This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62012CJ0391
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
Court reports – general
Υπόθεση C‑391/12
RLvS Verlagsgesellschaft mbH
κατά
Stuttgarter Wochenblatt GmbH
(αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Οδηγία 2005/29/EΚ — Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές — Προσωπικό πεδίο εφαρμογής — Παραπλανητικές παραλείψεις σε κεκαλυμμένες διαφημίσεις — Νομοθεσία κράτους μέλους απαγορεύουσα δημοσιεύσεις επ’ αμοιβή χωρίς τη σήμανση αυτών ως “αγγελιών” (“Anzeige”) — Πλήρης εναρμόνιση — Αυστηρότερα μέτρα — Ελευθερία του Τύπου»
Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 17ης Οκτωβρίου 2013
Προσέγγιση των νομοθεσιών – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές – Οδηγία 2005/29 – Πεδίο εφαρμογής – Εκδότες Τύπου – Δημοσιεύσεις δυνάμενες να προωθήσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τρίτων, οι οποίες δεν είναι ικανές να στρεβλώσουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του καταναλωτή – Δεν εμπίπτουν – Εθνική ρύθμιση απαγορεύουσα δημοσιεύσεις επ’ αμοιβή χωρίς τη σήμανση αυτών ως «αγγελιών» – Επιτρέπεται
(Οδηγία 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2, στοιχείο δʹ)
Σε περίπτωση που δημοσιεύσεις δυνάμενες να προωθήσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τρίτων των χορηγών των εν λόγω δημοσιεύσεων δεν είναι ικανές να στρεβλώσουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του καταναλωτή, δεν είναι δυνατή η επίκληση της οδηγίας 2005/29, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450, των οδηγιών 97/7, 98/27 και 2002/65 και του κανονισμού 2006/2004, έναντι εκδοτών και, ως εκ τούτου, σε τέτοιες περιστάσεις, η οδηγία αυτή έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής διατάξεως δυνάμει της οποίας οι εν λόγω εκδότες υποχρεούνται να επισημαίνουν ειδικώς, εν προκειμένω, διά της χρήσεως του όρου «αγγελία», κάθε δημοσίευση στα περιοδικά τους έντυπα για την οποία λαμβάνουν αμοιβή, εκτός αν από τη διάταξη και τη μορφή της εν λόγω δημοσιεύσεως καθίσταται γενικώς πρόδηλο ότι πρόκειται περί αγγελίας.
Όταν μια εθνική διάταξη επιδιώκει πράγματι σκοπούς σχετιζόμενους με την προστασία των καταναλωτών, προκειμένου να εξακριβωθεί αν μια τέτοια διάταξη ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/29, πρέπει επιπλέον οι συμπεριφορές που προβλέπει η εν λόγω διάταξη να συνιστούν αθέμιτες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας. Τούτο ισχύει όταν οι επίμαχες πρακτικές εντάσσονται στο πλαίσιο της εμπορικής στρατηγικής φορέα και αφορούν ευθέως την προώθηση και τη διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών αυτού, εμπίπτουσες συνεπώς ως εμπορικές πρακτικές, στην έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2005/29 και, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής της.
Μολονότι η εν λόγω οδηγία ορίζει την έννοια «εμπορική πρακτική» χρησιμοποιώντας ιδιαιτέρως ευρεία διατύπωση, εντούτοις, οι εν λόγω πρακτικές πρέπει να είναι, αφενός, εμπορικής φύσεως, ήτοι να προέρχονται από επαγγελματίες, και, αφετέρου, να συνδέονται άμεσα με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές.
Στον βαθμό που οι δημοσιεύσεις του εκδότη ενδέχεται να θεωρηθεί ότι προωθούν, ενδεχομένως με έμμεσο τρόπο, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τρίτων, δεν είναι ικανές να στρεβλώσουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή σε σχέση με την απόφασή του να αγοράσει ή να αποκτήσει το επίμαχο έντυπο, η εν λόγω εκδοτική πρακτική δεν μπορεί αυτή καθεαυτήν να χαρακτηρισθεί «εμπορική πρακτική» του συγκεκριμένου εκδότη.
Δεν αποκλείεται ένας εκδότης να ακολουθεί ο ίδιος στα προϊόντα του ή σε άλλα μέσα ενημερώσεως εμπορική πρακτική δυνάμενη να χαρακτηρισθεί αθέμιτη έναντι του οικείου καταναλωτή, εν προκειμένω του αναγνώστη, παρέχοντάς του μέσω παιχνιδιών, γρίφων ή διαγωνισμών τη δυνατότητα να κερδίσει βραβεία και τα οποία εξ αυτού του γεγονότος δύνανται να ωθήσουν τον καταναλωτή να αγοράσει το επίμαχο προϊόν, ήτοι εφημερίδα. Εντούτοις, το σημείο 11 του παραρτήματος I της οδηγίας 2005/29 δεν αποβλέπει, αυτό καθεαυτό, στο να επιβάλει στους εκδότες την υποχρέωση να παρακωλύουν τυχόν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των διαφημιστών, οι οποίες θα μπορούσαν δυνητικώς να συσχετισθούν άμεσα με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια προϊόντων ή υπηρεσιών των εν λόγω διαφημιστών σε καταναλωτές.
(βλ. σκέψεις 35-37, 41, 44, 50 και διατακτ.)
