This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62011CJ0335
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-335/11 και C-337/11
HK Danmark, ενεργούσα για λογαριασμό της Jette Ring
κατά
Dansk almennyttigt Boligselskab (C-335/11)
και
HK Danmark, ενεργούσα για λογαριασμό της Lone Skouboe Werge
κατά
Dansk Arbejdsgiverforening, ενεργούσας για λογαριασμό της Pro Display A/S (C-337/11)
(αιτήσεις του Sø- og Handelsretten για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Κοινωνική πολιτική — Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Άρθρα 1, 2, και 5 — Διαφορετική μεταχείριση λόγω αναπηρίας — Απόλυση — Ύπαρξη αναπηρίας — Απουσίες του εργαζομένου λόγω της αναπηρίας του — Υποχρέωση προσαρμογών — Εργασία με μειωμένο ωράριο — Διάρκεια προθεσμίας προειδοποιήσεως»
Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 11ης Απριλίου 2013
Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνίες της Ένωσης – Κατισχύουν των πράξεων του παραγώγου δικαίου της Ένωσης – Υποχρέωση ερμηνείας των πράξεων του παραγώγου δικαίου υπό το πρίσμα των διεθνών συμφωνιών – Ερμηνεία της οδηγίας 2000/78 υπό το πρίσμα της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία
(Άρθρο 216 § 2 ΣΛΕΕ)
Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας – Έννοια της «ειδικής ανάγκης» – Ασθένεια ιατρικώς διαγνωσθείσα ως ιάσιμη ή ανίατη – Πρόσωπο που επί μακρό χρονικό διάστημα αδυνατεί να ασκήσει την εργασία του ή μπορεί να την ασκήσει σε περιορισμένο βαθμό – Εμπίπτει
(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 5, αιτιολογικές σκέψεις 16 και 20)
Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Εύλογες προσαρμογές για τα άτομα με αναπηρία – Έννοια – Μείωση του ωραρίου εργασίας – Περιλαμβάνεται
(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 5, αιτιολογική σκέψη 20)
Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας – Εθνική διάταξη η οποία προβλέπει δικαίωμα του εργοδότη να απολύσει, τηρώντας μειωμένη προθεσμία προειδοποιήσεως, εργαζόμενο με αναπηρία που έχει απουσιάσει λόγω ασθενείας λαμβάνοντας αποδοχές για συνολικά 120 ημέρες κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες – Απουσία του εργαζομένου με αναπηρία οφειλόμενη σε παράλειψη του εργοδότη να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα για τον εργαζόμενο – Ανεπίτρεπτο της ως άνω κανονιστικής ρυθμίσεως
(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 5)
Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας – Εθνική διάταξη η οποία προβλέπει δικαίωμα του εργοδότη να απολύσει, τηρώντας μειωμένη προθεσμία προειδοποιήσεως, εργαζόμενο με αναπηρία που έχει απουσιάσει λόγω ασθενείας λαμβάνοντας αποδοχές για συνολικά 120 ημέρες κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες – Έμμεση διάκριση – Δικαιολόγηση – Προϋποθέσεις
(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 28-32)
Εμπίπτει στην «ειδική ανάγκη» κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, παθολογική κατάσταση που προκαλείται από ασθένεια ιατρικώς διαγνωσθείσα ως ιάσιμη ή ανίατη εφόσον, αφενός, η ασθένεια αυτή έχει ως αποτέλεσμα μειονεκτικότητα, οφειλόμενη, ιδίως, σε πάθηση σωματική, διανοητική ή ψυχική, η οποία σε συνδυασμό με διάφορους περιορισμούς μπορεί να παρακωλύσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του συγκεκριμένου ατόμου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους και, αφετέρου, η μειονεκτικότητα αυτή είναι μακροχρόνια. Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έννοια της «ειδικής ανάγκης» υποδηλώνει δυσχέρεια ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας και όχι αδυναμία ασκήσεως τέτοιας δραστηριότητας. Η κατάσταση της υγείας ατόμου με αναπηρία το οποίο έχει ικανότητα να εργάζεται, έστω και με μειωμένο ωράριο, ενδέχεται, ως εκ τούτου, να εμπίπτει στην έννοια της «ειδικής ανάγκης».
