Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0417

    Starjakob

    Υπόθεση C‑417/13

    ÖBB Personenverkehr AG

    κατά

    Gotthard Starjakob

    (αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ — Άρθρο 6, παράγραφος 1 — Διάκριση λόγω ηλικίας — Εθνική ρύθμιση που εξαρτά τον συνυπολογισμό, για τον καθορισμό των αποδοχών, των προγενέστερων του 18ου έτους της ηλικίας περιόδων υπηρεσίας από επιμήκυνση των απαιτούμενων για τη μισθολογική προαγωγή χρονικών περιόδων — Δικαιολογητικός λόγος — Δυνατότητα επιτεύξεως του επιδιωκόμενου σκοπού — Δυνατότητα αμφισβητήσεως της επιμηκύνσεως των απαιτούμενων για τη μισθολογική προαγωγή χρονικών διαστημάτων»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιανουαρίου 2015

    1. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση διακρίσεως λόγω ηλικίας – Εθνική ρύθμιση που εξαρτά τον συνυπολογισμό, για τον καθορισμό των αποδοχών, των προγενέστερων του 18ου έτους της ηλικίας περιόδων υπηρεσίας από επιμήκυνση των απαιτούμενων για τη μισθολογική προαγωγή χρονικών περιόδων – Ρύθμιση εισάγουσα διάκριση – Δικαιολογητικός λόγος που βασίζεται στην επίτευξη θεμιτών σκοπών – Διατήρηση των κεκτημένων και προστασία της δικαιολογητικής εμπιστοσύνης – Αναλογικότητα – Δεν υφίσταται

      (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 6 § 1)

    2. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση διακρίσεως λόγω ηλικίας – Παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας από εθνική ρύθμιση περί αμοιβών – Συνέπειες – Υποχρέωση αναδρομικής χορηγήσεως στους υπαλλήλους που έχουν υποστεί δυσμενή διάκριση ποσού που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της πράγματι εισπραχθείσας αμοιβής και της αμοιβής που έλαβαν οι ευνοημένοι υπάλληλοι – Δεν υφίσταται – Δικαιώματα των υπαλλήλων που έχουν υποστεί δυσμενή διάκριση στα δικαιώματα που χορηγήθηκαν στους ευνοούμενους υπαλλήλους

      (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 16)

    3. Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση διακρίσεως λόγω ηλικίας – Παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας από εθνική ρύθμιση περί αμοιβών – Συνέπειες – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα υποχρέωση για τους υπαλλήλους που υπέστησαν διάκριση να παράσχουν στον εργοδότη τους, προς τον σκοπό συνεκτιμήσεώς τους, τις σχετικές με τις προγενέστερες του 18ου έτους ηλικίας τους περιόδους υπηρεσίας αποδείξεις – Επιτρέπεται – Άρνηση συνεργασίας και άσκηση αγωγής με αίτημα την καταβολή ποσού για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως – Ανυπαρξία καταχρήσεως δικαιώματος

      (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 16)

    4. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών – Εθνικοί διαδικαστικοί κανόνες – Τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας – Εθνική ρύθμιση που ορίζει προθεσμία παραγραφής – Προθεσμία που αρχίζει πριν την ημερομηνία της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία αποσαφηνίσθηκε το νομικό καθεστώς στον συγκεκριμένο τομέα – Επιτρέπεται

      (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

    1.  Το δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία, προκειμένου να εξαλείψει διάκριση λόγω ηλικίας, λαμβάνει υπόψη τις προγενέστερες του 18ου έτους ηλικίας περιόδους υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, περιλαμβάνει ρύθμιση που στην πραγματικότητα τυγχάνει εφαρμογής μόνο στους υπαλλήλους που υφίστανται την εν λόγω διάκριση και παρατείνει κατά ένα έτος το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη μισθολογική προαγωγή σε καθένα από τα τρία πρώτα μισθολογικά κλιμάκια και η οποία, κατά τον τρόπο αυτό, διατηρεί κατά τρόπο οριστικό τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας.

