EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0652

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση C-652/11 P

Mindo Srl

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Σύμπραξη — Ιταλική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού — Καταβολή του προστίμου από τον αλληλεγγύως συνοφειλέτη — Έννομο συμφέρον — Βάρος της αποδείξεως»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 11ης Απριλίου 2013

  1. Αναίρεση – Λόγοι – Επακριβής κριτική σημείου της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου και επαρκής προσδιορισμός της προβαλλόμενης νομικής πλάνης – Παραδεκτό

    (Άρθρο 256 § 1, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρα 168 § 1, στοιχείο δʹ, και 169 § 2)

  2. Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής αιτιολογία – Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως – Υποχρέωση απαντήσεως στα σαφή και ακριβή επιχειρήματα του αναιρεσείοντος

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 36, 53, εδ. 1, και 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 81)

  3. Ένδικη διαδικασία – Προσκόμιση αποδείξεων – Βάρος ανέφικτης αποδείξεως – Δεν επιτρέπεται

  1.  Από τα άρθρα 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Εφόσον ο αναιρεσείων επικαλείται πλάνες περί το δίκαιο στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, προσδιορίζοντας με ικανή ακρίβεια τα επικρινόμενα σημεία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και διευκρινίζοντας τους λόγους για τους οποίους η ίδια εκτιμά ότι τα εν λόγω σημεία πάσχουν τέτοιες πλάνες, ο λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

    (βλ. σκέψεις 21, 22)

  2.  Υφίσταται ανεπαρκής αιτιολογία και, συνεπώς, παράβαση ουσιώδους τύπου εφόσον απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επιβεβαιώνει ότι η καταβολή ολόκληρου του προστίμου που επέβαλε απόφαση της Επιτροπής, με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού εκ μέρους ενός των αποδεκτών της αποφάσεως αυτής, δεν αρκεί για να γεννήσει απαίτηση του τελευταίου κατά άλλου αποδέκτη ως εις ολόκληρον οφειλέτη του προστίμου, αυτό δε παρά την ακριβή, αντίθετη επιχειρηματολογία του οικείου αλληλέγγυου οφειλέτη.

    Ομοίως, υφίσταται παράβαση της υποχρεώσεως προς αιτιολόγηση εφόσον το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε βασικά επιχειρήματα του αλληλέγγυου οφειλέτη, ο οποίος έχει επίσης την ιδιότητα του αναιρεσείοντος, παραλείποντας ιδίως να ελέγξει, παρά τα συναφώς προβληθέντα από τον εις ολόκληρον οφειλέτη ακριβή και συγκεκριμένα επιχειρήματα, αν το δικαίωμα του δανειστή να ασκήσει αναγωγή για την ανάκτηση του τμήματος του προστίμου που είχε καταβάλει είχε παραγραφεί ή όχι.

    Αφ’ ης η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο προληπτικός πτωχευτικός συμβιβασμός παρείχε τη δυνατότητα στην τελούσα υπό καθεστώς παύσεως των πληρωμών επιχείρηση να αναθεωρήσει το χρέος της με όλους τους πιστωτές της και να συνεχίσει επομένως τις δραστηριότητές της, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να απαντά στο καθοριστικό αυτό επιχείρημα παρατηρώντας μόνον ότι ο εις ολόκληρον οφειλέτης δεν παρέσχε καμία εξήγηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους χαρακτήριζε τον δανειστή ως «δικαιούχο απαιτήσεων που γεννήθηκαν πριν από την απόφαση» ή τους λόγους για τους οποίους ο τελευταίος δεν επιχείρησε να προβάλει την απαίτησή του.

    (βλ. σκέψεις 36, 37, 39, 41, 44, 45)

  3.  Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εξαρτώντας την ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος από την προϋπόθεση της εκ μέρους του αποδείξεως της προθέσεως τρίτου να κινήσει τη διαδικασία εισπράξεως της απαιτήσεώς του και, συνεπώς, επιρρίπτοντας σ’ αυτόν το βάρος μιας ανέφικτης αποδείξεως.

    Η διαπίστωση ότι δεν έχει έννομο συμφέρον ο αποδέκτης αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία του επιβάλλεται πρόστιμο, δεν μπορεί να στηρίζεται σε απλές υποθέσεις, ειδικότερα αν το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει αρκούντως υπόψη σειρά στοιχείων τα οποία προέβαλε ο προσφεύγων και τα οποία επιδίωκαν να φωτίσουν διαφορετικά τις περιστάσεις της υποθέσεως.

