This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62012CJ0375
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
Υπόθεση C‑375/12
Margaretha Bouanich
κατά
Directeur des services fiscaux de la Drôme
(αίτηση του tribunal administratif de Grenoble για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Προδικαστική παραπομπή — Άρθρο 63 ΣΛΕΕ — Ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων — Άρθρο 49 ΣΛΕΕ — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Φόρος εισοδήματος των φυσικών προσώπων — Μηχανισμός επιβολής ανωτάτου ορίου άμεσων φόρων επί των εισοδημάτων — Διμερής φορολογική σύμβαση για την αποτροπή της διπλής φορολογίας — Φορολόγηση μερισμάτων διανεμόμενων από εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος από τα οποία παρακρατήθηκε φόρος στην πηγή — Μη συνυπολογισμός ή εν μέρει συνυπολογισμός του καταβληθέντος σε αυτό το άλλο κράτος μέλος φόρου για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του φόρου — Άρθρο 65 ΣΛΕΕ — Περιορισμός — Δικαιολόγηση»
Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 13ης Μαρτίου 2014
Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Διατάξεις της Συνθήκης – Πεδίο εφαρμογής – Εθνική ρύθμιση για την επιβολή ανωτάτου ορίου σε ορισμένους άμεσους φόρους επί των εισοδημάτων (φορολογική ασπίδα) – Φορολόγηση μερισμάτων διανεμόμενων σε κάτοικο αυτού του κράτους μέλους από εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος από τα οποία ήδη παρακρατήθηκε φόρος στην πηγή – Φορολογική ρύθμιση εφαρμοζόμενη ανεξαρτήτως του μεγέθους της κατεχόμενης εταιρικής συμμετοχής στην εν λόγω εταιρία – Δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν τόσο την ελευθερία εγκαταστάσεως όσο και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων
(Άρθρα 49 ΣΛΕΕ, 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ)
Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί – Φορολογική νομοθεσία – Εθνική ρύθμιση για την επιβολή ανωτάτου ορίου σε ορισμένους άμεσους φόρους επί των εισοδημάτων (φορολογική ασπίδα) – Φορολόγηση μερισμάτων διανεμόμενων σε κάτοικο αυτού του κράτους μέλους από εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος από τα οποία ήδη παρακρατήθηκε φόρος στην πηγή – Μειονεκτήματα απορρέοντα από την παράλληλη άσκηση εκ μέρους των κρατών μελών της φορολογικής αρμοδιότητας – Δεν υφίστανται
(Άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ)
Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Περιορισμοί – Φορολογική νομοθεσία – Εθνική ρύθμιση για την επιβολή ανωτάτου ορίου σε ορισμένους άμεσους φόρους επί των εισοδημάτων (φορολογική ασπίδα) – Φορολόγηση μερισμάτων διανεμόμενων σε κάτοικο αυτού του κράτους μέλους από εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος – Μη συνυπολογισμός ή εν μέρει συνυπολογισμός του καταβληθέντος σε αυτό το άλλο κράτος μέλος φόρου για τον υπολογισμό του ανωτάτου ορίου – Δεν επιτρέπεται – Δικαιολογητικοί λόγοι – Ανάγκη διασφαλίσεως της συνοχής του φορολογικού συστήματος – Ισόρροπη κατανομή της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών – Δεν χωρεί
(Άρθρα 49 ΣΛΕΕ, 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 24-31)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 37-39, 56, 59, 60)
Τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ, 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους δυνάμει της οποίας σε περίπτωση που κάτοικος αυτού του κράτους μέλους ο οποίος είναι μέτοχος εταιρίας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος εισπράττει μερίσματα τα οποία φορολογούνται σε αμφότερα τα κράτη και η διπλή φορολογία αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση εντός του κράτους κατοικίας πιστώσεως φόρου ποσού ίσου με τον φόρο που καταβλήθηκε εντός του κράτους της διανέμουσας εταιρίας, ο μηχανισμός της επιβολής ανωτάτου ορίου για διάφορους άμεσους φόρους μέχρις ενός ορισμένου ποσοστού του πραγματοποιηθέντος στη διάρκεια ενός έτους εισοδήματος δεν λαμβάνει υπόψη ή λαμβάνει μόνον εν μέρει υπόψη τον καταβληθέντα εντός του κράτους της διανέμουσας εταιρίας φόρο.
