Συμβουλίου 2009/371, άρθρο 23, και 2009/934, άρθρο 5 § 4)

  5. Προσφυγή ακυρώσεως – Προσβαλλόμενη πράξη – Εκτίμηση της νομιμότητας βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως

    (Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

  6. Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Νομική βάση – Άρθρο 34 ΕΕ – Μέτρα εκτελέσεως των αποφάσεων του Συμβουλίου – Λήψη μέτρων η οποία δεν προϋποθέτει προηγούμενη πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής

    [Άρθρο 34 § 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ· αποφάσεις του Συμβουλίου 2009/371, άρθρο 23, 2009/934, άρθρα 5 § 4, και 6, 2009/935, άρθρο 1, και 2014/269]

  7. Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Μεταβατικές διατάξεις – Διατήρηση των αποτελεσμάτων πράξεων που έχουν εκδοθεί βάσει της Συνθήκης ΕΕ – Μη συμβατός χαρακτήρας με τους διαδικαστικούς κανόνες που εφαρμόζονται μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας – Δεν ασκεί επιρροή

    [Άρθρο 290 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο 36 που έχει προσαρτηθεί στις Συνθήκες ΕΕ και ΣΛΕΕ, άρθρο 9· απόφαση 2009/371 του Συμβουλίου, άρθρο 26 § 1, στοιχείο aʹ]

  8. Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) – Σύναψη σχέσεων με τρίτα κράτη – Τροποποίηση του καταλόγου τρίτων κρατών και οργανισμών με τα οποία η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες – Υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο – Περιεχόμενο

    [Άρθρο 39 § 1 ΕΕ· άρθρο 291 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο 36 που έχει προσαρτηθεί στις Συνθήκες ΕΕ και ΣΛΕΕ, άρθρο 9· αποφάσεις του Συμβουλίου 2009/371, άρθρο 26 § 1, στοιχείο αʹ, και 2009/935]

  9. Πράξεις των οργάνων – Προπαρασκευαστική διαδικασία – Διαβουλεύσεις με το Κοινοβούλιο – Εσφαλμένη επιλογή διαδικασίας προαιρετικής διαβουλεύσεως – Νομιμότητα – Προϋποθέσεις

  1.  Λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της αποφάσεως 2009/935, αναφορικά με τον κατάλογο τρίτων κρατών και οργανισμών με τα οποία η Ευρωπόλ συνάπτει συμφωνίες, η οποία, καταρχήν, πρέπει να μνημονεύει τη νομική βάση στην οποία αυτή στηρίζεται, προκειμένου να τηρείται η υποχρέωση αιτιολογήσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η απόφαση αυτή έχει ως βάση της το άρθρο 34 ΕΕ. Πράγματι, η απόφαση αυτή δεν περιέχει μνεία του άρθρου 34 ΕΕ και το προοίμιό της παραπέμπει ρητώς στο άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2009/371, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ), καθώς και στα άρθρα 5 και 6 της αποφάσεως 2009/934, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής που διέπουν τις σχέσεις της Ευρωπόλ με τους εταίρους της, περιλαμβανομένης της ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και διαβαθμισμένων πληροφοριών.

    Ακόμη και αν όντως το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ αποτελούσε τη μόνη δυνατή νομική βάση για τη λήψη μέτρου όπως η απόφαση 2014/269, η διαπίστωση αυτή δεν έχει συναφώς σημασία, στο μέτρο που από τη ρητή επιλογή του Συμβουλίου να μνημονεύσει στην προσβαλλόμενη απόφαση όχι τη διάταξη αυτή, αλλά το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2009/371, καθώς και τα άρθρα 5 και 6 της αποφάσεως 2009/934 προκύπτει σαφώς ότι η απόφαση 2014/269 έχει ως βάση της τις εν λόγω διατάξεις αυτές καθεαυτές. Επομένως, η κατάργηση του άρθρου 34 ΕΕ με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν καθιστά την απόφαση 2014/269 άνευ νομικής βάσεως.

    (βλ. σκέψεις 23, 24, 26, 28)

  2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 41)

  3.  Στο μέτρο κατά το οποίο οι κανόνες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η βούληση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης προβλέπονται από τις Συνθήκες και είναι δεσμευτικοί τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ίδια τα όργανα, μόνον οι Συνθήκες μπορούν, σε ειδικές περιπτώσεις, να εξουσιοδοτούν ένα θεσμικό όργανο να τροποποιεί διαδικασία λήψεως αποφάσεως την οποία αυτές θεσπίζουν. Επομένως, η τυχόν αναγνώριση σε ένα όργανο της δυνατότητας να δημιουργεί, με διατάξεις του παράγωγου δικαίου, νέες νομικές βάσεις που επιτρέπουν την έκδοση νομοθετικών πράξεων ή τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, ανεξαρτήτως του αν η αναγνώριση της δυνατότητας αυτής έχει ως σκοπό να ενισχύσει ή να απλοποιήσει τους διαδικαστικούς κανόνες εκδόσεως της πράξεως, θα ισοδυναμούσε με απονομή στο όργανο αυτό νομοθετικής εξουσίας η οποία θα υπερέβαινε τα όρια που προβλέπουν σχετικώς οι Συνθήκες.