Εξάλλου, η φύση των μέτρων που πρέπει να λάβει ο εργοδότης δεν είναι καθοριστική για να κριθεί αν η κατάσταση υγείας ενός ατόμου εμπίπτει στην έννοια αυτή. Ειδικότερα, η διαπίστωση υπάρξεως αναπηρίας δεν εξαρτάται από τη φύση των μέτρων προσαρμογής, όπως η χρήση ειδικού εξοπλισμού. Επιβάλλεται ως προς το σημείο αυτό η διαπίστωση ότι ο ορισμός της «ειδικής ανάγκης» κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2000/78 προηγείται του καθορισμού και της εκτιμήσεως των κατάλληλων μέτρων προσαρμογής του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής. Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2000/78, τα μέτρα αυτά σκοπό έχουν την αντιμετώπιση των αναγκών των ατόμων με αναπηρία. Αποτελούν, επομένως, συνέπεια και όχι συστατικό στοιχείο της έννοιας της αναπηρίας.
(βλ. σκέψεις 44-47, διατακτ. 1)
Οι «εύλογες προσαρμογές» για να εξασφαλισθεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως έναντι των ατόμων με αναπηρία κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, σκοπό έχουν την άρση των διαφόρων περιορισμών που παρακωλύουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή των ατόμων με αναπηρία στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Δεδομένου ότι, αφενός, η αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2000/78 και το άρθρο 2, τέταρτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2010/48 του Συμβουλίου προβλέπουν μέτρα όχι μόνο πρακτικής φύσεως αλλά επίσης και οργανωτικής και ότι, αφετέρου, ο όρος «ρυθμός» εργασίας πρέπει να γίνει δεκτό ότι αφορά την περιοδικότητα ή την ταχύτητα εκτελέσεως της εργασίας, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η μείωση του ωραρίου εργασίας ενδέχεται να αποτελεί μέτρο προσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 5 της ως άνω οδηγίας. Κατά συνέπεια, το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής έχει την έννοια ότι η μείωση του ωραρίου εργασίας μπορεί να αποτελεί μέτρο προσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου αυτού. Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει αν η μείωση του ωραρίου εργασίας ως μέτρο προσαρμογής συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση του εργοδότη.
Εξάλλου, η απαρίθμηση των ενδεδειγμένων μέτρων για την προσαρμογή της θέσεως εργασίας ανάλογα με την αναπηρία στην αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2000/78 δεν είναι αποκλειστική και, ως εκ τούτου, η μείωση του ωραρίου εργασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέτρο προσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής στις περιπτώσεις όπου η μείωση του ωραρίου εργασίας καθιστά δυνατή για τον εργαζόμενο τη συνέχιση της ασκήσεως του επαγγέλματός του, σύμφωνα με τον αναφερόμενο στο εν λόγω άρθρο σκοπό.
(βλ. σκέψεις 54-56, 64, διατακτ. 2)
Η οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτή εθνική διάταξη η οποία προβλέπει ότι ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας τηρώντας μειωμένη προθεσμία προειδοποιήσεως αν ο συγκεκριμένος εργαζόμενος με αναπηρία έχει απουσιάσει λόγω ασθενείας λαμβάνοντας μισθό για συνολικά 120 ημέρες κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες στην περίπτωση που οι απουσίες αυτές είναι αποτέλεσμα της παραλείψεως του εργοδότη να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα σύμφωνα με την υποχρέωσή του να προβλέπει εύλογες προσαρμογές κατά το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής.
(βλ. σκέψη 68, διατακτ. 3)
Η οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν εθνική διάταξη η οποία προβλέπει ότι ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας με μειωμένη προθεσμία προειδοποιήσεως στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος εργαζόμενος με αναπηρία έχει απουσιάσει λόγω ασθενείας λαμβάνοντας αποδοχές για συνολικά 120 ημέρες κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες στην περίπτωση που οι απουσίες αυτές είναι αποτέλεσμα της αναπηρίας του, εκτός εάν η διάταξη αυτή, επιδιώκοντας θεμιτό σκοπό, δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξή του, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.