Συγκεκριμένα, αφενός, εξαιτίας της διαφορετικής μεταχειρίσεως που εισάγει μεταξύ των ημεδαπών φορολογουμένων αναλόγως του αν εισπράττουν μερίσματα εταιρίας εγκατεστημένης εντός της εθνικής επικράτειας ή εταιρίας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, μια τέτοια φορολογική νομοθεσία μπορεί να αποτρέψει τα φυσικά πρόσωπα που υπόκεινται κατά βάση στον φόρο εισοδήματος εντός του κράτους μέλους της κατοικίας τους από την επένδυση των κεφαλαίων τους σε εταιρίες που έχουν την έδρα τους εντός άλλου κράτους μέλους και συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, καταρχήν απαγορευόμενο από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ.
Αφετέρου, μια τέτοια διαφορετική φορολογική μεταχείριση μπορεί να συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως, καταρχήν απαγορευόμενο από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, καθόσον καθιστά λιγότερο ελκυστική την εγκατάσταση υπηκόου του πρώτου κράτους μέλους σε άλλο κράτος μέλος.
Ένας τέτοιος περιορισμός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από την ανάγκη εξασφαλίσεως της συνοχής του εθνικού φορολογικού συστήματος ούτε από την ανάγκη διασφαλίσεως της κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών.
Όσον αφορά την ανάγκη εξασφαλίσεως της συνοχής του εθνικού φορολογικού συστήματος, για να ευδοκιμήσει ένα επιχείρημα στηριζόμενο στη δικαιολόγηση αυτή, πρέπει να αποδεικνύεται ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση, η δε αμεσότητα της σχέσεως αυτής πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τον σκοπό της επίμαχης ρυθμίσεως. Δεν υφίσταται, όμως, σχέση μεταξύ του φορολογικού πλεονεκτήματος που συνιστά η ενδεχομένως προκύπτουσα επιστροφή του φόρου δυνάμει της διατάξεως περί επιβολής ανωτάτου ορίου προς όφελος του φορολογουμένου και της αντισταθμίσεως του πλεονεκτήματος αυτού με συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση. Συγκεκριμένα, το ποσό του φόρου που επιστρέφεται δυνάμει του ανωτάτου ορίου εξαρτάται από το συνολικό ποσό των άμεσων φόρων που καταβλήθηκαν από τον φορολογούμενο και από το αν το ποσό αυτό υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τη νομοθεσία ανώτατο όριο. Επομένως, η χορήγηση του επίμαχου φορολογικού πλεονεκτήματος συναρτάται όχι με ορισμένο ποσό εισπραχθέντος φόρου, αλλά αποκλειστικώς με το αν το καταβληθέν ποσό για το σύνολο των οικείων φόρων υπερβαίνει ορισμένο ποσοστό των ετησίων εισοδημάτων των φορολογουμένων. Ως εκ τούτου, ουδεμία άμεση σχέση μπορεί να αποδειχθεί μεταξύ του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και συγκεκριμένης φορολογικής επιβαρύνσεως.
Όσον αφορά την ανάγκη διασφαλίσεως ισόρροπης κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών, αυτή η διάταξη περί επιβολής ανωτάτου ορίου φόρου δεν θίγει τη δυνατότητα του οικείου κράτους μέλους να φορολογεί τις δραστηριότητες που ασκούνται στο έδαφός του ενώ, περαιτέρω, δεν θίγει και την ευχέρεια αυτού του κράτους μέλους να φορολογεί τα εισοδήματα που αποκτώνται σε άλλο κράτος μέλος. Επομένως, όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής της συγκεκριμένης φορολογικής διατάξεως, δεν τίθεται ζήτημα κατανομής της φορολογικής εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών.
(βλ. σκέψεις 55, 56, 59, 69, 72, 74, 85-88 και διατακτ.)