Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0081

    Nannoka Vulcanus Industries

    Υπόθεση C‑81/14

    Nannoka Vulcanus Industries BV

    κατά

    College van gedeputeerde staten van Gelderland

    [αίτηση του Raad van State (Κάτω Χώρες)

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 1999/13/ΕΚ — Παράρτημα II B — Ατμοσφαιρική ρύπανση — Πτητικές οργανικές ενώσεις — Περιορισμός των εκπομπών — Χρήση οργανικών διαλυτών στο πλαίσιο συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και σε συγκεκριμένες εγκαταστάσεις — Υποχρεώσεις ισχύουσες για υφιστάμενες εγκαταστάσεις — Παράταση χρόνου»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα)της 10ης Σεπτεμβρίου 2015

    1. Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Μείωση των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών – Οδηγία 1999/13 – Απαιτήσεις για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις – Εφαρμογή προγράμματος περιορισμού – Δυνατότητα παρατάσεως χρόνου για την ανάπτυξη προϊόντων υποκαταστάσεως – Περιεχόμενο

      (Οδηγία 1999/13 του Συμβουλίου, παράρτημα II B, σημείο 2, εδ. 1, σημείο i)

    2. Περιβάλλον – Ατμοσφαιρική ρύπανση – Μείωση των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών – Οδηγία 1999/13 – Απαιτήσεις για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις – Εφαρμογή προγράμματος περιορισμού – Δυνατότητα παρατάσεως χρόνου για την ανάπτυξη προϊόντων υποκαταστάσεως – Απαιτείται αίτηση εκ μέρους του φορέα εκμεταλλεύσεως και άδεια εκ μέρους της αρμόδιας αρχής – Περιθώριο εκτιμήσεως των αρμόδιων αρχών – Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

      (Οδηγία 1999/13 του Συμβουλίου, παράρτημα II B, σημείο 2, εδ. 1, σημείο i)

    1.  Το παράρτημα II B της οδηγίας 1999/13 για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε ορισμένες δραστηριότητες και εγκαταστάσεις, έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη στο σημείο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο i, παράταση χρόνου μπορεί να δίδεται σε φορέα εκμεταλλεύσεως «εγκαταστάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας, για την εφαρμογή του προγράμματος περιορισμού που αυτός έχει καταρτίσει, όταν τα προϊόντα υποκαταστάσεως με χαμηλή ή μηδενική περιεκτικότητα διαλυτών βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της αναπτύξεως, ακόμα και αν μπορεί να διατυπωθεί η υπόθεση, για την εγκατάσταση αυτή, ότι το προϊόν έχει σταθερή περιεκτικότητα στερεών, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καθορισθεί το σημείο αναφοράς για τη μείωση των εκπομπών.

      Πράγματι, η δυνατότητα να δίδεται σε φορέα εκμεταλλεύσεως παράταση χρόνου συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι μπορούν να παρατείνονται όλες οι προθεσμίες που προβλέπει η οδηγία αυτή, μεταξύ άλλων και εκείνη που λήγει στις 31 Οκτωβρίου 2007 όσον αφορά τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Τυχόν διαφορετική ερμηνεία θα στερούσε από τη διάταξη του παραρτήματος II B, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο i, της εν λόγω οδηγίας τον κανονιστικό της χαρακτήρα και θα την περιόριζε σε μια απλή επεξήγηση του υπολογισμού της επίμαχης προθεσμίας.

      Επιπροσθέτως, καίτοι ευσταθεί ότι, δυνάμει του παραρτήματος II B, σημείο 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/13, στις εγκαταστάσεις για τις οποίες μπορεί να διατυπωθεί η υπόθεση ότι το προϊόν έχει σταθερή περιεκτικότητα στερεών η οποία χρησιμοποιείται κατόπιν για τον καθορισμό του σημείου αναφοράς για τη μείωση των εκπομπών έχει εφαρμογή το βασικό πρόγραμμα, εντούτοις, το εν λόγω πρόγραμμα δεν συνιστά ειδικό κανόνα που να αποκλείει τη χορήγηση παρατάσεως χρόνου στους φορείς εκμεταλλεύσεως τέτοιων εγκαταστάσεων. Εξάλλου, η δυνατότητα χορηγήσεως παρατάσεως χρόνου όσον αφορά κάθε είδος εγκαταστάσεων, ανεξαρτήτως του επιλεγέντος προγράμματος περιορισμού, επιβεβαιώνεται από τη ratio legis που διέπει τις διατάξεις της οδηγίας 1999/13 σχετικά με την παράταση χρόνου και με τις εγκαταστάσεις όπου το προϊόν έχει σταθερή περιεκτικότητα στερεών. Συγκεκριμένα, αφενός, η παράταση αυτή χρόνου είναι έκφανση της αρχής της αναλογικότητας. Αφετέρου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 8, η οδηγία 1999/13 στηρίζεται στην εκτίμηση ότι οι εκπομπές οργανικών ενώσεων μπορούν να αποφευχθούν ή να περιοριστούν με υποκατάστατα λιγότερο βλαβερά τα οποία διατίθενται ήδη ή πρόκειται να διατεθούν στην αγορά κατά τα επόμενα έτη. Στο πλαίσιο αυτό, ο σκοπός της εισαγωγής του κριτηρίου σχετικά με την παρουσία σταθερής περιεκτικότητας στερεών στο προϊόν στερείται κάθε συνδέσμου με τη ratio legis που διέπει τις διατάξεις της οδηγίας 1999/13 σχετικά με τη δυνατότητα χορηγήσεως παρατάσεως χρόνου στην περίπτωση που τα προϊόντα υποκαταστάσεως με χαμηλή ή μηδενική περιεκτικότητα διαλυτών βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της αναπτύξεως.

