Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CJ0295

    Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής

    Υπόθεση C‑295/12 P

    Telefónica SA

    και

    Telefónica de España SAU

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    «Άρθρο 102 ΣΛΕΕ — Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως — Ισπανικές αγορές της ευρυζωνικής προσβάσεως στο Διαδίκτυο — Συμπίεση των περιθωρίων κέρδους — Άρθρο 263 ΣΛΕΕ — Έλεγχος νομιμότητας — Άρθρο 261 ΣΛΕΕ — Πλήρης δικαιοδοσία — Άρθρο 47 του Χάρτη — Αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Έλεγχος πλήρους δικαιοδοσίας — Ύψος του προστίμου — Αρχή της αναλογικότητας — Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 2014

    1. Αναίρεση – Λόγοι – Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο – Αόριστος λόγος – Απαράδεκτο

      (Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχείο γʹ)

    2. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Κατοχύρωση από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού – Έλεγχος νομιμότητας και πλήρους δικαιοδοσίας τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών ζητημάτων – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

      (Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ, 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47 ·κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρα 15 § 2 και 17, και 1/2003, άρθρα 23 § 3 και 31)

    3. Θεμελιώδη δικαιώματα – Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – Νομική πράξη η οποία δεν έχει ενταχθεί τυπικώς στην έννομη τάξη της Ένωσης

      (Άρθρο 6 § 3 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 52 § 3)

    4. Ένδικη διαδικασία – Διάρκεια της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας – Εύλογη προθεσμία – Ένδικη διαφορά αφορώσα την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού – Μη τήρηση της εύλογης προθεσμίας – Συνέπειες

      (Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47 § 2)

    5. Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων – Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

      (Άρθρα 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

    6. Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος προβαλλόμενος το πρώτον κατ’ αναίρεση – Απαράδεκτο

      (Άρθρα 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

    7. Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Συμπεριφορές που έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού – Εν δυνάμει αποτέλεσμα

      (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

    8. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Μη αναδρομικότητα των ποινικών διατάξεων – Πεδίο εφαρμογής – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη αντίθετης στον ανταγωνισμό πρακτικής – Εμπίπτει – Αναδρομική εφαρμογή νέας ερμηνείας ενός κανόνα που ορίζει παράβαση – Προβλέψιμος χαρακτήρας της νέας ερμηνείας – Αρχές της νομιμότητας των ποινών και της ασφάλειας δικαίου – Δεν συντρέχει παραβίαση

      (Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ)

    9. Δεσπόζουσα θέση – Σχετική γεωγραφική αγορά – Καθορισμός – Κριτήρια – Περιορισμός σε μία μόνον εθνική επικράτεια – Δεν επηρεάζει τη σοβαρότητα της παραβάσεως

      (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

    10. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως βάσει των οποίων η Επιτροπή υπολόγισε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως – Επαρκής ένδειξη – Υποχρέωση της Επιτροπής να παραθέτει τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων – Δεν υφίσταται

      (Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

    11. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Υποχρέωση της Επιτροπής να ακολουθήσει την προηγούμενη πρακτική της όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων – Δεν υφίσταται – Αύξηση του γενικού ύψους των προστίμων – Επιτρέπεται

      (Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

    12. Αναίρεση – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Αμφισβήτηση, για λόγους επιείκειας, της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το ύψος των προστίμων που έχουν επιβληθεί σε επιχειρήσεις οι οποίες παρέβησαν τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης – Δεν εμπίπτει – Αμφισβήτηση της εκτιμήσεως αυτής για λόγους που αφορούν την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας – Επιτρέπεται

      (Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ, 261 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

    1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 29, 30, 72, 78, 79, 82, 105, 122, 129, 131, 135, 138, 142, 174, 187, 232)

    2.  Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία διατυπώνεται πλέον στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία αντιστοιχεί στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

      Το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει σύστημα δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ το οποίο προσφέρει όλες τις εγγυήσεις που επιβάλλει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το σύστημα αυτό δικαστικού ελέγχου συνίσταται στον κατ’ άρθρο 263 ΣΛΕΕ έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, ο οποίος είναι δυνατό να συμπληρωθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ, από την άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας όσον αφορά τις κυρώσεις που προβλέπονται στους κανονισμούς.