Υπόθεση C‑391/12
RLvS Verlagsgesellschaft mbH
κατά
Stuttgarter Wochenblatt GmbH
(αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Οδηγία 2005/29/EΚ — Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές — Προσωπικό πεδίο εφαρμογής — Παραπλανητικές παραλείψεις σε κεκαλυμμένες διαφημίσεις — Νομοθεσία κράτους μέλους απαγορεύουσα δημοσιεύσεις επ’ αμοιβή χωρίς τη σήμανση αυτών ως “αγγελιών” (“Anzeige”) — Πλήρης εναρμόνιση — Αυστηρότερα μέτρα — Ελευθερία του Τύπου»
Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 17ης Οκτωβρίου 2013
Προσέγγιση των νομοθεσιών — Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές — Οδηγία 2005/29 — Πεδίο εφαρμογής — Εκδότες Τύπου — Δημοσιεύσεις δυνάμενες να προωθήσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τρίτων, οι οποίες δεν είναι ικανές να στρεβλώσουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του καταναλωτή — Δεν εμπίπτουν — Εθνική ρύθμιση απαγορεύουσα δημοσιεύσεις επ’ αμοιβή χωρίς τη σήμανση αυτών ως «αγγελιών» — Επιτρέπεται
(Οδηγία 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 2, στοιχείο δʹ)
Σε περίπτωση που δημοσιεύσεις δυνάμενες να προωθήσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τρίτων των χορηγών των εν λόγω δημοσιεύσεων δεν είναι ικανές να στρεβλώσουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του καταναλωτή, δεν είναι δυνατή η επίκληση της οδηγίας 2005/29, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450, των οδηγιών 97/7, 98/27 και 2002/65 και του κανονισμού 2006/2004, έναντι εκδοτών και, ως εκ τούτου, σε τέτοιες περιστάσεις, η οδηγία αυτή έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής διατάξεως δυνάμει της οποίας οι εν λόγω εκδότες υποχρεούνται να επισημαίνουν ειδικώς, εν προκειμένω, διά της χρήσεως του όρου «αγγελία», κάθε δημοσίευση στα περιοδικά τους έντυπα για την οποία λαμβάνουν αμοιβή, εκτός αν από τη διάταξη και τη μορφή της εν λόγω δημοσιεύσεως καθίσταται γενικώς πρόδηλο ότι πρόκειται περί αγγελίας.
Όταν μια εθνική διάταξη επιδιώκει πράγματι σκοπούς σχετιζόμενους με την προστασία των καταναλωτών, προκειμένου να εξακριβωθεί αν μια τέτοια διάταξη ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/29, πρέπει επιπλέον οι συμπεριφορές που προβλέπει η εν λόγω διάταξη να συνιστούν αθέμιτες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας. Τούτο ισχύει όταν οι επίμαχες πρακτικές εντάσσονται στο πλαίσιο της εμπορικής στρατηγικής φορέα και αφορούν ευθέως την προώθηση και τη διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών αυτού, εμπίπτουσες συνεπώς ως εμπορικές πρακτικές, στην έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2005/29 και, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής της.
Μολονότι η εν λόγω οδηγία ορίζει την έννοια «εμπορική πρακτική» χρησιμοποιώντας ιδιαιτέρως ευρεία διατύπωση, εντούτοις, οι εν λόγω πρακτικές πρέπει να είναι, αφενός, εμπορικής φύσεως, ήτοι να προέρχονται από επαγγελματίες, και, αφετέρου, να συνδέονται άμεσα με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές.
Στον βαθμό που οι δημοσιεύσεις του εκδότη ενδέχεται να θεωρηθεί ότι προωθούν, ενδεχομένως με έμμεσο τρόπο, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τρίτων, δεν είναι ικανές να στρεβλώσουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή σε σχέση με την απόφασή του να αγοράσει ή να αποκτήσει το επίμαχο έντυπο, η εν λόγω εκδοτική πρακτική δεν μπορεί αυτή καθεαυτήν να χαρακτηρισθεί «εμπορική πρακτική» του συγκεκριμένου εκδότη.
Δεν αποκλείεται ένας εκδότης να ακολουθεί ο ίδιος στα προϊόντα του ή σε άλλα μέσα ενημερώσεως εμπορική πρακτική δυνάμενη να χαρακτηρισθεί αθέμιτη έναντι του οικείου καταναλωτή, εν προκειμένω του αναγνώστη, παρέχοντάς του μέσω παιχνιδιών, γρίφων ή διαγωνισμών τη δυνατότητα να κερδίσει βραβεία και τα οποία εξ αυτού του γεγονότος δύνανται να ωθήσουν τον καταναλωτή να αγοράσει το επίμαχο προϊόν, ήτοι εφημερίδα. Εντούτοις, το σημείο 11 του παραρτήματος I της οδηγίας 2005/29 δεν αποβλέπει, αυτό καθεαυτό, στο να επιβάλει στους εκδότες την υποχρέωση να παρακωλύουν τυχόν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των διαφημιστών, οι οποίες θα μπορούσαν δυνητικώς να συσχετισθούν άμεσα με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια προϊόντων ή υπηρεσιών των εν λόγω διαφημιστών σε καταναλωτές.
(βλ. σκέψεις 35-37, 41, 44, 50 και διατακτ.)