EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011TJ0260

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση T‑260/11

Βασίλειο της Ισπανίας

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αλιεία — Διατήρηση των αλιευτικών πόρων — Υπέρβαση από την Ισπανία των αλιευτικών ποσοστώσεων για το σκουμπρί στις ζώνες VIII c, IX και X και στα ύδατα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της CECAF 34.1.1 που χορηγήθηκαν για το 2010 — Μειώσεις των αλιευτικών ποσοστώσεων που διατέθηκαν για τα έτη 2011 έως 2015 — Δικαιώματα άμυνας — Ασφάλεια δικαίου — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Ίση μεταχείριση»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 18ης Ιουνίου 2014

  1. Αλιεία – Διατήρηση των θαλασσίων πόρων – Σύστημα αλιευτικών ποσοστώσεων – Μειώσεις επί των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για ορισμένο έτος λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που σημειώθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη – Κανονισμός 1224/2009, άρθρο 105 – Υποχρεώσεις και περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

    (Κανονισμός 1224/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 105 §§ 1, 2 και 6· κανονισμός 2371/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 30)

  2. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Σεβασμός τους στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών – Περιεχόμενο

  3. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις – Συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοικήσεως

  4. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Όρια – Κοινή αλιευτική πολιτική – Προσαρμογή της κανονιστικής ρυθμίσεως στις διακυμάνσεις της οικονομικής καταστάσεως – Δεν είναι δυνατή η επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προστασία μη παρεχόμενη στον προδήλως παραβιάσαντα την ισχύουσα νομοθεσία

    (Κανονισμός 23/2010 του Συμβουλίου· κανονισμός 165/2011 της Επιτροπής)

  5. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Έννοια – Διαφορετική μεταχείριση όταν οι καταστάσεις είναι διαφορετικές, τόσο από νομική άποψη όσο και από την άποψη των πραγματικών περιστατικών, και συνεπώς δεν είναι συγκρίσιμες – Δεν υφίσταται παραβίαση

  1.  Η χρήση στο άρθρο 105, παράγραφος 6, του κανονισμού 1224/2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, της λέξης «μπορούν» αποδεικνύει, αφενός, ότι η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά το ζήτημα αρχής αν πρέπει να υποβάλει στην επιτροπή αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού 2371/2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής, πρόταση θεσπίσεως λεπτομερών κανόνων εφαρμογής μέτρων μειώσεως στις μελλοντικές ποσοστώσεις αλιείας εφόσον κράτος μέλος έχει υπερβεί τις ποσοστώσεις που του είχαν χορηγηθεί για ορισμένο έτος και, αφετέρου, ότι η εξουσία αυτή εκτιμήσεως περικλείει την ευχέρεια της Επιτροπής να επιλέγει, προς τούτο, μεταξύ των διαφόρων υποκειμένων και μέσων που καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό. Συνεπώς, κράτος μέλος στηρίζεται σε μια εσφαλμένη παραδοχή υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να θεσπίσει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής προκειμένου να μπορέσει να θέσει σε εφαρμογή τα μέσα που διαθέτει βάσει του άρθρου 105, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού.

    Αντιθέτως, το άρθρο 105, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ελέγχου προβλέπει δέσμια αρμοδιότητα της Επιτροπής υπό την έννοια ότι, όταν διαπιστώσει την ύπαρξη υπερβάσεως αλιευτικών ποσοστώσεων από κράτος μέλος, υποχρεούται να επιβάλει μειώσεις στις μελλοντικές ποσοστώσεις αυτού του κράτους μέλους. Ομοίως, το άρθρο 105, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού δεν απονέμει ούτε αυτό εξουσία εκτιμήσεως στην Επιτροπή όσον αφορά τη συνέχεια που πρέπει να δώσει σε μια τέτοια υπέρβαση σε ένα δεδομένο έτος, αλλά την υποχρεώνει να προβαίνει σε μειώσεις στο επόμενο έτος ή έτη των ετήσιων ποσοστώσεων του εν λόγω κράτους μέλους, εφαρμόζοντας προκαθορισμένο πολλαπλασιαστικό συντελεστή ανάλογα με το ποσοστό της διαπιστωθείσας υπερβάσεως. Συνεπώς, ο συνολικός όγκος των μειώσεων που πρέπει να πραγματοποιηθούν αποτελεί το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης πράξεως υπολογισμού, της οποίας οι παράμετροι, ήτοι το ποσοστό υπερβάσεως και ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής, επιβάλλονται συγκεκριμένα από την ίδια τη διάταξη αυτή, οπότε η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως για τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου τους.

    Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 105, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1224/2009, ιδίως αυτές που αφορούν τον υπολογισμό του συνολικού ύψους των μειώσεων που πρόκειται να πραγματοποιηθούν, είναι αρκούντως σαφείς, ακριβείς και απαλλαγμένες αιρέσεων και συνεπώς δύνανται να εφαρμοστούν ευθέως από την Επιτροπή.

    (βλ. σκέψεις 40, 41, 44, 45)

  2.  Το δικαίωμα ακροάσεως διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του. Η τήρηση της αρχής αυτής πρέπει, επομένως, να διασφαλίζεται τόσο σε περίπτωση πλήρους ελλείψεως ειδικής κανονιστικής ρυθμίσεως όσο και σε περίπτωση υπάρξεως κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία δεν λαμβάνει υπόψη την εν λόγω αρχή. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών αποκτά ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία.

    Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος ακροάσεως ενεργοποιείται όταν η διοίκηση προτίθεται να εκδώσει βλαπτική πράξη, ήτοι πράξη δυνάμενη να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα του οικείου ιδιώτη ή κράτους μέλους, καθόσον η εφαρμογή του δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ρητού προς τούτο κανόνα προβλεπόμενου από το δευτερογενές δίκαιο.

    (βλ. σκέψεις 62-64)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 84)

  4.  Όταν ένας συνετός και επιμελής επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση μέτρου της Ένωσης ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου. Επιπροσθέτως, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να τρέφουν δικαιολογημένα προσδοκίες ως προς τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τούτο δε ιδίως σε έναν τομέα όπως αυτός της κοινής αλιευτικής πολιτικής, το αντικείμενο του οποίου απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα με τις διακυμάνσεις της οικονομικής καταστάσεως. Τέλος, επίκληση της παραβιάσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν είναι δυνατή στην περίπτωση προσώπου το οποίο έχει καταστεί ένοχος πρόδηλης παραβάσεως της ισχύουσας νομοθεσίας.

    (βλ. σκέψεις 87, 88)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 93)

Top

Υπόθεση T‑260/11

Βασίλειο της Ισπανίας

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αλιεία — Διατήρηση των αλιευτικών πόρων — Υπέρβαση από την Ισπανία των αλιευτικών ποσοστώσεων για το σκουμπρί στις ζώνες VIII c, IX και X και στα ύδατα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της CECAF 34.1.1 που χορηγήθηκαν για το 2010 — Μειώσεις των αλιευτικών ποσοστώσεων που διατέθηκαν για τα έτη 2011 έως 2015 — Δικαιώματα άμυνας — Ασφάλεια δικαίου — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Ίση μεταχείριση»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 18ης Ιουνίου 2014

  1. Αλιεία – Διατήρηση των θαλασσίων πόρων – Σύστημα αλιευτικών ποσοστώσεων – Μειώσεις επί των ποσοστώσεων που χορηγήθηκαν για ορισμένο έτος λόγω των υπερβάσεων των ποσοστώσεων που σημειώθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη – Κανονισμός 1224/2009, άρθρο 105 – Υποχρεώσεις και περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

    (Κανονισμός 1224/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 105 §§ 1, 2 και 6· κανονισμός 2371/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 30)

  2. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Σεβασμός τους στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών – Περιεχόμενο

  3. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις – Συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοικήσεως

  4. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Όρια – Κοινή αλιευτική πολιτική – Προσαρμογή της κανονιστικής ρυθμίσεως στις διακυμάνσεις της οικονομικής καταστάσεως – Δεν είναι δυνατή η επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προστασία μη παρεχόμενη στον προδήλως παραβιάσαντα την ισχύουσα νομοθεσία

    (Κανονισμός 23/2010 του Συμβουλίου· κανονισμός 165/2011 της Επιτροπής)

  5. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Έννοια – Διαφορετική μεταχείριση όταν οι καταστάσεις είναι διαφορετικές, τόσο από νομική άποψη όσο και από την άποψη των πραγματικών περιστατικών, και συνεπώς δεν είναι συγκρίσιμες – Δεν υφίσταται παραβίαση