      Ο έλεγχος νομιμότητας καταλαμβάνει όλες τις αποφάσεις της Επιτροπής οι οποίες αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ενώ η έκταση της πλήρους δικαιοδοσίας την οποία προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 περιορίζεται στα στοιχεία των αποφάσεων αυτών με τα οποία επιβάλλεται πρόστιμο ή χρηματική ποινή.

      Ο έλεγχος αυτός νομιμότητας συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης ασκεί έλεγχο, τόσο νομικό όσο και πραγματικό, των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι προσφεύγοντες κατά της επίδικης αποφάσεως και ότι έχει την εξουσία να εκτιμήσει τις αποδείξεις, να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση και να τροποποιήσει το ποσό των προστίμων. Οφείλει, ειδικότερα, όχι μόνο να εξετάζει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί μια πολύπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά. Η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να προβαίνει αυτεπαγγέλτως σε πλήρη εκ νέου εξέταση της δικογραφίας.

      Προκειμένου περί των επιταγών του ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας, υπό την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς εκπλήρωσή τους όσον αφορά το πρόστιμο ο δικαστής της Ένωσης υποχρεούται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ, να εξετάζει κάθε νομική ή πραγματική αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου δεν είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.

      (βλ. σκέψεις 39, 40, 42, 45, 53-55, 200)

    3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψη 41)

    4.  Ελλείψει κάθε ενδείξεως περί του ότι η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν είναι δυνατό να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της αποφάσεως. Πράγματι, εφόσον η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν έχει επηρεάσει την επίλυση της διαφοράς, η αναίρεση της αποφάσεως δεν θεραπεύει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

      Η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης παράβαση της υποχρεώσεως την οποία υπέχει από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εκδικάζει τις υποθέσεις που υποβάλλονται στην κρίση του εντός εύλογης προθεσμίας πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή δικαιώματος ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι τέτοια αγωγή αποτελεί αποτελεσματικό μέσο επανορθώσεως. Ως εκ τούτου, αίτημα προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω της υπερβάσεως, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να προβληθεί απευθείας κατ’ αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά πρέπει να υποβληθεί στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου.

      (βλ. σκέψεις 64, 66)

    5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 84, 89, 93, 107, 114, 153, 159, 163, 165, 176, 219, 225, 227)

    6.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 99, 121, 144)

    7.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψη 124)

    8.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 147-149)

    9.  Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, το γεγονός ότι η επίμαχη γεωγραφική αγορά περιορίζεται σε μία μόνον εθνική επικράτεια δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής. Απλώς και μόνον ο εκ μέρους της Επιτροπής χαρακτηρισμός, σε άλλες αποφάσεις, των επιμάχων παραβάσεων ως σοβαρών, ενώ οι σχετικές γεωγραφικές αγορές ήταν πιο εκτεταμένες από την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι δυνατό να κλονίσει την εκτίμηση αυτή, δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός μιας παραβάσεως ως σοβαρής ή πολύ σοβαρής δεν εξαρτάται απλώς και μόνον από την έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς αλλά και από άλλα κριτήρια που χαρακτηρίζουν την παράβαση.

      (βλ. σκέψη 178)

    10.  Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή εκπληρώνει τη υποχρέωσή της αιτιολογήσεως όταν επισημαίνει στην απόφασή της τα στοιχεία εκτιμήσεως βάσει των οποίων υπολόγισε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, χωρίς να υποχρεούται να περιλάβει τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου. Επιπλέον, η υποχρέωση αυτή δεν παραβιάζεται όταν η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τη διαφοροποιημένη σοβαρότητα της παραβάσεως και δεν διαχωρίζει τη διάρκεια της παραβάσεως σε δύο περιόδους.

