Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0681

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Παραβάσεις — Τέλεση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας — Πλάνη της επιχειρήσεως περί τον άδικο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της οφειλόμενη σε νομική συμβουλή ή απόφαση εθνικής αρχής ανταγωνισμού — Θεμελίωση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο ως άνω πλαίσιο — Μη θεμελίωση σε περίπτωση διαβεβαιώσεων που έχουν δοθεί από άλλα πρόσωπα και όχι από τη διοίκηση

    (Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 5 και 23 § 2)

    2. Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση κατά της οποίας κινήθηκε η διαδικασία — Προϋποθέσεις — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

    3. Ανταγωνισμός — Κανόνες της Ένωσης — Εφαρμογή — Αρμοδιότητα των εθνικών αρχών ανταγωνισμού — Δυνατότητα διαπιστώσεως παραβάσεως χωρίς επιβολή προστίμου, όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση έχει ενταχθεί σε εθνικό πρόγραμμα επιείκειας — Εξαιρετικός χαρακτήρας

    (Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 5 και 23 § 2)

    Περίληψη

    1. Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπεται να μην επιβάλλεται πρόστιμο σε επιχείρηση η οποία έχει παραβεί τη διάταξη αυτή, όταν η εν λόγω παράβαση οφείλεται σε πλάνη στην οποία τελούσε η επιχείρηση σχετικά με τη νομιμότητα της συμπεριφοράς της λόγω του περιεχομένου νομικής συμβουλής δικηγόρου ή λόγω του περιεχομένου αποφάσεως εθνικής αρχής ανταγωνισμού.

    Πράγματι, από το γράμμα του άρθρου 5 του κανονισμού 1/2003, που καθορίζει τις αρμοδιότητες των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών, δεν προκύπτει ότι η λήψη των προβλεπόμενων από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού μέτρων εφαρμογής προϋποθέτει τη συνδρομή υποκειμενικών προϋποθέσεων. Εντούτοις, αν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τέτοιες προϋποθέσεις, αυτές, προκειμένου να μη διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με την προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003. Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον μια παράβαση τελέστηκε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, ο χαρακτηρισμός αυτός εξαρτάται από τη συμπεριφορά της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως, δεδομένου ότι αυτή δεν μπορεί να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ανεξάρτητα από το αν είχε ή όχι επίγνωση της παραβάσεως των κανόνων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού. Επομένως, είναι προφανές ότι οι επιχειρήσεις που καθορίζουν άμεσα και από κοινού τις τιμές πωλήσεως των αγαθών ή υπηρεσιών τους δεν μπορούν να αγνοούν ότι η συμπεριφορά τους αυτή είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

    Εξάλλου, ουδείς δύναται να προβάλλει την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αν δεν του έχουν δοθεί συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Επομένως, η νομική συμβουλή δικηγόρου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δημιουργεί στην επιχείρηση τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η συμπεριφορά της δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή δεν πρόκειται να τιμωρηθεί με πρόστιμο. Οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού, δεδομένου ότι δεν έχουν την αρμοδιότητα να λαμβάνουν αρνητικές αποφάσεις, δηλαδή αποφάσεις με τις οποίες να διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, δεν μπορούν να δημιουργήσουν στις επιχειρήσεις τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η συμπεριφορά τους δεν είναι αντίθετη προς την εν λόγω διάταξη.

    (βλ. σκέψεις 35-37, 39,41-43, διατακτ.1)

    2. Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 48, 49)

    3. Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 5 και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 έχουν την έννοια ότι, εφόσον έχει αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού μπορούν κατ’ εξαίρεση να διαπιστώνουν απλώς την παράβαση αυτή χωρίς να επιβάλλουν πρόστιμο, όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση έχει ενταχθεί σε εθνικό πρόγραμμα επιείκειας.

    (βλ. σκέψη 50, διατακτ. 2)

    Top

    Υπόθεση C-681/11

    Bundeswettbewerbsbehörde και Bundeskartellanwalt

    κατά

    Schenker & Co. AG κ.λπ.