      Ειδικότερα, στο μέτρο που η επιμήκυνση κατά ένα έτος εφαρμόζεται μόνο στους υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει περιόδους υπηρεσίας πριν τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προαναφερθείσα εθνική ρύθμιση συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στο κριτήριο της ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78.

      Όσον αφορά τον δικαιολογητικό λόγο της συγκεκριμένης διαφορετικής μεταχειρίσεως, επισημαίνεται αφενός ότι οι δημοσιονομικοί λόγοι δεν συνιστούν αυτοί καθαυτούς θεμιτό σκοπό, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78. Αφετέρου, όσον αφορά τη διατήρηση των κεκτημένων και την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των υπαλλήλων που ευνοούνται από το προηγούμενο καθεστώς ως προς την αμοιβή τους, πρέπει να επισημανθεί ότι αποτελούν θεμιτούς σκοπούς της πολιτικής στους τομείς απασχόλησης και αγοράς εργασίας δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, τη διατήρηση των προηγουμένων μισθών και, επομένως, τη διατήρηση ενός καθεστώτος συνεπαγόμενου διακρίσεις λόγω ηλικίας.

      Εντούτοις, οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να δικαιολογήσουν μέτρο το οποίο διατηρεί οριστικά, έστω και για ορισμένα μόνο πρόσωπα, τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, στην εξάλειψη της οποίας αποβλέπει η τροποποίηση καθεστώτος συνεπαγόμενου διακρίσεις, στο οποίο εντάσσεται το εν λόγω μέτρο. Τέτοιου είδους μέτρο, ακόμη και αν ενδέχεται να διασφαλίσει τη διατήρηση των κεκτημένων και τη διασφάλιση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των υπαλλήλων που ευνοούνται από το προηγούμενο καθεστώς, δεν είναι κατάλληλο για τη θέσπιση καθεστώτος μη συνεπαγόμενου διακρίσεις για τους υπαλλήλους που δεν ευνοούνται από το εν λόγω προηγούμενο καθεστώς.

      (βλ. σκέψεις 31, 36, 37, 39, 40, διατακτ. 1)

    2.  Το δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/78 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην εθνική ρύθμιση σκοπός της οποίας είναι η εξάλειψη διακρίσεως λόγω ηλικίας να προβλέπει ότι υπάλληλος του οποίου οι προγενέστερες του 18ου έτους της ηλικίας του περίοδοι υπηρεσίας δεν συνυπολογίσθηκαν για τη μισθολογική προαγωγή του δικαιούται χρηματική αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στην καταβολή της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ της αμοιβής που θα είχε λάβει ελλείψει τέτοιου είδους διακρίσεως και της αμοιβής που πράγματι έλαβε.

      Εντούτοις, όταν συντρέχουν δυσμενείς διακρίσεις αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης, για όσο διάστημα δεν έχουν ληφθεί μέτρα για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, η τήρηση της αρχής της ισότητας μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με τη χορήγηση στα πρόσωπα που ανήκουν στην ευρισκόμενη σε δυσμενέστερη θέση κατηγορία των ιδίων πλεονεκτημάτων με εκείνα που χορηγούνται στα πρόσωπα της ευνοημένης κατηγορίας· το καθεστώς αυτό, ελλείψει ορθής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, είναι το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς.

      Η λύση αυτή εφαρμόζεται μόνο παρουσία ενός έγκυρου συστήματος αναφοράς.