  1.  Η χρήση στο άρθρο 105, παράγραφος 6, του κανονισμού 1224/2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, της λέξης «μπορούν» αποδεικνύει, αφενός, ότι η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά το ζήτημα αρχής αν πρέπει να υποβάλει στην επιτροπή αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού 2371/2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής, πρόταση θεσπίσεως λεπτομερών κανόνων εφαρμογής μέτρων μειώσεως στις μελλοντικές ποσοστώσεις αλιείας εφόσον κράτος μέλος έχει υπερβεί τις ποσοστώσεις που του είχαν χορηγηθεί για ορισμένο έτος και, αφετέρου, ότι η εξουσία αυτή εκτιμήσεως περικλείει την ευχέρεια της Επιτροπής να επιλέγει, προς τούτο, μεταξύ των διαφόρων υποκειμένων και μέσων που καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό. Συνεπώς, κράτος μέλος στηρίζεται σε μια εσφαλμένη παραδοχή υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να θεσπίσει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής προκειμένου να μπορέσει να θέσει σε εφαρμογή τα μέσα που διαθέτει βάσει του άρθρου 105, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού.

    Αντιθέτως, το άρθρο 105, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ελέγχου προβλέπει δέσμια αρμοδιότητα της Επιτροπής υπό την έννοια ότι, όταν διαπιστώσει την ύπαρξη υπερβάσεως αλιευτικών ποσοστώσεων από κράτος μέλος, υποχρεούται να επιβάλει μειώσεις στις μελλοντικές ποσοστώσεις αυτού του κράτους μέλους. Ομοίως, το άρθρο 105, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού δεν απονέμει ούτε αυτό εξουσία εκτιμήσεως στην Επιτροπή όσον αφορά τη συνέχεια που πρέπει να δώσει σε μια τέτοια υπέρβαση σε ένα δεδομένο έτος, αλλά την υποχρεώνει να προβαίνει σε μειώσεις στο επόμενο έτος ή έτη των ετήσιων ποσοστώσεων του εν λόγω κράτους μέλους, εφαρμόζοντας προκαθορισμένο πολλαπλασιαστικό συντελεστή ανάλογα με το ποσοστό της διαπιστωθείσας υπερβάσεως. Συνεπώς, ο συνολικός όγκος των μειώσεων που πρέπει να πραγματοποιηθούν αποτελεί το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης πράξεως υπολογισμού, της οποίας οι παράμετροι, ήτοι το ποσοστό υπερβάσεως και ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής, επιβάλλονται συγκεκριμένα από την ίδια τη διάταξη αυτή, οπότε η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως για τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου τους.

    Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 105, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1224/2009, ιδίως αυτές που αφορούν τον υπολογισμό του συνολικού ύψους των μειώσεων που πρόκειται να πραγματοποιηθούν, είναι αρκούντως σαφείς, ακριβείς και απαλλαγμένες αιρέσεων και συνεπώς δύνανται να εφαρμοστούν ευθέως από την Επιτροπή.

    (βλ. σκέψεις 40, 41, 44, 45)

  2.  Το δικαίωμα ακροάσεως διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του. Η τήρηση της αρχής αυτής πρέπει, επομένως, να διασφαλίζεται τόσο σε περίπτωση πλήρους ελλείψεως ειδικής κανονιστικής ρυθμίσεως όσο και σε περίπτωση υπάρξεως κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία δεν λαμβάνει υπόψη την εν λόγω αρχή. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών αποκτά ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία.

    Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος ακροάσεως ενεργοποιείται όταν η διοίκηση προτίθεται να εκδώσει βλαπτική πράξη, ήτοι πράξη δυνάμενη να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα του οικείου ιδιώτη ή κράτους μέλους, καθόσον η εφαρμογή του δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ρητού προς τούτο κανόνα προβλεπόμενου από το δευτερογενές δίκαιο.

    (βλ. σκέψεις 62-64)

  3.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 84)

  4.  Όταν ένας συνετός και επιμελής επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση μέτρου της Ένωσης ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου. Επιπροσθέτως, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να τρέφουν δικαιολογημένα προσδοκίες ως προς τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τούτο δε ιδίως σε έναν τομέα όπως αυτός της κοινής αλιευτικής πολιτικής, το αντικείμενο του οποίου απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα με τις διακυμάνσεις της οικονομικής καταστάσεως. Τέλος, επίκληση της παραβιάσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν είναι δυνατή στην περίπτωση προσώπου το οποίο έχει καταστεί ένοχος πρόδηλης παραβάσεως της ισχύουσας νομοθεσίας.

    (βλ. σκέψεις 87, 88)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 93)

Top