Πράγματι, τέτοια διάταξη μπορεί να συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη έμμεσα στην αναπηρία, καθόσον οι εργαζόμενοι με αναπηρία διατρέχουν σε υψηλότερο βαθμό τον κίνδυνο εφαρμογής εις βάρος τους της μειωμένης προθεσμίας προειδοποιήσεως σε σύγκριση με τους εργαζόμενους χωρίς αναπηρία. Ειδικότερα, σε σύγκριση προς τους εργαζόμενους χωρίς αναπηρία, οι εργαζόμενοι με αναπηρία διατρέχουν τον πρόσθετο κίνδυνο ασθένειας σχετιζόμενης με την αναπηρία τους. Επομένως, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο πραγματοποιήσεως ημερών απουσίας λόγω ασθενείας και, ως εκ τούτου, συμπληρώσεως του ορίου των 120 ημερών που προβλέπει η εθνική κανονιστική ρύθμιση.
Εντούτοις, μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο εν λόγω κανόνας παρέχει στους εργοδότες κίνητρο για πρόσληψη και διατήρηση στη θέση εργασίας. Εναπόκειται ως προς το σημείο αυτό στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει εάν τέτοια διάταξη, κατά την επιδίωξη των θεμιτών σκοπών της προωθήσεως των προσλήψεων ασθενούντων ατόμων, αφενός, και της διασφαλίσεως εύλογης ισορροπίας μεταξύ των αντιτιθέμενων συμφερόντων εργοδότη και εργαζομένου, όσον αφορά τις απουσίες λόγω ασθενείας, αφετέρου, συνεκτιμά κρίσιμα στοιχεία τα οποία αφορούν, ιδίως, τους εργαζόμενους με αναπηρία. Πρέπει ιδίως να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος που διατρέχουν τα άτομα με αναπηρία, τα οποία αντιμετωπίζουν κατά κανόνα περισσότερες δυσχέρειες σε σχέση με τους υγιείς εργαζομένους όσον αφορά την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας και έχουν ειδικές ανάγκες που συνδέονται με την προστασία που απαιτείται λόγω της καταστάσεώς τους.
(βλ. σκέψεις 76, 88, 90-92, διατακτ. 4)
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-335/11 και C-337/11
HK Danmark, ενεργούσα για λογαριασμό της Jette Ring
κατά
Dansk almennyttigt Boligselskab (C-335/11)
και
HK Danmark, ενεργούσα για λογαριασμό της Lone Skouboe Werge
κατά
Dansk Arbejdsgiverforening, ενεργούσας για λογαριασμό της Pro Display A/S (C-337/11)
(αιτήσεις του Sø- og Handelsretten για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
«Κοινωνική πολιτική — Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία — Οδηγία 2000/78/ΕΚ — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Άρθρα 1, 2, και 5 — Διαφορετική μεταχείριση λόγω αναπηρίας — Απόλυση — Ύπαρξη αναπηρίας — Απουσίες του εργαζομένου λόγω της αναπηρίας του — Υποχρέωση προσαρμογών — Εργασία με μειωμένο ωράριο — Διάρκεια προθεσμίας προειδοποιήσεως»
Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 11ης Απριλίου 2013
Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνίες της Ένωσης — Κατισχύουν των πράξεων του παραγώγου δικαίου της Ένωσης — Υποχρέωση ερμηνείας των πράξεων του παραγώγου δικαίου υπό το πρίσμα των διεθνών συμφωνιών — Ερμηνεία της οδηγίας 2000/78 υπό το πρίσμα της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία
(Άρθρο 216 § 2 ΣΛΕΕ)
Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας — Έννοια της «ειδικής ανάγκης» — Ασθένεια ιατρικώς διαγνωσθείσα ως ιάσιμη ή ανίατη — Πρόσωπο που επί μακρό χρονικό διάστημα αδυνατεί να ασκήσει την εργασία του ή μπορεί να την ασκήσει σε περιορισμένο βαθμό — Εμπίπτει
(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 5, αιτιολογικές σκέψεις 16 και 20)
Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Εύλογες προσαρμογές για τα άτομα με αναπηρία — Έννοια — Μείωση του ωραρίου εργασίας — Περιλαμβάνεται
(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 5, αιτιολογική σκέψη 20)
Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας — Εθνική διάταξη η οποία προβλέπει δικαίωμα του εργοδότη να απολύσει, τηρώντας μειωμένη προθεσμία προειδοποιήσεως, εργαζόμενο με αναπηρία που έχει απουσιάσει λόγω ασθενείας λαμβάνοντας αποδοχές για συνολικά 120 ημέρες κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες — Απουσία του εργαζομένου με αναπηρία οφειλόμενη σε παράλειψη του εργοδότη να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα για τον εργαζόμενο — Ανεπίτρεπτο της ως άνω κανονιστικής ρυθμίσεως