      Επομένως, στην επίμαχη περίπτωση και επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχει τεθεί σε ισχύ ένα σύστημα αποβλέπον στην κατάργηση της διακρίσεως λόγω ηλικίας κατά τρόπο σύμφωνο προς τα οριζόμενα στην οδηγία 2000/78, η αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως προϋποθέτει τη χορήγηση στους μη ευνοημένους υπαλλήλους από το προγενέστερο καθεστώς των ίδιων πλεονεκτημάτων με αυτά των οποίων μπόρεσαν να τύχουν οι ευνοούμενοι από το καθεστώς αυτό υπάλληλοι, όσον αφορά τον συνυπολογισμό των προγενέστερων του 18ου έτους ηλικίας περιόδων υπηρεσίας αλλά και την προαγωγή στη μισθολογική κλίμακα.

      (βλ. σκέψεις 45-47, 49, διατακτ. 2)

    3.  Το δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/78 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι ο εθνικός νομοθέτης μπορεί να προβλέπει, για τον συνυπολογισμό προγενέστερων του 18ου έτους ηλικίας περιόδων υπηρεσίας, υποχρέωση συνεργασίας δυνάμει της οποίας ο υπάλληλος πρέπει να προσκομίζει στον εργοδότη του τις σχετικές με τις περιόδους αυτές αποδείξεις.

      Ούτε το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/78 ούτε κάποια άλλη διάταξη της εν λόγω οδηγίας αποκλείουν την πρόβλεψη από εθνική διάταξη υποχρέωσης συνεργασίας δυνάμει της οποίας ο υπάλληλος πρέπει να προσκομίσει στον εργοδότη του τις σχετικές με τις προγενέστερες του 18ου έτους ηλικίας του περιόδους υπηρεσίας.

      Για να διαπιστωθεί ότι υφίσταται καταχρηστική πρακτική απαιτείται να πληρούται ένα αντικειμενικό και ένα υποκειμενικό στοιχείο. Όσον αφορά το αντικειμενικό στοιχείο, θα πρέπει να προκύπτει από σύνολο αντικειμενικών περιστάσεων ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη νομοθεσία αυτή σκοπός. Ως προς το υποκειμενικό στοιχείο, πρέπει να διαφαίνεται η ύπαρξη βουλήσεως του ενδιαφερομένου να αποκομίσει αθέμιτο όφελος από τη νομοθεσία της Ένωσης δημιουργώντας τεχνηέντως τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την άντληση του οφέλους αυτού.

      Δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος η άρνηση του υπαλλήλου να συνεργαστεί προς τον σκοπό εφαρμογής εθνικής ρυθμίσεως η οποία ενέχει αντίθετη στην οδηγία 2000/78 διάκριση λόγω ηλικίας, καθώς και η αγωγή του με αίτημα την καταβολή ποσού προς τον σκοπό αποκαταστάσεως της ίσης μεταχειρίσεως με τους ευνοημένους από το προγενέστερο καθεστώς υπαλλήλους.

      (βλ. σκέψεις 54, 56, 58, διατακτ. 3)

    4.  Η αρχή της αποτελεσματικότητας έχει την έννοια ότι προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο προθεσμία παραγραφής αξιώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να αρχίσει να τρέχει πριν την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου που αποσαφήνισε συναφώς την κατάσταση από νομικής απόψεως.

      Ειδικότερα, η ερμηνεία που το Δικαστήριο δίνει, ασκώντας την αρμοδιότητα που του έχει αναγνωριστεί με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης, διαφωτίζει και διευκρινίζει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται αφότου τέθηκε σε ισχύ. Με άλλα λόγια, μια προδικαστική απόφαση έχει αμιγώς ερμηνευτική και όχι πρωτογενή αξία, με συνέπεια τα αποτελέσματά της να ανάγονται, καταρχήν, στην ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της ερμηνευόμενης διατάξεως.

      Επιπλέον, όσον αφορά το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής, επισημαίνεται ότι το ζήτημα αυτό εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο και ότι η τυχόν διαπίστωση από το Δικαστήριο παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης καταρχήν δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής.