      (βλ. σκέψεις 181-183, 195)

    11.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 189, 190)

    12.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψη 205)

    Top

    Υπόθεση C‑295/12 P

    Telefónica SA

    και

    Telefónica de España SAU

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    «Άρθρο 102 ΣΛΕΕ — Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως — Ισπανικές αγορές της ευρυζωνικής προσβάσεως στο Διαδίκτυο — Συμπίεση των περιθωρίων κέρδους — Άρθρο 263 ΣΛΕΕ — Έλεγχος νομιμότητας — Άρθρο 261 ΣΛΕΕ — Πλήρης δικαιοδοσία — Άρθρο 47 του Χάρτη — Αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Έλεγχος πλήρους δικαιοδοσίας — Ύψος του προστίμου — Αρχή της αναλογικότητας — Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 2014

    1. Αναίρεση — Λόγοι — Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο — Αόριστος λόγος — Απαράδεκτο

      (Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχείο γʹ)

    2. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Κατοχύρωση από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού — Έλεγχος νομιμότητας και πλήρους δικαιοδοσίας τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών ζητημάτων — Παραβίαση — Δεν υφίσταται

      (Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ, 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47 ·κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρα 15 § 2 και 17, και 1/2003, άρθρα 23 § 3 και 31)

    3. Θεμελιώδη δικαιώματα — Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων — Νομική πράξη η οποία δεν έχει ενταχθεί τυπικώς στην έννομη τάξη της Ένωσης

      (Άρθρο 6 § 3 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 52 § 3)

    4. Ένδικη διαδικασία — Διάρκεια της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας — Εύλογη προθεσμία — Ένδικη διαφορά αφορώσα την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού — Μη τήρηση της εύλογης προθεσμίας — Συνέπειες

      (Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47 § 2)

    5. Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων — Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

      (Άρθρα 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

    6. Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος προβαλλόμενος το πρώτον κατ’ αναίρεση — Απαράδεκτο

      (Άρθρα 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

    7. Δεσπόζουσα θέση — Κατάχρηση — Έννοια — Συμπεριφορές που έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού — Εν δυνάμει αποτέλεσμα

      (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

    8. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Μη αναδρομικότητα των ποινικών διατάξεων — Πεδίο εφαρμογής — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη αντίθετης στον ανταγωνισμό πρακτικής — Εμπίπτει — Αναδρομική εφαρμογή νέας ερμηνείας ενός κανόνα που ορίζει παράβαση — Προβλέψιμος χαρακτήρας της νέας ερμηνείας — Αρχές της νομιμότητας των ποινών και της ασφάλειας δικαίου — Δεν συντρέχει παραβίαση

      (Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ)

    9. Δεσπόζουσα θέση — Σχετική γεωγραφική αγορά — Καθορισμός — Κριτήρια — Περιορισμός σε μία μόνον εθνική επικράτεια — Δεν επηρεάζει τη σοβαρότητα της παραβάσεως

      (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

    10. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Απόφαση περί επιβολής προστίμου — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως βάσει των οποίων η Επιτροπή υπολόγισε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως — Επαρκής ένδειξη — Υποχρέωση της Επιτροπής να παραθέτει τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων — Δεν υφίσταται

      (Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

    11. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Υποχρέωση της Επιτροπής να ακολουθήσει την προηγούμενη πρακτική της όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων — Δεν υφίσταται — Αύξηση του γενικού ύψους των προστίμων — Επιτρέπεται

      (Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

    12. Αναίρεση — Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου — Αμφισβήτηση, για λόγους επιείκειας, της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το ύψος των προστίμων που έχουν επιβληθεί σε επιχειρήσεις οι οποίες παρέβησαν τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης — Δεν εμπίπτει — Αμφισβήτηση της εκτιμήσεως αυτής για λόγους που αφορούν την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας — Επιτρέπεται

      (Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ, 261 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

    1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 29, 30, 72, 78, 79, 82, 105, 122, 129, 131, 135, 138, 142, 174, 187, 232)

    2.  Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία διατυπώνεται πλέον στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία αντιστοιχεί στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

      Το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει σύστημα δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ το οποίο προσφέρει όλες τις εγγυήσεις που επιβάλλει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το σύστημα αυτό δικαστικού ελέγχου συνίσταται στον κατ’ άρθρο 263 ΣΛΕΕ έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, ο οποίος είναι δυνατό να συμπληρωθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ, από την άσκηση πλήρους δικαιοδοσίας όσον αφορά τις κυρώσεις που προβλέπονται στους κανονισμούς.