(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 5)
Κοινωνική πολιτική — Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία — Οδηγία 2000/78 — Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας — Εθνική διάταξη η οποία προβλέπει δικαίωμα του εργοδότη να απολύσει, τηρώντας μειωμένη προθεσμία προειδοποιήσεως, εργαζόμενο με αναπηρία που έχει απουσιάσει λόγω ασθενείας λαμβάνοντας αποδοχές για συνολικά 120 ημέρες κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες — Έμμεση διάκριση — Δικαιολόγηση — Προϋποθέσεις
(Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 28-32)
Εμπίπτει στην «ειδική ανάγκη» κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, παθολογική κατάσταση που προκαλείται από ασθένεια ιατρικώς διαγνωσθείσα ως ιάσιμη ή ανίατη εφόσον, αφενός, η ασθένεια αυτή έχει ως αποτέλεσμα μειονεκτικότητα, οφειλόμενη, ιδίως, σε πάθηση σωματική, διανοητική ή ψυχική, η οποία σε συνδυασμό με διάφορους περιορισμούς μπορεί να παρακωλύσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του συγκεκριμένου ατόμου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους και, αφετέρου, η μειονεκτικότητα αυτή είναι μακροχρόνια. Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έννοια της «ειδικής ανάγκης» υποδηλώνει δυσχέρεια ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας και όχι αδυναμία ασκήσεως τέτοιας δραστηριότητας. Η κατάσταση της υγείας ατόμου με αναπηρία το οποίο έχει ικανότητα να εργάζεται, έστω και με μειωμένο ωράριο, ενδέχεται, ως εκ τούτου, να εμπίπτει στην έννοια της «ειδικής ανάγκης».
Εξάλλου, η φύση των μέτρων που πρέπει να λάβει ο εργοδότης δεν είναι καθοριστική για να κριθεί αν η κατάσταση υγείας ενός ατόμου εμπίπτει στην έννοια αυτή. Ειδικότερα, η διαπίστωση υπάρξεως αναπηρίας δεν εξαρτάται από τη φύση των μέτρων προσαρμογής, όπως η χρήση ειδικού εξοπλισμού. Επιβάλλεται ως προς το σημείο αυτό η διαπίστωση ότι ο ορισμός της «ειδικής ανάγκης» κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2000/78 προηγείται του καθορισμού και της εκτιμήσεως των κατάλληλων μέτρων προσαρμογής του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής. Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2000/78, τα μέτρα αυτά σκοπό έχουν την αντιμετώπιση των αναγκών των ατόμων με αναπηρία. Αποτελούν, επομένως, συνέπεια και όχι συστατικό στοιχείο της έννοιας της αναπηρίας.
(βλ. σκέψεις 44-47, διατακτ. 1)
Οι «εύλογες προσαρμογές» για να εξασφαλισθεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως έναντι των ατόμων με αναπηρία κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, σκοπό έχουν την άρση των διαφόρων περιορισμών που παρακωλύουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή των ατόμων με αναπηρία στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Δεδομένου ότι, αφενός, η αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2000/78 και το άρθρο 2, τέταρτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2010/48 του Συμβουλίου προβλέπουν μέτρα όχι μόνο πρακτικής φύσεως αλλά επίσης και οργανωτικής και ότι, αφετέρου, ο όρος «ρυθμός» εργασίας πρέπει να γίνει δεκτό ότι αφορά την περιοδικότητα ή την ταχύτητα εκτελέσεως της εργασίας, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η μείωση του ωραρίου εργασίας ενδέχεται να αποτελεί μέτρο προσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 5 της ως άνω οδηγίας. Κατά συνέπεια, το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής έχει την έννοια ότι η μείωση του ωραρίου εργασίας μπορεί να αποτελεί μέτρο προσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου αυτού. Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει αν η μείωση του ωραρίου εργασίας ως μέτρο προσαρμογής συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση του εργοδότη.
