This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62014CJ0229
Balkaya
Balkaya
Υπόθεση C‑229/14
Ender Balkaya
κατά
Kiesel Abbruch- und Recycling Technik GmbH
(αίτηση του Arbeitsgericht Verden για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 98/59/ΕΚ — Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ — Ομαδικές απολύσεις — Έννοια του “εργαζομένου” — Διευθυντικό στέλεχος κεφαλαιουχικής εταιρίας — Πρόσωπο το οποίο εργάζεται στο πλαίσιο μέτρου μαθητείας και επαγγελματικής επανεντάξεως και το οποίο τυγχάνει δημόσιας ενισχύσεως στην επιμόρφωση, χωρίς να εισπράττει αμοιβή από τον εργοδότη»
Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 9ης Ιουλίου 2015
Κοινωνική πολιτική – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59 – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια του «εργαζομένου» – Αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία
(Οδηγία 98/59 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 1, στοιχείο αʹ)
Κοινωνική πολιτική – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59 – Πεδίο εφαρμογής – Υπολογισμός των ορίων των απασχολουμένων εργαζομένων – Εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποκλείει από τον εν λόγω υπολογισμό ένα διευθυντικό στέλεχος κεφαλαιουχικής εταιρίας – Δεν επιτρέπεται
(Οδηγία 98/59 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 2, και άρθρο 1 § 1, στοιχείο αʹ)
Κοινωνική πολιτική – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59 – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια του «εργαζομένου» – Ασκούμενος ο οποίος ασκεί πρακτική δραστηριότητα σε επιχείρηση – Εμπίπτει
(Οδηγία 98/59 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 1, στοιχείο αʹ)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 33, 34, 36, 37)
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 98/59, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική η οποία δεν λαμβάνει υπόψη, στον υπολογισμό του αριθμού των απασχολουμένων εργαζομένων τον οποίο προβλέπει η διάταξη αυτή, διευθυντικό στέλεχος κεφαλαιουχικής εταιρίας το οποίο ασκεί τη δραστηριότητά του υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο άλλου οργάνου της εταιρίας αυτής, εισπράττει αμοιβή έναντι της δραστηριότητάς του και δεν κατέχει μερίδιο στην εν λόγω εταιρία.
Συναφώς, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο έχει την ιδιότητα του διευθυντικού στελέχους κεφαλαιουχικής εταιρίας δεν αποκλείει, αυτό καθεαυτό, το να τελεί το πρόσωπο αυτό σε σχέση εξαρτήσεως προς την εν λόγω εταιρία. Συγκεκριμένα, πρέπει να εξεταστούν οι όροι διορισμού του διευθυντικού στελέχους, η φύση των καθηκόντων που του ανατέθηκαν, το πλαίσιο εντός του οποίου ασκούνται τα καθήκοντα αυτά, η έκταση των εξουσιών του εν λόγω προσώπου και ο έλεγχος που ασκεί επ’ αυτού η εταιρία, καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή η παύση του από τα καθήκοντά του. Ακόμη και αν ένα τέτοιο διευθυντικό στέλεχος κεφαλαιουχικής εταιρίας διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά την άσκηση των καθηκόντων του το οποίο υπερβαίνει, ιδίως, το περιθώριο εκτιμήσεως ενός εργαζομένου υπό την έννοια του εθνικού δικαίου, ο εργοδότης του οποίου μπορεί να προσδιορίσει λεπτομερώς τα καθήκοντα που πρέπει να εκτελέσει και τον τρόπο εκτελέσεώς τους, γεγονός παραμένει ότι τελεί σε σχέση εξαρτήσεως προς την εταιρία αυτή.
Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τον σκοπό της οδηγίας 98/59, ο οποίος συνίσταται ιδίως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2, στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων. Σύμφωνα με τον σκοπό αυτόν, δεν πρέπει να δίδεται στενός ορισμός στις έννοιες που καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, περιλαμβανομένης της εννοίας του «εργαζομένου» στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας.
Τέλος, εθνική κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική η οποία δεν λαμβάνει υπόψη τα διευθυντικά στελέχη κεφαλαιουχικής εταιρίας στον υπολογισμό του αριθμού των απασχολουμένων εργαζομένων που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 98/59 είναι ικανή όχι μόνο να θίξει την προστασία που παρέχει η οδηγία αυτή στα εν λόγω στελέχη, αλλά προπάντων να στερήσει από όλους τους εργαζομένους τους οποίους απασχολούν ορισμένες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν συνήθως περισσότερους από 20 εργαζομένους, τα δικαιώματα τα οποία αντλούν από την εν λόγω οδηγία και, για τον λόγο αυτόν, θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας.
(βλ. σκέψεις 38, 41, 44, 47, 48, διατακτ. 1)
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 98/59, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, έχει την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο ασκεί πρακτική δραστηριότητα σε επιχείρηση υπό τη μορφή πρακτικής ασκήσεως, δεν εισπράττει αμοιβή από τον εργοδότη του, αλλά τυγχάνει οικονομικής ενισχύσεως, από τον δημόσιο οργανισμό που είναι επιφορτισμένος με την προώθηση της απασχολήσεως, για την αναγνωρισμένη από τον εν λόγω οργανισμό δραστηριότητα αυτή, προκειμένου να αποκτήσει γνώσεις ή να τις εμβαθύνει ή να παρακολουθήσει πρόγραμμα επαγγελματικής καταρτίσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει την ιδιότητα του εργαζομένου υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.
Πράγματι, αφενός, η έννοια του εργαζομένου στο δίκαιο της Ένωσης καλύπτει τα πρόσωπα που πραγματοποιούν προπαρασκευαστική πρακτική άσκηση ή διανύουν περιόδους μαθητείας σε ένα επάγγελμα, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως πρακτική προετοιμασία συνδεόμενη με την καθεαυτό άσκηση του οικείου επαγγέλματος, εφόσον οι εν λόγω περίοδοι διανύονται υπό συνθήκες μισθωτής και πραγματικής δραστηριότητας, υπέρ και υπό τη διεύθυνση του εργοδότη.
Αφετέρου, ούτε το νομικό πλαίσιο ούτε η εργασιακή σχέση του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο της οποίας παρακολουθείται πρόγραμμα επαγγελματικής καταρτίσεως ή πραγματοποιείται πρακτική άσκηση ούτε η προέλευση των πόρων από τους οποίους χρηματοδοτείται η αμοιβή του ενδιαφερομένου και, ιδίως, όπως εν προκειμένω, η χρηματοδότησή της από δημόσιες επιδοτήσεις μπορούν να έχουν οποιαδήποτε συνέπεια ως προς την αναγνώριση ενός προσώπου ως εργαζομένου.
(βλ. σκέψεις 50-52, διατακτ. 2)