      Ο έλεγχος νομιμότητας καταλαμβάνει όλες τις αποφάσεις της Επιτροπής οι οποίες αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ενώ η έκταση της πλήρους δικαιοδοσίας την οποία προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 περιορίζεται στα στοιχεία των αποφάσεων αυτών με τα οποία επιβάλλεται πρόστιμο ή χρηματική ποινή.

      Ο έλεγχος αυτός νομιμότητας συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης ασκεί έλεγχο, τόσο νομικό όσο και πραγματικό, των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι προσφεύγοντες κατά της επίδικης αποφάσεως και ότι έχει την εξουσία να εκτιμήσει τις αποδείξεις, να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση και να τροποποιήσει το ποσό των προστίμων. Οφείλει, ειδικότερα, όχι μόνο να εξετάζει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί μια πολύπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά. Η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να προβαίνει αυτεπαγγέλτως σε πλήρη εκ νέου εξέταση της δικογραφίας.

      Προκειμένου περί των επιταγών του ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας, υπό την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς εκπλήρωσή τους όσον αφορά το πρόστιμο ο δικαστής της Ένωσης υποχρεούται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ, να εξετάζει κάθε νομική ή πραγματική αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου δεν είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.

      (βλ. σκέψεις 39, 40, 42, 45, 53-55, 200)

    3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψη 41)

    4.  Ελλείψει κάθε ενδείξεως περί του ότι η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν είναι δυνατό να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της αποφάσεως. Πράγματι, εφόσον η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν έχει επηρεάσει την επίλυση της διαφοράς, η αναίρεση της αποφάσεως δεν θεραπεύει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

      Η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης παράβαση της υποχρεώσεως την οποία υπέχει από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εκδικάζει τις υποθέσεις που υποβάλλονται στην κρίση του εντός εύλογης προθεσμίας πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή δικαιώματος ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι τέτοια αγωγή αποτελεί αποτελεσματικό μέσο επανορθώσεως. Ως εκ τούτου, αίτημα προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω της υπερβάσεως, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να προβληθεί απευθείας κατ’ αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά πρέπει να υποβληθεί στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου.

      (βλ. σκέψεις 64, 66)

    5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 84, 89, 93, 107, 114, 153, 159, 163, 165, 176, 219, 225, 227)

    6.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 99, 121, 144)

    7.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψη 124)

    8.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 147-149)

    9.  Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, το γεγονός ότι η επίμαχη γεωγραφική αγορά περιορίζεται σε μία μόνον εθνική επικράτεια δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής. Απλώς και μόνον ο εκ μέρους της Επιτροπής χαρακτηρισμός, σε άλλες αποφάσεις, των επιμάχων παραβάσεων ως σοβαρών, ενώ οι σχετικές γεωγραφικές αγορές ήταν πιο εκτεταμένες από την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι δυνατό να κλονίσει την εκτίμηση αυτή, δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός μιας παραβάσεως ως σοβαρής ή πολύ σοβαρής δεν εξαρτάται απλώς και μόνον από την έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς αλλά και από άλλα κριτήρια που χαρακτηρίζουν την παράβαση.

      (βλ. σκέψη 178)

    10.  Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή εκπληρώνει τη υποχρέωσή της αιτιολογήσεως όταν επισημαίνει στην απόφασή της τα στοιχεία εκτιμήσεως βάσει των οποίων υπολόγισε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, χωρίς να υποχρεούται να περιλάβει τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου. Επιπλέον, η υποχρέωση αυτή δεν παραβιάζεται όταν η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τη διαφοροποιημένη σοβαρότητα της παραβάσεως και δεν διαχωρίζει τη διάρκεια της παραβάσεως σε δύο περιόδους.

      (βλ. σκέψεις 181-183, 195)

    11.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 189, 190)

    12.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψη 205)

    Top