      (βλ. σκέψεις 63, 64, 69, διατακτ. 4)

    Top

    Υπόθεση C‑417/13

    ÖBB Personenverkehr AG

    κατά

    Gotthard Starjakob

    (αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ — Άρθρο 6, παράγραφος 1 — Διάκριση λόγω ηλικίας — Εθνική ρύθμιση που εξαρτά τον συνυπολογισμό, για τον καθορισμό των αποδοχών, των προγενέστερων του 18ου έτους της ηλικίας περιόδων υπηρεσίας από επιμήκυνση των απαιτούμενων για τη μισθολογική προαγωγή χρονικών περιόδων — Δικαιολογητικός λόγος — Δυνατότητα επιτεύξεως του επιδιωκόμενου σκοπού — Δυνατότητα αμφισβητήσεως της επιμηκύνσεως των απαιτούμενων για τη μισθολογική προαγωγή χρονικών διαστημάτων»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιανουαρίου 2015

    1. Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Απαγόρευση διακρίσεως λόγω ηλικίας — Εθνική ρύθμιση που εξαρτά τον συνυπολογισμό, για τον καθορισμό των αποδοχών, των προγενέστερων του 18ου έτους της ηλικίας περιόδων υπηρεσίας από επιμήκυνση των απαιτούμενων για τη μισθολογική προαγωγή χρονικών περιόδων — Ρύθμιση εισάγουσα διάκριση — Δικαιολογητικός λόγος που βασίζεται στην επίτευξη θεμιτών σκοπών — Διατήρηση των κεκτημένων και προστασία της δικαιολογητικής εμπιστοσύνης — Αναλογικότητα — Δεν υφίσταται

      (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 6 § 1)

    2. Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Απαγόρευση διακρίσεως λόγω ηλικίας — Παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας από εθνική ρύθμιση περί αμοιβών — Συνέπειες — Υποχρέωση αναδρομικής χορηγήσεως στους υπαλλήλους που έχουν υποστεί δυσμενή διάκριση ποσού που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της πράγματι εισπραχθείσας αμοιβής και της αμοιβής που έλαβαν οι ευνοημένοι υπάλληλοι — Δεν υφίσταται — Δικαιώματα των υπαλλήλων που έχουν υποστεί δυσμενή διάκριση στα δικαιώματα που χορηγήθηκαν στους ευνοούμενους υπαλλήλους

      (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 16)

    3. Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Απαγόρευση διακρίσεως λόγω ηλικίας — Παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας από εθνική ρύθμιση περί αμοιβών — Συνέπειες — Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα υποχρέωση για τους υπαλλήλους που υπέστησαν διάκριση να παράσχουν στον εργοδότη τους, προς τον σκοπό συνεκτιμήσεώς τους, τις σχετικές με τις προγενέστερες του 18ου έτους ηλικίας τους περιόδους υπηρεσίας αποδείξεις — Επιτρέπεται — Άρνηση συνεργασίας και άσκηση αγωγής με αίτημα την καταβολή ποσού για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως — Ανυπαρξία καταχρήσεως δικαιώματος

      (Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 16)

    4. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών — Εθνικοί διαδικαστικοί κανόνες — Τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας — Εθνική ρύθμιση που ορίζει προθεσμία παραγραφής — Προθεσμία που αρχίζει πριν την ημερομηνία της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία αποσαφηνίσθηκε το νομικό καθεστώς στον συγκεκριμένο τομέα — Επιτρέπεται

      (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

    1.  Το δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, η οποία, προκειμένου να εξαλείψει διάκριση λόγω ηλικίας, λαμβάνει υπόψη τις προγενέστερες του 18ου έτους ηλικίας περιόδους υπηρεσίας και, ταυτοχρόνως, περιλαμβάνει ρύθμιση που στην πραγματικότητα τυγχάνει εφαρμογής μόνο στους υπαλλήλους που υφίστανται την εν λόγω διάκριση και παρατείνει κατά ένα έτος το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη μισθολογική προαγωγή σε καθένα από τα τρία πρώτα μισθολογικά κλιμάκια και η οποία, κατά τον τρόπο αυτό, διατηρεί κατά τρόπο οριστικό τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας.