    (βλ. σκέψεις 50, 53)

Top

Υπόθεση C-652/11 P

Mindo Srl

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Σύμπραξη — Ιταλική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού — Καταβολή του προστίμου από τον αλληλεγγύως συνοφειλέτη — Έννομο συμφέρον — Βάρος της αποδείξεως»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 11ης Απριλίου 2013

  1. Αναίρεση — Λόγοι — Επακριβής κριτική σημείου της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου και επαρκής προσδιορισμός της προβαλλόμενης νομικής πλάνης — Παραδεκτό

    (Άρθρο 256 § 1, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρα 168 § 1, στοιχείο δʹ, και 169 § 2)

  2. Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής αιτιολογία — Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως — Υποχρέωση απαντήσεως στα σαφή και ακριβή επιχειρήματα του αναιρεσείοντος

    (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 36, 53, εδ. 1, και 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 81)

  3. Ένδικη διαδικασία — Προσκόμιση αποδείξεων — Βάρος ανέφικτης αποδείξεως — Δεν επιτρέπεται

  1.  Από τα άρθρα 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Εφόσον ο αναιρεσείων επικαλείται πλάνες περί το δίκαιο στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, προσδιορίζοντας με ικανή ακρίβεια τα επικρινόμενα σημεία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και διευκρινίζοντας τους λόγους για τους οποίους η ίδια εκτιμά ότι τα εν λόγω σημεία πάσχουν τέτοιες πλάνες, ο λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

    (βλ. σκέψεις 21, 22)

  2.  Υφίσταται ανεπαρκής αιτιολογία και, συνεπώς, παράβαση ουσιώδους τύπου εφόσον απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επιβεβαιώνει ότι η καταβολή ολόκληρου του προστίμου που επέβαλε απόφαση της Επιτροπής, με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού εκ μέρους ενός των αποδεκτών της αποφάσεως αυτής, δεν αρκεί για να γεννήσει απαίτηση του τελευταίου κατά άλλου αποδέκτη ως εις ολόκληρον οφειλέτη του προστίμου, αυτό δε παρά την ακριβή, αντίθετη επιχειρηματολογία του οικείου αλληλέγγυου οφειλέτη.

    Ομοίως, υφίσταται παράβαση της υποχρεώσεως προς αιτιολόγηση εφόσον το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε βασικά επιχειρήματα του αλληλέγγυου οφειλέτη, ο οποίος έχει επίσης την ιδιότητα του αναιρεσείοντος, παραλείποντας ιδίως να ελέγξει, παρά τα συναφώς προβληθέντα από τον εις ολόκληρον οφειλέτη ακριβή και συγκεκριμένα επιχειρήματα, αν το δικαίωμα του δανειστή να ασκήσει αναγωγή για την ανάκτηση του τμήματος του προστίμου που είχε καταβάλει είχε παραγραφεί ή όχι.

    Αφ’ ης η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο προληπτικός πτωχευτικός συμβιβασμός παρείχε τη δυνατότητα στην τελούσα υπό καθεστώς παύσεως των πληρωμών επιχείρηση να αναθεωρήσει το χρέος της με όλους τους πιστωτές της και να συνεχίσει επομένως τις δραστηριότητές της, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να απαντά στο καθοριστικό αυτό επιχείρημα παρατηρώντας μόνον ότι ο εις ολόκληρον οφειλέτης δεν παρέσχε καμία εξήγηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους χαρακτήριζε τον δανειστή ως «δικαιούχο απαιτήσεων που γεννήθηκαν πριν από την απόφαση» ή τους λόγους για τους οποίους ο τελευταίος δεν επιχείρησε να προβάλει την απαίτησή του.

    (βλ. σκέψεις 36, 37, 39, 41, 44, 45)

  3.  Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εξαρτώντας την ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος από την προϋπόθεση της εκ μέρους του αποδείξεως της προθέσεως τρίτου να κινήσει τη διαδικασία εισπράξεως της απαιτήσεώς του και, συνεπώς, επιρρίπτοντας σ’ αυτόν το βάρος μιας ανέφικτης αποδείξεως.

    Η διαπίστωση ότι δεν έχει έννομο συμφέρον ο αποδέκτης αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία του επιβάλλεται πρόστιμο, δεν μπορεί να στηρίζεται σε απλές υποθέσεις, ειδικότερα αν το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει αρκούντως υπόψη σειρά στοιχείων τα οποία προέβαλε ο προσφεύγων και τα οποία επιδίωκαν να φωτίσουν διαφορετικά τις περιστάσεις της υποθέσεως.

    (βλ. σκέψεις 50, 53)

Top