      Τέλος, στο μέτρο που δεν μπορεί να συναχθεί με σαφήνεια διαφορετική ερμηνεία από το γράμμα του παραρτήματος II B της οδηγίας 1999/13 από το γράμμα του παραρτήματος αυτού, τυχόν τέτοια ερμηνεία θα αντέβαινε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απαιτεί να παρέχει η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει και να είναι οι τελευταίοι σε θέση να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους.

      (βλ. σκέψεις 50, 53, 55-58, 61, 62, 64, διατακτ. 1)

    2.  Το παράρτημα II B, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο i, της οδηγίας 1999/13 για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε ορισμένες δραστηριότητες και εγκαταστάσεις, έχει την έννοια ότι προκειμένου να δοθεί παράταση χρόνου για την εφαρμογή προγράμματος περιορισμού των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων απαιτείται άδεια της αρμόδιας αρχής, η οποία προϋποθέτει προηγούμενη αίτηση εκ μέρους του οικείου φορέα εκμεταλλεύσεως.

      Συναφώς, ως εξαίρεση από τις γενικές διατάξεις της οδηγίας 1999/13, η προβλεπόμενη στο παράρτημα II B, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, σημείο i, της οδηγίας αυτής παράταση χρόνου πρέπει να τυγχάνει αυστηρής ερμηνείας, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκονται με το παράρτημα αυτό, τουτέστιν, αφενός, της ενθάρρυνσης αναπτύξεως προϊόντων υποκαταστάσεως και, αφετέρου, της τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Επιπλέον, από το ίδιο το γράμμα του εν λόγω παραρτήματος, το οποίο προβλέπει μόνον «παράταση» χρόνου, προκύπτει ότι η εφαρμογή προγράμματος περιορισμού βάσει του παραρτήματος αυτού πρέπει να οριοθετείται χρονικά.

      Επομένως, προκειμένου να καθορισθεί εάν πρέπει να δοθεί παράταση χρόνου σε φορέα εκμεταλλεύσεως για την εφαρμογή προγράμματος περιορισμού των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων και προκειμένου να προσδιορισθεί η διάρκεια της ενδεχόμενης παρατάσεως χρόνου, απόκειται στις αρμόδιες αυτές αρχές, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν, να εξετάσουν, μεταξύ άλλων, κατά πόσον βρίσκονται πράγματι στο στάδιο αναπτύξεως προϊόντα υποκαταστάσεως τα οποία είναι κατάλληλα για να χρησιμοποιηθούν στις οικείες εγκαταστάσεις και να περιορίσουν τις εκπομπές πτητικών οργανικών ενώσεων, κατά πόσον οι εν εξελίξει εργασίες δύνανται, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, να καταλήξουν στην ολοκλήρωση τέτοιων προϊόντων, ότι δεν υφίσταται κάποιο εναλλακτικό μέτρο δυνάμενο να δημιουργήσει, με μικρότερο κόστος, παρόμοιες μειώσεις εκπομπών, ή ακόμα πιο σημαντικές, και, κυρίως, ότι δεν είναι ήδη διαθέσιμα άλλα προϊόντα υποκαταστάσεως. Πρέπει, επιπλέον, να λαμβάνεται υπόψη η σχέση μεταξύ, αφενός, των μειώσεων των εκπομπών που μπορούν να επιτευχθούν χάριν στα προϊόντα υποκαταστάσεως που βρίσκονται στο στάδιο αναπτύξεως, καθώς και του κόστους αυτών και, αφετέρου, των συμπληρωματικών εκπομπών που δημιουργεί η παράταση χρόνου, καθώς και του κόστους ενδεχόμενων εναλλακτικών μέτρων. Η διάρκεια της παρατάσεως δεν πρέπει να υπερβαίνει τον χρόνο που απαιτείται για την ανάπτυξη προϊόντων υποκαταστάσεως. Τούτο πρέπει να εκτιμάται βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων και, κυρίως, της σημασίας των συμπληρωματικών εκπομπών που θα προκύψουν από την παράταση χρόνου και του κόστους ενδεχόμενων εναλλακτικών μέτρων, σε σχέση με τη σημασία των μειώσεων εκπομπών που θα επιφέρουν τα προϊόντα υποκαταστάσεως που βρίσκονται στο στάδιο της αναπτύξεως, καθώς και το κόστος των προϊόντων αυτών.

      (βλ. σκέψεις 73-77, 83, διατακτ. 2)

    Top