Εξάλλου, η απαρίθμηση των ενδεδειγμένων μέτρων για την προσαρμογή της θέσεως εργασίας ανάλογα με την αναπηρία στην αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2000/78 δεν είναι αποκλειστική και, ως εκ τούτου, η μείωση του ωραρίου εργασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέτρο προσαρμογής κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής στις περιπτώσεις όπου η μείωση του ωραρίου εργασίας καθιστά δυνατή για τον εργαζόμενο τη συνέχιση της ασκήσεως του επαγγέλματός του, σύμφωνα με τον αναφερόμενο στο εν λόγω άρθρο σκοπό.
(βλ. σκέψεις 54-56, 64, διατακτ. 2)
Η οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτή εθνική διάταξη η οποία προβλέπει ότι ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας τηρώντας μειωμένη προθεσμία προειδοποιήσεως αν ο συγκεκριμένος εργαζόμενος με αναπηρία έχει απουσιάσει λόγω ασθενείας λαμβάνοντας μισθό για συνολικά 120 ημέρες κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες στην περίπτωση που οι απουσίες αυτές είναι αποτέλεσμα της παραλείψεως του εργοδότη να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα σύμφωνα με την υποχρέωσή του να προβλέπει εύλογες προσαρμογές κατά το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής.
(βλ. σκέψη 68, διατακτ. 3)
Η οδηγία 2000/78, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν εθνική διάταξη η οποία προβλέπει ότι ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας με μειωμένη προθεσμία προειδοποιήσεως στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος εργαζόμενος με αναπηρία έχει απουσιάσει λόγω ασθενείας λαμβάνοντας αποδοχές για συνολικά 120 ημέρες κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες στην περίπτωση που οι απουσίες αυτές είναι αποτέλεσμα της αναπηρίας του, εκτός εάν η διάταξη αυτή, επιδιώκοντας θεμιτό σκοπό, δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξή του, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.
Πράγματι, τέτοια διάταξη μπορεί να συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη έμμεσα στην αναπηρία, καθόσον οι εργαζόμενοι με αναπηρία διατρέχουν σε υψηλότερο βαθμό τον κίνδυνο εφαρμογής εις βάρος τους της μειωμένης προθεσμίας προειδοποιήσεως σε σύγκριση με τους εργαζόμενους χωρίς αναπηρία. Ειδικότερα, σε σύγκριση προς τους εργαζόμενους χωρίς αναπηρία, οι εργαζόμενοι με αναπηρία διατρέχουν τον πρόσθετο κίνδυνο ασθένειας σχετιζόμενης με την αναπηρία τους. Επομένως, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο πραγματοποιήσεως ημερών απουσίας λόγω ασθενείας και, ως εκ τούτου, συμπληρώσεως του ορίου των 120 ημερών που προβλέπει η εθνική κανονιστική ρύθμιση.
Εντούτοις, μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο εν λόγω κανόνας παρέχει στους εργοδότες κίνητρο για πρόσληψη και διατήρηση στη θέση εργασίας. Εναπόκειται ως προς το σημείο αυτό στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει εάν τέτοια διάταξη, κατά την επιδίωξη των θεμιτών σκοπών της προωθήσεως των προσλήψεων ασθενούντων ατόμων, αφενός, και της διασφαλίσεως εύλογης ισορροπίας μεταξύ των αντιτιθέμενων συμφερόντων εργοδότη και εργαζομένου, όσον αφορά τις απουσίες λόγω ασθενείας, αφετέρου, συνεκτιμά κρίσιμα στοιχεία τα οποία αφορούν, ιδίως, τους εργαζόμενους με αναπηρία. Πρέπει ιδίως να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος που διατρέχουν τα άτομα με αναπηρία, τα οποία αντιμετωπίζουν κατά κανόνα περισσότερες δυσχέρειες σε σχέση με τους υγιείς εργαζομένους όσον αφορά την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας και έχουν ειδικές ανάγκες που συνδέονται με την προστασία που απαιτείται λόγω της καταστάσεώς τους.
(βλ. σκέψεις 76, 88, 90-92, διατακτ. 4)