      Ειδικότερα, στο μέτρο που η επιμήκυνση κατά ένα έτος εφαρμόζεται μόνο στους υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει περιόδους υπηρεσίας πριν τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προαναφερθείσα εθνική ρύθμιση συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη άμεσα στο κριτήριο της ηλικίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78.

      Όσον αφορά τον δικαιολογητικό λόγο της συγκεκριμένης διαφορετικής μεταχειρίσεως, επισημαίνεται αφενός ότι οι δημοσιονομικοί λόγοι δεν συνιστούν αυτοί καθαυτούς θεμιτό σκοπό, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78. Αφετέρου, όσον αφορά τη διατήρηση των κεκτημένων και την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των υπαλλήλων που ευνοούνται από το προηγούμενο καθεστώς ως προς την αμοιβή τους, πρέπει να επισημανθεί ότι αποτελούν θεμιτούς σκοπούς της πολιτικής στους τομείς απασχόλησης και αγοράς εργασίας δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, τη διατήρηση των προηγουμένων μισθών και, επομένως, τη διατήρηση ενός καθεστώτος συνεπαγόμενου διακρίσεις λόγω ηλικίας.

      Εντούτοις, οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να δικαιολογήσουν μέτρο το οποίο διατηρεί οριστικά, έστω και για ορισμένα μόνο πρόσωπα, τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, στην εξάλειψη της οποίας αποβλέπει η τροποποίηση καθεστώτος συνεπαγόμενου διακρίσεις, στο οποίο εντάσσεται το εν λόγω μέτρο. Τέτοιου είδους μέτρο, ακόμη και αν ενδέχεται να διασφαλίσει τη διατήρηση των κεκτημένων και τη διασφάλιση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των υπαλλήλων που ευνοούνται από το προηγούμενο καθεστώς, δεν είναι κατάλληλο για τη θέσπιση καθεστώτος μη συνεπαγόμενου διακρίσεις για τους υπαλλήλους που δεν ευνοούνται από το εν λόγω προηγούμενο καθεστώς.

      (βλ. σκέψεις 31, 36, 37, 39, 40, διατακτ. 1)

    2.  Το δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/78 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην εθνική ρύθμιση σκοπός της οποίας είναι η εξάλειψη διακρίσεως λόγω ηλικίας να προβλέπει ότι υπάλληλος του οποίου οι προγενέστερες του 18ου έτους της ηλικίας του περίοδοι υπηρεσίας δεν συνυπολογίσθηκαν για τη μισθολογική προαγωγή του δικαιούται χρηματική αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στην καταβολή της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ της αμοιβής που θα είχε λάβει ελλείψει τέτοιου είδους διακρίσεως και της αμοιβής που πράγματι έλαβε.

      Εντούτοις, όταν συντρέχουν δυσμενείς διακρίσεις αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης, για όσο διάστημα δεν έχουν ληφθεί μέτρα για την αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως, η τήρηση της αρχής της ισότητας μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με τη χορήγηση στα πρόσωπα που ανήκουν στην ευρισκόμενη σε δυσμενέστερη θέση κατηγορία των ιδίων πλεονεκτημάτων με εκείνα που χορηγούνται στα πρόσωπα της ευνοημένης κατηγορίας· το καθεστώς αυτό, ελλείψει ορθής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, είναι το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς.

      Η λύση αυτή εφαρμόζεται μόνο παρουσία ενός έγκυρου συστήματος αναφοράς.