    (αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Συμπράξεις — Άρθρο 101 ΣΛΕΕ — Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 — Άρθρα 5 και 23, παράγραφος 2 — Υποκειμενικές προϋποθέσεις επιβολής προστίμου — Συνέπειες νομικής συμβουλής ή αποφάσεως εθνικής αρχής ανταγωνισμού — Δυνατότητα της εθνικής αρχής ανταγωνισμού να διαπιστώνει παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς να επιβάλλει πρόστιμο»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 18ης Ιουνίου 2013

    1. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Τέλεση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας – Πλάνη της επιχειρήσεως περί τον άδικο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της οφειλόμενη σε νομική συμβουλή ή απόφαση εθνικής αρχής ανταγωνισμού – Θεμελίωση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο ως άνω πλαίσιο – Μη θεμελίωση σε περίπτωση διαβεβαιώσεων που έχουν δοθεί από άλλα πρόσωπα και όχι από τη διοίκηση

      (Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 5 και 23 § 2)

    2. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση κατά της οποίας κινήθηκε η διαδικασία – Προϋποθέσεις – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

      (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

    3. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Εφαρμογή – Αρμοδιότητα των εθνικών αρχών ανταγωνισμού – Δυνατότητα διαπιστώσεως παραβάσεως χωρίς επιβολή προστίμου, όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση έχει ενταχθεί σε εθνικό πρόγραμμα επιείκειας – Εξαιρετικός χαρακτήρας

      (Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 5 και 23 § 2)

    1.  Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπεται να μην επιβάλλεται πρόστιμο σε επιχείρηση η οποία έχει παραβεί τη διάταξη αυτή, όταν η εν λόγω παράβαση οφείλεται σε πλάνη στην οποία τελούσε η επιχείρηση σχετικά με τη νομιμότητα της συμπεριφοράς της λόγω του περιεχομένου νομικής συμβουλής δικηγόρου ή λόγω του περιεχομένου αποφάσεως εθνικής αρχής ανταγωνισμού.

      Πράγματι, από το γράμμα του άρθρου 5 του κανονισμού 1/2003, που καθορίζει τις αρμοδιότητες των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών, δεν προκύπτει ότι η λήψη των προβλεπόμενων από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού μέτρων εφαρμογής προϋποθέτει τη συνδρομή υποκειμενικών προϋποθέσεων. Εντούτοις, αν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τέτοιες προϋποθέσεις, αυτές, προκειμένου να μη διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με την προϋπόθεση που προβλέπει το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003. Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον μια παράβαση τελέστηκε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, ο χαρακτηρισμός αυτός εξαρτάται από τη συμπεριφορά της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως, δεδομένου ότι αυτή δεν μπορεί να αγνοεί ότι η συμπεριφορά της είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ανεξάρτητα από το αν είχε ή όχι επίγνωση της παραβάσεως των κανόνων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού. Επομένως, είναι προφανές ότι οι επιχειρήσεις που καθορίζουν άμεσα και από κοινού τις τιμές πωλήσεως των αγαθών ή υπηρεσιών τους δεν μπορούν να αγνοούν ότι η συμπεριφορά τους αυτή είναι αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

      Εξάλλου, ουδείς δύναται να προβάλλει την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αν δεν του έχουν δοθεί συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Επομένως, η νομική συμβουλή δικηγόρου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δημιουργεί στην επιχείρηση τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η συμπεριφορά της δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή δεν πρόκειται να τιμωρηθεί με πρόστιμο. Οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού, δεδομένου ότι δεν έχουν την αρμοδιότητα να λαμβάνουν αρνητικές αποφάσεις, δηλαδή αποφάσεις με τις οποίες να διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, δεν μπορούν να δημιουργήσουν στις επιχειρήσεις τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η συμπεριφορά τους δεν είναι αντίθετη προς την εν λόγω διάταξη.

      (βλ. σκέψεις 35-37, 39,41-43, διατακτ.1)

    2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 48, 49)

    3.  Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 5 και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 έχουν την έννοια ότι, εφόσον έχει αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού μπορούν κατ’ εξαίρεση να διαπιστώνουν απλώς την παράβαση αυτή χωρίς να επιβάλλουν πρόστιμο, όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση έχει ενταχθεί σε εθνικό πρόγραμμα επιείκειας.

      (βλ. σκέψη 50, διατακτ. 2)

    Top