    (βλ. σκέψη 43)

  4.  Η θέσπιση των ουσιωδών κανόνων ρυθμιζόμενου θέματος, όπως είναι η αστυνομική συνεργασία, ανήκει αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης και οι κανόνες αυτοί πρέπει να περιλαμβάνονται στο σώμα των οικείων βασικών νομοθετημάτων. Εξ αυτού έπεται ότι δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο εξουσιοδοτήσεως ή εκτελεστικών πράξεων οι διατάξεις που θεσπίζουν τα ουσιώδη στοιχεία ορισμένου βασικού νομοθετήματος, του οποίου η έκδοση προϋποθέτει πολιτικές επιλογές που εμπίπτουν στην αποκλειστική ευθύνη του νομοθέτη της Ένωσης. Συναφώς, ο εντοπισμός των στοιχείων ορισμένου ρυθμιζόμενου θέματος που πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ουσιώδη πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία δυνάμενα να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου και επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά και οι ιδιαιτερότητες του σχετικού θεματικού τομέα.

    Όσον αφορά τον κατάλογο τρίτων κρατών και οργανισμών με τα οποία η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) συνάπτει συμφωνίες, ο οποίος είναι προσαρτημένος στην απόφαση 2009/935, για τον καθορισμό του καταλόγου αυτού, η τροποποίησή του δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του θέματος που ρυθμίζεται με την απόφαση 2009/371, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ), και, επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη δυνατότητα να προβλέψει ότι η τροποποίηση αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω εκτελεστικής πράξεως. Πράγματι, η σύναψη σχέσεων μεταξύ της Ευρωπόλ και τρίτων κρατών αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα σε σχέση με τις δράσεις της Ευρωπόλ, δεδομένου ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2009/371, η δημιουργία και διατήρηση σχέσεων με τα κράτη αυτά είναι δυνατή, μόνον εφόσον τούτο είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων της Ευρωπόλ. Εξάλλου, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει καθιερώσει τον κανόνα της δημιουργίας και διατηρήσεως τέτοιων σχέσεων, έχει καθορίσει τον σκοπό του οποίου την επίτευξη πρέπει να επιδιώκουν οι σχέσεις αυτές και έχει προσδιορίσει το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εντάσσονται οι εν λόγω σχέσεις. Επομένως, έστω και αν η τυχόν απόφαση περί τροποποιήσεως του καταλόγου συνεπάγεται ορισμένες σταθμίσεις που έχουν τεχνική ή πολιτική διάσταση, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προϋποθέτουσα πολιτικές επιλογές που εμπίπτουν στην αποκλειστική ευθύνη του νομοθέτη της Ένωσης.

    Βεβαίως, η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που μπορεί να εγκρίνεται βάσει συμφωνιών συνομολογούμενων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 της αποφάσεως 2009/371, ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα των εμπλεκόμενων προσώπων και, αφετέρου, ορισμένες από τις επεμβάσεις αυτές μπορούν να είναι τόσο σημαντικές ώστε να καθιστούν αναγκαία την παρέμβαση του νομοθέτη της Ένωσης. Εντούτοις, ο καθαυτό κανόνας της διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ορισμένα τρίτα κράτη και το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να πραγματοποιείται η διαβίβαση αυτή έχουν καθοριστεί από τον νομοθέτη, καθόσον το άρθρο 23, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2009/371 και το άρθρο 5, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2009/934, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής που διέπουν τις σχέσεις της Ευρωπόλ με τους εταίρους της, περιλαμβανομένης της ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και διαβαθμισμένων πληροφοριών, προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τη διενέργεια αξιολογήσεως όσον αφορά τη διασφάλιση από το εμπλεκόμενο τρίτο κράτος ικανοποιητικού επιπέδου προστασίας των δεδομένων. Εν πάση περιπτώσει, η καταχώριση τρίτου κράτους στον κατάλογο δεν καθιστά αυτή καθεαυτήν δυνατή τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς το κράτος αυτό, διότι τέτοια διαβίβαση είναι δυνατή μόνον κατόπιν συνάψεως συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπόλ και του εν λόγω κράτους, που να επιτρέπει ειδικώς τη διαβίβαση τέτοιων δεδομένων.