      Επομένως, στην επίμαχη περίπτωση και επί όσο χρονικό διάστημα δεν έχει τεθεί σε ισχύ ένα σύστημα αποβλέπον στην κατάργηση της διακρίσεως λόγω ηλικίας κατά τρόπο σύμφωνο προς τα οριζόμενα στην οδηγία 2000/78, η αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως προϋποθέτει τη χορήγηση στους μη ευνοημένους υπαλλήλους από το προγενέστερο καθεστώς των ίδιων πλεονεκτημάτων με αυτά των οποίων μπόρεσαν να τύχουν οι ευνοούμενοι από το καθεστώς αυτό υπάλληλοι, όσον αφορά τον συνυπολογισμό των προγενέστερων του 18ου έτους ηλικίας περιόδων υπηρεσίας αλλά και την προαγωγή στη μισθολογική κλίμακα.

      (βλ. σκέψεις 45-47, 49, διατακτ. 2)

    3.  Το δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/78 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι ο εθνικός νομοθέτης μπορεί να προβλέπει, για τον συνυπολογισμό προγενέστερων του 18ου έτους ηλικίας περιόδων υπηρεσίας, υποχρέωση συνεργασίας δυνάμει της οποίας ο υπάλληλος πρέπει να προσκομίζει στον εργοδότη του τις σχετικές με τις περιόδους αυτές αποδείξεις.

      Ούτε το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/78 ούτε κάποια άλλη διάταξη της εν λόγω οδηγίας αποκλείουν την πρόβλεψη από εθνική διάταξη υποχρέωσης συνεργασίας δυνάμει της οποίας ο υπάλληλος πρέπει να προσκομίσει στον εργοδότη του τις σχετικές με τις προγενέστερες του 18ου έτους ηλικίας του περιόδους υπηρεσίας.

      Για να διαπιστωθεί ότι υφίσταται καταχρηστική πρακτική απαιτείται να πληρούται ένα αντικειμενικό και ένα υποκειμενικό στοιχείο. Όσον αφορά το αντικειμενικό στοιχείο, θα πρέπει να προκύπτει από σύνολο αντικειμενικών περιστάσεων ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη νομοθεσία αυτή σκοπός. Ως προς το υποκειμενικό στοιχείο, πρέπει να διαφαίνεται η ύπαρξη βουλήσεως του ενδιαφερομένου να αποκομίσει αθέμιτο όφελος από τη νομοθεσία της Ένωσης δημιουργώντας τεχνηέντως τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την άντληση του οφέλους αυτού.

      Δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος η άρνηση του υπαλλήλου να συνεργαστεί προς τον σκοπό εφαρμογής εθνικής ρυθμίσεως η οποία ενέχει αντίθετη στην οδηγία 2000/78 διάκριση λόγω ηλικίας, καθώς και η αγωγή του με αίτημα την καταβολή ποσού προς τον σκοπό αποκαταστάσεως της ίσης μεταχειρίσεως με τους ευνοημένους από το προγενέστερο καθεστώς υπαλλήλους.

      (βλ. σκέψεις 54, 56, 58, διατακτ. 3)

    4.  Η αρχή της αποτελεσματικότητας έχει την έννοια ότι προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο προθεσμία παραγραφής αξιώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να αρχίσει να τρέχει πριν την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου που αποσαφήνισε συναφώς την κατάσταση από νομικής απόψεως.

      Ειδικότερα, η ερμηνεία που το Δικαστήριο δίνει, ασκώντας την αρμοδιότητα που του έχει αναγνωριστεί με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης, διαφωτίζει και διευκρινίζει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται αφότου τέθηκε σε ισχύ. Με άλλα λόγια, μια προδικαστική απόφαση έχει αμιγώς ερμηνευτική και όχι πρωτογενή αξία, με συνέπεια τα αποτελέσματά της να ανάγονται, καταρχήν, στην ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της ερμηνευόμενης διατάξεως.

      Επιπλέον, όσον αφορά το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής, επισημαίνεται ότι το ζήτημα αυτό εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο και ότι η τυχόν διαπίστωση από το Δικαστήριο παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης καταρχήν δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το χρονικό σημείο ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής.

      (βλ. σκέψεις 63, 64, 69, διατακτ. 4)

    Top