    (βλ. σκέψεις 46, 47, 49-51, 53-55, 57)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 59)

  6.  Όσον αφορά τη διαδικασία λήψεως των μέτρων που είναι αναγκαία για να τεθούν σε εφαρμογή οι αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο του τίτλου της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση που αφορά την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΕΕ, προβαίνει σε διάκριση μεταξύ, αφενός, των αποφάσεων που μπορεί να εκδίδει ομοφώνως το Συμβούλιο και, αφετέρου, των μέτρων που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών σε επίπεδο Ένωσης και τα οποία μπορεί να λαμβάνει το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία. Στο πλαίσιο αυτό, η φράση «κατόπιν πρωτοβουλίας οποιουδήποτε κράτους μέλους ή της Επιτροπής» πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της συντάξεως των περιόδων που συνθέτουν την εν λόγω διάταξη, να εκληφθεί ως αναφερόμενη μόνο στα βασικά μέτρα που μπορεί να λαμβάνει το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφαση. Επομένως, από το γράμμα της ως άνω διατάξεως προκύπτει ότι αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η πρωτοβουλία κράτους μέλους ή της Επιτροπής δεν είναι αναγκαία για τη λήψη εκτελεστικών μέτρων.

    (βλ. σκέψεις 60, 62-64)

  7.  Το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι διάταξη πράξεως εκδοθείσας νομίμως βάσει της Συνθήκης ΕΕ πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η οποία προβλέπει τους διαδικαστικούς κανόνες για τη λήψη μέτρων εκτελέσεως της πράξεως αυτής, εξακολουθεί να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της καθ’ όσο χρόνο δεν έχει καταργηθεί, ακυρωθεί ή τροποποιηθεί και καθιστά δυνατή τη λήψη εκτελεστικών μέτρων κατ’ εφαρμογήν της διαδικασίας την οποία η ίδια καθορίζει.

    Κατά συνέπεια, όσον αφορά επιχείρημα περί μη συμβατού του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2009/371, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ), με τους διαδικαστικούς κανόνες που ισχύουν μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, δεδομένου ότι το άρθρο 290 ΣΛΕΕ δεν τυγχάνει εφαρμογής, το εν λόγω άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασύμβατο με τη διάταξη αυτή της Συνθήκης ΛΕΕ.

    (βλ. σκέψεις 68, 70, 71)

  8.  Η νομότυπη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο στις περιπτώσεις τις οποίες προβλέπουν οι εφαρμοστέοι κανόνες του δικαίου της Ένωσης αποτελεί ουσιώδη τύπο, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα της οικείας πράξεως.

    Όσον αφορά τον κατάλογο τρίτων κρατών και οργανισμών με τα οποία η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) συνάπτει συμφωνίες, ο οποίος είναι προσαρτημένος στην απόφαση 2009/935, για τον καθορισμό του καταλόγου αυτού, από το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2009/371, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ), προκύπτει ότι το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να διαβουλευθεί με το Κοινοβούλιο πριν την τροποποίηση του καταλόγου. Συναφώς, η κατάργηση του άρθρου 39, παράγραφος 1, ΕΕ με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας δεν μπορεί να αναιρέσει την εν λόγω υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή προβλέπεται με το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2009/371. Ομοίως, το γεγονός ότι το άρθρο 291 ΣΛΕΕ δεν προβλέπει υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο είναι άνευ σημασίας, στο μέτρο που η υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο αποτελεί ένα από τα έννομα αποτελέσματα της αποφάσεως 2009/371, το οποίο έχει διατηρηθεί μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, δυνάμει του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

    (βλ. σκέψεις 82, 84-86)

  9.  Η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο, κατά την ερμηνεία της εφαρμοστέας νομικής βάσεως, ως προς τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο δεν αποτελεί, αυτή καθεαυτήν, παράβαση ουσιώδους τύπου, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι η πλάνη αυτή είχε, στην πράξη, ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ρόλου του Κοινοβουλίου κατά τη διαδικασία εκδόσεως της επίμαχης πράξεως ή τον επηρεασμό του περιεχομένου της πράξεως αυτής. Τούτο ισχύει ιδίως όταν το Κοινοβούλιο έχει καταστήσει γνωστή στο Συμβούλιο την άποψή του πριν την έκδοση της πράξεως. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο αποτέλεσε εμπόδιο στην ουσιαστική συμμετοχή του Κοινοβουλίου στην επίμαχη διαδικασία ή ότι είχε ως αποτέλεσμα να θιγούν οι όροι υπό τους οποίους το Κοινοβούλιο ασκεί τα καθήκοντά του.

    Δεδομένου ότι η λόγω πλάνης αντικατάσταση νομικής βάσεως που επιβάλλει τη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο με νομική βάση που δεν προβλέπει τέτοια διαβούλευση αποτελεί αμιγώς τυπική πλημμέλεια, η πλάνη του Συμβουλίου ως προς το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου διαβουλεύεται με το Κοινοβούλιο δεν μπορεί, ως εκ φύσεως, να έχει συνέπειες επί του περιεχομένου της αποφάσεως που εκδίδεται κατά το πέρας της οικείας διαδικασίας.

    (βλ. σκέψεις 89-91, 94, 96)

Top